Το αντίστοιχο του φαδερίλα, σε γυναικείο πρόσωπο!! Η ξενέρωτη, η γελοία, η κακοντυμένη, η άσχημη!
Κοίτα φάτσα η μαδερίλα! Πώς κυκλοφορείς έξω έτσι ρε μάδερ οφ;;
Το αντίστοιχο του φαδερίλα, σε γυναικείο πρόσωπο!! Η ξενέρωτη, η γελοία, η κακοντυμένη, η άσχημη!
Κοίτα φάτσα η μαδερίλα! Πώς κυκλοφορείς έξω έτσι ρε μάδερ οφ;;
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς και φάδερ οφ, χρησιμοποιούταν στο Γαλάτσι πιο πολύ, και σημαίνει ο ξενέρωτος, ο βλάκας, ο χάλιας σε ντύσιμο, ή καθυστερημένος κλπ!!
Δες και μαδερίλα.
Got a better definition? Add it!
Επιτρέψτε μου κατ' αρχάς να πω ότι έχω υπάρξει αυτήκοος μάρτυρας της βρισιάς αυτής σε γήπεδο στα τέλη της δεκαετίας του 70, σε αγώνα τοπικού πρωταθλήματος και ενώ βρισκόμουν στην τρυφερή ηλικία των 12.
Είναι βρισιά που ξεστομίστηκε από αγανακτισμένο οπαδό της γηπεδούχου ομάδας προς τον διαιτητή μετά από κατάφωρα λανθασμένη απόφασή του για πέναλτι κατά της γηπεδούχου.
Η εξήγηση της βρισιάς είναι αυτονόητη νομίζω (λεξιπλασία) και σχετίζεται άμεσα με τα ψωλορουφήχτρα και ψωλομπούκανο, με τη διαφορά ότι αφενός αναφέρεται σε άντρα και αφετέρου υπονοεί ικανότητες ρουφήγματος σεξουαλικών οργάνων στον υπερθετικό βαθμό.
— Πέναλτι λέει ο μαλάκας!!!!
— Ρε αρχιδοψωλομπουκωμένε διαιτητή! Πόσα έχεις πάρει ρέ %*&(^&”$”@!
Got a better definition? Add it!
Λέγετε για κάποιον που φορτώνει στους άλλους τις δικές του υποχρεώσεις.
-Ρε, δεν με παρατάς που κι αυτό σε μένα θα το φορτώσεις! Εσύ κάνεις τον πούστη με ξένο κώλο!
βλ. και με κώλο αλλουνού κι εγώ γίνομαι πούστης, κάνεις τον πούστη με ξένους κώλους, με ξένο κώλο πούστης (δεν γίνεσαι)
Got a better definition? Add it!
Είναι συνθετικό του «λινάτσα» και πούστης. Επειδή όμως είναι πολύ δύσκολο στην προφορά, έγινε «λιτσανόπουστα». (σύνηθες στην ελληνική (όπως πχ το «πάστα φρόλα» έγινε «πάστα φλόρα»).
Σημαίνει άτομο ιδιαζόντως ανάξιο.
Έλα μωρή παλιολινάτσα, λιτσανόπουστα, άμα έχεις έντερα έλα, έλα να δούμε ποιος είναι ο άντρας!
Got a better definition? Add it!
Άνευ εξαιρετικής σημασίας εις την σήμερον, αφού προσδιορίζει τον πρηξαρχίδη, σπασαρχίδα, ενοχλητικό, περιττό τύπο.
Διαθέτει, όμως, εξαιρετική ιστορική σημασία, αφού προσδιορίζει τους πρώτους χριστιανούς ζηλωτές, οι οποίοι έσπαγαν ολόκληρα -ή μόνο τα τμήματα- των γεννητικών οργάνων από τα αγάλματα των πολυθεϊστών, ορίτζιναλ παγάνων...
Έτσι, το λειτούργημα του πουτσοσπάστη στους πρώτους μετα-ρωμαικούς αιώνες, ήταν και πολύ χάι να 'ούμε και παρείχε με σιγουριά το επίτευγμα μιας θέσης στον Παράδεισο...
Αν αναλογιστεί κανείς ότι πολλοί από δαύτους ήσαν και ευνούχοι (ναιναι... δεν ήτο μόνον προνόμιον των ανατολίτων), προκειμένου να δηλώσουν την ολοκληρωτική άρνησή τους προς τα επίγεια αγαθά, τότε, εκτός από πουτσοσπάστες καλούνταν και «πουστοκόφτες»...
Άπασαι αι εκφράσεις «μην μου σπας τον πούτσο άλλο», «...κόβω τον πούτσο μου ότι....» κλπ. έλκουν την προέλευσή τους από τις συνήθειες των ενδόξων προγόνων μας της υστερορωμαικής αρχαιότητος...
- Αδελφέ, πρέπει να έλθεις ένα βράδυ στον εσπερινό... Θα νοιώσεις την απόλυτη κατάνυξη... Αυτός ο πατήρ Νάκος είναι πράγματι φωτισμένος άνθρωπος... Ε, φτάνει πια... Όλο στο φουστάνι έχεις το νου σου... Εγώ προσπαθώ ένα χρόνο να σε σώσω από την αμαρτία και συ μου το γαμάς... - Κύριλλε, ένα χρόνο προσπαθείς να μου σπας τον πούτσο...»
Got a better definition? Add it!
Όπως λέει και η ίδια η λέξη, νευρόσπασμα χαρακτηρίζουμε το άτομο εκείνο που μας «σπάει» τα νεύρα, που μας εκνευρίζει με το χαρακτήρα ή και τη συμπεριφορά του.
Μπορεί να είναι όμως και άτομο το οποίο να φέρεται σαν να έχουν σπάσει του ίδιου τα νεύρα. Να είναι δηλαδή υπερκινητικό, να έχει λογοδιάρροια, να είναι απότομο στις κινήσεις ή στην ομιλία του κ.τ.λ.
Ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί εκτός από ανθρώπους να δοθεί και σε ζώα ή και σε αντικείμενα.
Η Βάσω είναι μεγάλο νευρόσπασμα ώρες-ώρες. Εκεί που κάθομαι και διαβάζω αραχτός, έρχεται ξαφνικά και μου τραβάει τις τρίχες από τη μύτη μου. Τι να σου πω ρε παιδί μου... μια μέρα να ξεχάσω να τις κόψω, πάει! Μου πρήζει τ' αρχίδια στο πείραγμα και τις παρατηρήσεις!
Αυτός ο γάτος που πήρα είναι τελικά μεγάλο νευρόσπασμα! Λίγο ρε παιδί μου να τον πάρω αγκαλιά δε μπορώ γιατί λυσσάει ο πούστης και αρχίζει να κοπανιέται από δω κι από κει και να γρατζουνάει με τις παλιονυχάρες του ότι και όποιον βρει μπροστά του. Άσε σου λέω το σκυλομετάνιωσα! Καλύτερα να είχα πάρει λούτρινο... έτσι μού 'ρχεται να τραβάω τα βυζιά μου από την τσαντίλα πού 'χω!
Got a better definition? Add it!
Συγκαλυμμένος τρόπος να προφέρεις τη λέξη «πουτάνα», σε όλες τις πιθανές σημασίες της και σε όλες τις πιθανές περιστάσεις.
Αναφέρεται στο «Δεν σε γουστάρω» σε στίχους και μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
(σε γκισέ εφορίας)
- Να μου προσκομίσετε και το στεφανοχάρτι της συμπεθέρας του μπατζανάκη σας, παρακαλώ.
- Που τ' ανακάλυψες ότι χρειάζεται;
Got a better definition? Add it!
(Κυπριακή διάλεκτος)
Ο γύφτος / ο άπλυτος / ο βρωμιάρης / αυτός που φοράει λερωμένα ρούχα.
(προφέρεται kilinjiros)
Επίσης λέγεται και κιλιντζιρούι
Πού να έρθω με αυτά τα ρούχα που είμαι σαν το κιλιντζιρούι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified