Selected tags

Further tags

σινάχης, συνάχης

Παλιά ρεμπετιά για φυλή τζόρικων κακοπρέζονων του κατώτατου λουμπεναριού.

- Τους συναχηδες [Κοκαινοποτες, περιθωριοποιημενοι ακομη και απ τους ιδιους τους ρεμπετες, που συνηθως κατεληγαν στην πρεζα.] (εδώ)

Συνάχης εν δράσει

Σώζεται κυρίως μέσω του ομώνυμου τραγουδιού του Μάρκου Βαμβακάρη:

♪♫ Με ποιον τα’χεις συνάχη μου
αμάν αμάν να πας να καθαρίσεις
την ηθική σου θίξανε, συνάχη μου,
και πας να εγκληματίσεις
♪♫
«Ο συνάχης»)

Ο Συνάχης, 1934

Οι γνώμες διίστανται για την ορθογραφία και την ετυμολογία. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ετυμολογείται απ το συνάχι, δεδομένου ότι τα μαστούρια και δη οι κοκάκηδες παρουσιάζουν χρόνια συμπτώματα οιονεί κρυολογήματος. Άλλοι προκρίνουν την μορφή σινάχης, ισχυριζόμενοι ότι δεν έχει σχέση με το συνάχι - χωρίς ωστόσο να αντιπροτείνουν κάποια αληθοφανή εναλλακτική ετυμολογία.

- με βάση τον Ηλία Πετρόπουλο, στο τραγούδι αυτό δεν ισχύει το γράμμα υψιλον, διότι «δεν πρόκειται για την γνωστή ενοχλητική αρρώστεια. Σινάχης ειναι ο απειλητικός μουτρωμένος. Ο ξακουστός κουτσαβάκης και νταής αμαξάς Σινάχης, που τον φοβόταν όλη η Παλιά Αθήνα, δεν είχε άδικα αυτό το παρατσούκλι. (εκεί)

- Όταν «O Σινάχης» ξεχυθεί απ' τα ηχεία, τότε ρεμπέτικο και blues ενώνονται εις σάρκα μιαν. Οι χορδές της ακουστικής κιθάρας πάλλονται ενόσω τα τάστα του μπουζουκιού δέχονται ευχάριστα πίεση. (εδώ)

Βλ. και συναχωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αραχτός, ο ήρεμος, ο τύπος "ζεν" (ενίοτε λόγω ντάγκλας). Ρεμπετιά που μας ήφερε ο πατέρας μας ο Μπάτης από την Σμύρνjη το '22.

Αντώνυμο του τσαμπουκαλή.

♪♫ Μ’ αρέσουν οι ντερβίσηδες
Γιατί ‘ναι μερακλήδες
Είναι πολύ γιαβάσηδες
και λίγο μπελαλήδες
♪♫

"Η Ντερβίσαινα", Κώστας Ρούκουνας

- Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός (εκεί)

Γιαβάσης εκ Γαλατίας μυεί σε τεχνικές υπερβατικού ταρτινάζ

Εκ του τουρκ. yavaş, σιγά (βλ. και γιαβάς-γιαβάς).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πασπάλι (το), πασπάλια (τα), πασπάλα (η)

Κατόπιν προτροπής Khan συνδύασα-συμπλήρωσα ορισμούς από πασπάλα, τρίμα συμπεριλαμβάνοντας και στοιχεία από τα σχόλια.


Κυριολ.: Πολύ λεπτή σκόνη , πούδρα, άχνη, πολύ ψιλό αλεύρι, που επικάθεται. Βλέπε και «πασπαλίζω». Από το αρχαίο πασπάλη (Βλέπε και το σχεδόν συνώνυμο παιπάλη).

Παράγωγα: πάσπαρος (= χώμα, σκόνη) και πασπαρίτης (ο καμπίσιος στην Κρήτη), Πάσπαργο(ς) = ένα νησάκι ανάμεσα Χίο και Τουρκία που φαίνεται θολό σαν σκονισμένο (Ιστορία της Χίου Γ. Ζολώτα 1905) κι άλλα που δεν τα ξέρω. (έχει και λεξικά).

Σλανγκικώς:

Α. Το τρίμμα, η σκόνη από τη φούντα που μένει σαν κατακάθι στη συσκευασία. Χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τον ατόφιο παπά, περιέχει τρίμματα από φύλλα και κλαδάκια, σποράκια, σκουπιδάκια κλπ.(1) το κανναβικό αντίστοιχο του σώσματος στο κρασί (θολό, με γύψο κλπ) παράγοντες πονοκέφαλου και τα δύο.

Β. Παλιοκαιρίστικια κουβέντα για το γαμήσι (ίσως από την παλινδρόμηση όπως στο πασπάλισμα ή από την επικονίαση??)

(1) Επειδή στον ορισμό πασπάλα αναφέρεται ως η καλύτερη ποιότητα χόρτου ενώ παντού αλλού σημαίνει τη μούφα φούντα πρέπει να αναφερθεί ότι στην παραδοσιακή παρασκευή χασίς από τη φούντα, στο στάδιο που κρεμούσαν τα δενδρύλλια ανάποδα για να ξεραθούν (ή για να «κατέβουν τα λάδια») σε συνθήκες ελεγχόμενης υγρασίας, το πασπάλι που μαζεύονταν από κάτω, που ήταν τα τρίμματα των ανθών και φυλλιδίων του παπά, έδινε την άριστη ποιότητα χασίς (κολλούσε από μόνο του στα χέρια και τρίβοντάς τα μεταξύ τους, έπαιρνες καϊνάρι σε μακαρόνι).

Ορισμοί από Eazy και Titsunited, σχόλια από Zentai,Patsis, ΜΧΣ, Deinosavros, Betatzis, Hodjas, Khan Παραθέτω τα παραδείγματα των άνω ορισμών:

1-ΕΥΓΕΝΙΟΣ: -Σου δίνω gameboy colour. Πόσο παίρνω;

ΓΥΦΤΟΣ: -Σου γεμίζω τη σακούλα και έφυγες.

Μετά από πέντε λεπτά ο γύφτος σηκώνει την σακούλα και αναφωνεί: -ΠΑΣΠΑΛΑ ΠΑΣΠΑΛΑ ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ!

Το θύμα αποχωρεί χαρούμενο απο το τσαντήρι με τη σακούλα γεμάτη τρίμματα.

2-Ρε μαλάκα, παπάδι θέλω οχι τρίμα. Έλεος με τον άμπαλο που μπλέξαμε να ψωνίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναρκοσλάνγκ για το σπασμένο, ή τριμμένο χόρτο. Οι απανταχού τζουράκηδες το παίρνουν μόνο σε περίπτωση μεγάλης χαρμάνας, ή δε το παίρνουν καθόλου, καθώς θεωρείται μη τίμιο σε σχέση με τη στερεά μορφή (παπάς) καθώς είναι πιο αδύναμη η μαστούρα που δίνει.

Ρε μαλάκα παπάδι θέλω, όχι τρίμμα. Έλεος με τον άμπαλο που μπλέξαμε να ψωνίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναρκοσλάνγκ για το Hash-Χασίς (Σοκολάτα)!

Έχει τσοκάνι απο το Μαρόκο ο φίλος!Ωραία θα το στρίψουμε μακαρόνι η σε μπιλάκια?

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι ένοχος άλλα δεν κινεί καμία υποψία! Το ξεκάρφωμα σε ναρκοσλάνγκ!

Ο Βασίλης πίνει το τσοκάνι μπροστά σε όλους. Πολύ ξεχού και φυσιολογικός!

Βλέπε και αντιχού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος στα πολύ ξεχού!

Παίζει κάνας φιόρος ρε ψηλέ?

Βγάλε το φιόρο δεν παίζει κίνηση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναρκόσλανγκο το οποίο δηλώνει το κάπνισμα ηρωίνης με αλουμινόχαρτο.

Θα τσουλήσουμε τίποτα ρε μάστορα?

Άντε φέρε το αλουμινόχαρτο να κάνουμε τσουλήθρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

η φράση μπαίνει τσόντα ανάμεσα σε άλλες λέξεις συνοδευόμενη από σχετικό βλέμμα για να το καταλάβουν μόνο οι σχετικοί.

  1. Στη Θύρα 4... -Πατατάκια τσιπς κοκακόλες -υπάρχει παιδιά υπάρχει- το τραγανό, σποράκι παιδιά;
  2. Στο ταξίδι... -Θέλετε να πάμε όλοι μαζί στη θάλασσα -υπάρχει παιδιά υπάρχει- που έχει και ωραίο καιρό;
  3. Στη δουλειά... -Μετά, να πεταχτούμε απ΄ του Γερογιοβάισα -υπάρχει παιδιά υπάρχει- για ουζάκι που θα έρθει και η Στελλίτσα; ε Γιάννη; τι λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

νταούνιασμα, νταουνιάσματα

Ναρκοslang για την απότομη, υπερβολική και αναίτια κόπωση και έλλειψη όρεξης μετά την επήρεια της χρήσης κυρίως χημικών ναρκωτικών ουσιών. Προέρχεται από την αγγλική λέξη down και είναι ευρέως γνωστή σε parties ηλεκτρονικής μουσικής που κρατάνε για μέρες. Σε πληθυντικό αριθμό χρησιμοποιείται κυρίως για την επόμενη ημέρα.

Τι νταούνιασμα είναι αυτό ρε αγορίνα? Λες και έφαγα σφαλιάρα νιώθω.

Δεν ξέρω τι ήπια χθες και σήμερα είμαι στα νταουνιάσματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified