Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.

2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.

[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].

- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)

- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)

- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, από το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη. Λογοπαίγνιο με το Τριανταφυλλίδης.

Το ΛΚΝ κυκλοφόρησε το 1998, λίγους μήνες μετά το ΛΝΕΓ του Μπαμπινιώτη, ενώ δέκα χρόνια πριν (1987) είχε κυκλοφορήσει ένα τεύχος-δείγμα για τα γράμματα Ζ, Η, Θ και Ι. Ανάμεσα στις βασικές του καινοτομίες ήταν η συστηματική δήλωση της προφοράς και οι πίνακες κλιτικών υποδειγμάτων, ενώ επιλογή αρχής ήταν η μη ετυμολόγηση των αρχαίων λέξεων ή των ξένων δανείων (Γ. Τράπαλης 2007). Μεγάλο ρόλο στη δημοφιλία του ΛΚΝ έπαιξε η ψηφιοποίηση και δωρεάν διαδικτυακή του διάθεση στον Ηλεκτρονικό Κόμβο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.

Ο Τριαντάφυλλος και ο Μπάμπης αποτελούν τα βασικότερα βιβλία αναφοράς στις λεξικογραφικές συζητήσεις του σλανγκ τζι αρ.

  1. Πρόκειται πράγματι για καραμπινάτη περίπτωση, όπου το γεγονός οτι Μπάμπης και Τριαντάφυλλος έχουν γνώση, ουδόλως πρέπει ως σλανγκ.γκρ να μας απασχολήσει. Η έκφραση είναι αρκούντως «βρόμικη» / ζόρικη / μαγκιόρικη κλπ και διατηρεί σχεδόν ακέραιο τον αντισυμβατικό λαϊκό χαρακτήρα της. Κάνενα λεξικό της αργκό δεν δικαιούται να την αγνοεί. (σχόλιο του τζονμπλάκ εδώ)

  2. Και το σλανγκρ πιάνω κότσο και ο Τριαντάφυλλος και ο Μπάμπης το έχουν με όμικρον. Αυτοί ξέρουν. (Από κότσο κομμώσεως μάλλον). (σχόλιο του Χαν εδώ)

(από dryhammer, 01/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, από την αγγλική λέξη slang και την τουρκική çapaçul (ακατάστατος, κακοντυμένος):

ο προκαλών ακαταστασίαν εις τον σλανγκότοπον.

Σε παρακαλώ, γράφε σωστά και με τάξη. Μην είσαι σλανγκπατσούλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την κωμωδία «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνους. Οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι το αντίθετο από την Λυσισλάνγκη. Αν η Λυσισλάνγκη είναι αυτή που προσπαθεί πάση θυσία να σταματήσει το σλανγκάρεστο έργο του άντρα της, οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι οι γυναίκες, που όπως οι Θεσμοφοριάζουσες, έχουν μετατρέψει την σλανγκ σε καθαρά γυναικεία γιορτή / υπόθεση / δουλειά και δεν επιτρέπουν στους άντρες τους να εισέλθουν. Δηλαδή είναι οι Λήμμαν Sisters, αλλά στο πολύ πιο ακραίο!

Να θυμίσω ότι η αριστοφανική κωμωδία αναφέρεται στην γιορτή «Θεσμοφόρια» προς τιμή της Δήμητρας, που είναι μια καθαρά γυναικεία γιορτή, όπου δεν επιτρέπεται να παρίστανται άνδρες, και τα ευτράπελα αρχίζουν από την στιγμή που δύο άντρες αποφασίζουν να παραβούν την εντολή της θεάς. Παρομοίως, οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι σλανγκίστριες μυημένες στα άδυτα της γυναικείας σλανγκ, όπου οι άντρες σλανγκιστές δεν μπορούν να εισέλθουν. Με λίγα λόγια η Λυσισλάνγκη είναι το παράδειγμα γυναίκας προς αποφυγή, ενώ η Σλανγκοφοριάζουσα είναι το πρότυπο της γυναίκας προς μίμηση. Οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι το μέλλον της σλανγκ.

Παραδείγματα Σλανγκοφοριαζουσών και Σλανγκοφορίων:

Η αναγωγή της Μουνολογίας σε επιστήμη από την Regina Vagina. Βλ. μουνίλα, η, καμένο ντουί, το, περιοδόβρακο.

Η συγγραφή του Slangopolitan από την Yaloma Dentata σε λήμματα, όπως μωρό και το φιλικό στον χρήστη άνδρα μαγειρεύω ένα καλό γεύμα.

Τα inside informations της Πειρατίνας με έμβλημα το χταπόδι για τις ανάφτρες (pun unintended).

Οι γρίφοι της Στρουμφίτας για τα δώδεκα αρχίδια που έχουν οι γυναίκες...

Η όποια ομοιότητα με χρήστη/ χρήστρια του slang.gr είναι εντελώς συμπτωματική και δεν βαρύνει τον συγγραφέα. (από Hank, 28/02/09)Θεσμοφοριάζουσες. (από Hank, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάβουρας που γαμάει σαύρες. Εκ του σαύρα+γαμώ+καβρός («κάβουρας» στην κρητική ντοπιολαλιά). [Προτίμησα το«καβρός» για λόγους ευφωνίας]

Μετά την αποκαθήλωση του καβουρογαμόσαυρου (βλ. σχόλιό μου στο σχετικό λήμμα), «ήγγικεν η ώρα της αποκαταστάσεως της βαναύσως τρωθείσης τιμής του συμπαθούς καρκινοειδούς, δόξει και τιμή (πλην άνευ ταλαιπωρίας της ημετέρας γλώσσης)».

-Εκεί που περπατούσα στην ανερούσα* τι είδαν τα μάτια μου: Ένας κάβουρας, φτου θεέ μου σχώρα με, γαμούσε μια σαύρα! -Βρε τι μου λες; Θα 'ταν ο σαυρογαμόκαβρος, με τ' όνομα, που μού 'λεγε ο μακαρίτης ο παπούλης μου!

*ανερούσα: η ακρογιαλιά, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», όταν χρήμα που έχει προέλθει από παράνομες και «βρώμικες» δραστηριότητες, όπως πορνεία, trafficking, ναρκωτικά, παράνομο εμπόριο όπλων κ.ά., ξαναμπαίνει στη νόμιμη ροή των συναλλαγών με κόλπα, όπως και καλούα φιλανθρωπικές οργανώσεις, δωρεές, διάφορα προγράμματα κ.ά.

Μιλάμε για «ξέπλυμα βρώμικου λήμματος», όταν:
Ένα βρώμικο λήμμα, που αποτελεί αισχρό αποκύημα των αρρωστημένων σλανγκικών ορέξεων ενός Σλάνγκου Δράκου, δεν τολμάει ο Σλάνγκος να το ανεβάσει με την δική του υπογραφή, επειδή είναι αστροφονιάς, που πάσχει από αστρολαγνεία και δεν θέλει να χαλάσει την βαθμολογία του. Οπότε σκέφτεται μέσα του: «Ας το ανεβάσω στο Δημόσιο Πρόχειρο, όλο και κάποιος μαλ..., εμ καβουροσλανγκόσαυρος θα βρεθεί να το αναρτήσει». Τα βρώμικα λήμματα είναι συνήθως αυτοαναφορικά που από την πολλή αυτοαναφορικότητα έχουν καταντήσει αυτοερωτικά, σαχλεπίσαχλοι παπαρολογισμοί, φράσεις με πέντε αράδες, ακραίες λεξιπλασίες και άλλες σλανγκικές αρρώστιες, που προκαλούν αιδώ στον Σλάνγκο να τις χρεωθεί ο ίδιος. Αλλά απ' την άλλη, θέλει να κάνει το κομμάτι του, κι έτσι χρησιμοποιεί το Δημόσιο Πρόχειρο ως σκουπιδότοπο σλανγκενεργών καταλοίπων, με τον ίδιο τρόπο που οι ΗΠΑ βομβαρδίζουν χώρες για να πετάξουν τα ληγμένα ραδιενεργά τους. Και, όπως το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» γίνεται μέσω αγαθών (pun intended) φιλανθρωπικών οργανώσεων, έτσι το ξέπλυμα βρώμικου λήμματος γίνεται με μεσάζοντες καλοπροαίρετους καβουροσλανγκόσαυρους, οι οποίοι καλή τη προθέσει πιστεύουν ότι επιτελούν σλανγκάρεστο έργο, ενώ στην πραγματικότητα απλώς διαδίδουν την ανωμαλία του κάθε αδίστακτου Σλάνγκου. Και, όπως στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, οδηγούμαστε τελικά σε μια εξάρτηση της «κανονικής» οικονομίας από την παράνομη τοιαύτη, έτσι και με το «ξέπλυμα βρώμικου λήμματος», τα βρώμικα λήμματα «καθαρίζονται» και παίζουν πλέον σημαντικό ρόλο στο σλανγκικό στερέωμα.

Το χαρακτηριστικό είναι ότι λήμματα με εμφανείς αδυναμίες, που υπό άλλες προϋποθέσεις θα είχαν κουλουριαστεί, αν προέρχονται από το Δημόσιο Πρόχειρο αστράφτουν, καθώς ο σλανγκασίσταντ νιώθει την ηθική υποχρέωση να δεκαστερίσει το δικό του παιδί, ακόμη κι αν πρόκειται για Φρανκενστάιν. Κάτι κι η επιδοκιμασία για το κουράγιο του καβουροσλανγκόσαυρου, που έκανε την βρώμικη δουλειά, τελικά τα βρώμικα λήμματα φιγουράρουν και πρώτη μούρη στο Καβούρι από πάνω.

-Καλά είναι δυνατόν ο Σλανγκίδης να βρίσκεται στην κορυφή της βαθμολογίας με τέτοια λήμματα;!
-Έχουμε να κάνουμε με ξέπλυμα βρώμικου λήμματος! Κλασική περίπτωση! Απ' το Δημόσιο Πρόχειρο όλα τα λήμματά του κι αυτοί που τον άστραψαν είναι οι πραγματικοί πατεράδες των μπάσταρδων λημμάτων.

Πρασινο καβουροσάπουνο για ξέπλυμα βρώμικων λημμάτων (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικώς, είναι τα λήμματα νέας κοπής του σάιτ, που το αποδομούν το νόημα, κάνοντας ευρεία χρήση μετα(σο)δομιστικών κατηγοριών για να προσεγγίσουν το γεγονός του slanguage. Το αποτέλεσμα είναι συχνά κάτι ανάμεσα σε αποδόμηση του Jacques Derrida και σε ανατολίτικους ρυθμούς ντιριντάχτα ή ντιριντάχ τσουτσού. Άλλωστε, όπως κατεδείχθη από τον θεράποντα του είδους John Black, ο μετα(σο)δομισμός έχει ανδρωθεί (pun intended) στο αραβικό Μαγκρέμπ, όθεν κατάγονται οι Ντεριντά, Αλτουσέρ, Σιξούς και όπου δίδαξε ο Φουκώ. Οπότε το «ντεριντάχντα» για την σάτιρα παρομοίων λημμάτων είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από ένα απλό λογοπαίγνιο του Βράσταμαν, υιοθετημένο από κουλτουροφοβικούς Σλάνγκους παλαιάς κοπής. Χρήζει περαιτέρω ανάλυσης η σχέση ανάμεσα στην ποστίλα και την ντιριντάχτα αισθητική και είναι συναφές το ερώτημα αν πρόκειται για τον νέο τιραμισουρεαλισμό.

Διάλογοι Σλάνγκων:

- Καλά, τι γυρεύει ο Μισέλ Φουκώ σε ένα λήμμα του σλανγκρ;
- Τίποτα, άρχισαν τα όργανα!
να το βάλει να χορέψει και μπουζούκι να τού παίξει
Ντεριντάχτα, ντερι-ντεριντάχτα...

- Μα καλά πώς είναι δυνατόν 7 Σλάνγκοι να μου βάζουν 10άστερα και μετά να πέφτει η βαθμολογία στα 4;
- Μάλλον πέρασε κάποιος Σλάνγκος παλαιών αρχών, που δεν του αρέσει η ντεριντάχτα αισθητική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΛΝΕΓ) του Γιώργου Μπαμπινιώτη, από το Κέντρο Λεξικολογίας. Μετωνυμία από το Μπάμπης.

Το ΛΝΕΓ έχει κυκλοφορήσει μέχρι τώρα σε τρεις εκδόσεις (1998, 2002 και 2008), και είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, η οποία ενμέρει οφείλεται στις ποικίλες χρηστικές καινοτομίες του, όπως το ενιαίο λημματολόγιο (αρκτικόλεξα, κύρια ονόματα και λοιπά, ενσωματωμένα στο κύριο λημματολόγιο), συνοδευτικά σχόλια για τη χρήση των λέξεων, γλωσσικοί πίνακες, συστηματική ετυμολόγηση και άλλα (Γ. Τράπαλης 2007).

Ανάμεσα στις επιλογές του ήταν η ακραία ιστορική ορθογράφηση, που οδήγησε σε τύπους όπως αγώρι, τσηρώτο και άλλα, η οποία έγινε αντικείμενο οξείας κριτικής και πολεμικής (ένα παράδειγμα, αυτό το κείμενο του Σαραντάκου).

Ο Μπάμπης, με όλες του τις ιδιαιτερότητες, παραμένει ένα από τα κυριότερα βιβλία αναφοράς στις συζητήσεις του σλανγκ τζι αρ, μαζί με τον Τριαντάφυλλο.

  1. κάποιες από τις αργκοτικές λέξεις μπαίνουν στα μεγάλα λεξικά (οι πολύ αποδεκτές, πχ. σκατά, μαλάκας και τέτοια αντίστοιχα σε κάθε γλώσσα. ο Μπάμπης έχει ακόμα και το μουρόχαβλος, για παράδειγμα) (σχόλιο της ιρονίκ εδώ)

  2. Επάνω χρησιμοποιούμε με παρόμοιο τρόπο τη λέξη σεργιάνι ή και συργιάνι. Τα λεξικά (ΛΚΝ & Μπάμπης) ορίζουν το σεργιάνι ως ο περίπατος, η βόλτα - τελεία. Και δεν διευκρινίζουν ότι σεργιάνι είναι η βόλτα σε μέρος που έχει κόσμο - σεργιάνι στην ερημιά δεν νοείται. (σχόλιο του πονηρόσκυλου εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα μόντ, ιδίως αν είναι όμορφη.

- Μπα, νέο μοντέλο στο slang.edu;

Και κυρίως, τα μοντέλα μεταξύ τους, αγαπιούνται με έναν αγνό και βαθύ αίσθημα χωρίς ιδιοτέλεια :-P (από Galadriel, 09/04/09)

Σχετικά: mod diplomatique, μόδιστρος, ο, Μ.Ο.Δ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified