Further tags

Παλιά έκφραση αρχών δεκαετίας του 1990, σύγχρονη του «γάματα με μεγάλα (ή κεφαλαία) γράμματα». Σημαίνει: μη μας ζαλίζεις, παράτα μας, δε με νοιάζει, και τα τοιαύτα.

Το ασυνάρτητο της έκφρασης υποδηλώνει και πόσο αδιάφορο για αυτόν που το ακούει, είναι αυτό που λέγεται. Πλέον δε χρησιμοποιείται από κανέναν.

- Δε μπορώ να θυμηθώ κάτι, αν και την είχα χρησιμοποιήσει παλιά. Sorry...
- Δε γαμείς ψηλά καπέλα με παπούτσια ελβιέλα;;;

Βλ. επίσης δεν γαμείς ψηλά καπέλα και ελβιέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ γριά.

Παλιά παιδική έκφραση συνοδευόμενη ενίοτε από το «γριά».

Ουστ από δω μωρή γριά γκρανκάσα που θα μου πεις να μην παίζω μπάλα το μεσημέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γρόθος είναι πραγματικά σύνθετος χαρακτηρισμός.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι μαλάκας (κοινώς τον παίζει). Αλλά χρησιμοποιείται και διαφορετικά και δεν ορίζει απλά το μαλάκα με την έννοια της μαλακίας - αυνανισμού, αλλά και αυτόν που με τις πράξεις του δε βγάζει νόημα, αυτόν που είναι βλάκας με την πραγματική έννοια της λέξης βλάκας.

Φυσικά προέρχεται από την παλάμη που παλινδρομεί, και κλειστή όπως είναι έχει το σχήμα γροθιάς.

  1. «Μα τι γρόθος αυτός ο MAD» πάει να πει ότι ο συγκεκριμένος τύπος είναι από τους ΒΛΑΚΕΣ, τους ΑΝΑΞΙΟΥΣ σχολιασμού, τους ΤΙΠΟΤΕΝΙΟΥΣ...

  2. «Εσύ Άρη παίζεις γρόθο...» (κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι πάνω κάτω απαξιωτικά) όταν πχ ο Άρης κάνει κάτι το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία δεν θα έκανε και θεωρείται γενικά λάθος.

  3. «Ρε κεφαλονίτη, άντε να παίξεις κάνα γρόθο να σου περάσουν οι καύλες...». Κατά τα γνωστά... Τράβα μια μαλακία να ισιώσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο του «Ε, τον μαλάκα!»

Χρησιμοποιείται όταν σε πονάει η κοιλιά σου από τα γέλια και δεν μπορείς να πεις πολλά-πολλά, ως επιβράβευση για κάτι που ειπώθηκε η παρέα θεώρησε αστείο, αλλά και ως επιφώνημα έκπληξης.

- Πω ρε φίλε! Αυτός διπλοπάρκαρε!
- Ε.Τ.Μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο εκείνο που λόγω σωματοδομής, χαρακτηριστικών προσώπου, ντυσίματος και εν γένει απολίτιστης συμπεριφοράς, θυμίζει πρωτόγονο.

- Κοίτα ρε μαλάκα ένα αυστραλοπίθηκα που πάει να την πέσει στην Τζενούλα...ωρέ έχει να πέσει πολλή χυλόπιτα!

(από Vrastaman, 05/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμα: λέει μαλακίες, τον γράφω στα αρχίδια μου.

- Άμα έρθω εκεί θα σου πω εγώ ποιος είναι μαλάκας...
- Ρε δε πά' να γαμηθείς να ασπρίσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

('Εχω γίνει σαν) σκουμπρί: υποδηλώνει άσχημη εξωτερική εμφάνιση, κυρίως λόγω γήρατος ή ασθένειας. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά όταν απευθύνεται σε τρίτο πρόσωπο.

  1. Άσ' τα είμαι άρρωστος από προχτές, έχω γίνει σα σκουμπρί.

  2. Πώς είσαι έτσι μωρή; Σα σκουμπρί έχεις γίνει...

Αυτό δεν είναι άσχημο. (από poniroskylo, 31/07/10)Αυτό όμως; (από poniroskylo, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί απαξίωση, σε όποιον αναφέρεται, αφού του αποδίδει μόνο την δυνατότητα μαλακισμού, άντε και τινάγματος ψωλών και τίποτε παραπάνω. Παρόμοια έκφραση είναι «μαλακοπαίχτης ακρωτηριασμένων» (κουλών) και ο (η) «κλάστης /-τρια αρχιδιών».

Συγγενικά γλωσουργήματα είναι το «μωρή λουλού» και τσουτσουνοπαίχτης /-τισσα.

- Άμα κατέβω κάτω, θα σου πω εγώ ρε φλώρε!
- Κατέβα μωρή ψωλοτινάχτρα, να μας τα κλάσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλοντανιάστρα ή πουτσοντανιάστρα αποκαλούμε τη γυναίκα ή τρανς, που συνηθίζει να παίρνει όχι μόνο ένα και δύο ανδρικά εργαλεία συγχρόνως, αλλά και ... βάλε, δίκην ντανιάσματος, οπότε άκρως ξεχαρβαλωμένη. Συγγενεύει γλωσσικά με την ψωλοαποθήκη και την πουτσοπνίχτρα.

- Ρε φίλε, άστα, χαλβαδιάζω τη γυναίκα του Ριρή του πούστη ... κι έχω μείνει! Τί χαμηλοβλεπούσα η κουφάλα... Ευχαρίστως της πετούσα ένα κομμάτι μόριο!
- Χαμηλοβλεπούσα η γυναίκα του Ριρή; Ρε αυτή είναι ψωλοντανιάστρα κι εσύ μιλάς για ένα τεμάχιο; Ούτε που θα το καταλάβει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί τη γυναίκα ή τρανς, που έχει πνίξει κοπάδια από ανδρικά μόρια. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά. Συνώνυμα: ψωλοπνίχτρα, πεοπνίχτρα, ή κουνελοπνίχτρα. Έχει συγγενική γλωσσική σχέση με την ψωλοαποθήκη.

- Πω-πω ρε κολλητέ, τί σεμνό γκομενάκι είναι αυτό;
- Τη Βιόλα λες ρε, την πουτσοπνίχτρα; Αυτή ξεπετάει 5 στη ξαπλωσιά της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified