Παραλλαγές του επιφώνηματος αυτού αποδίδονται σε εκκλησιαζόμενη κυρα-περμαθούλα γιαγιούμπα που αναφωνεί με κατάνυξη:

«...προσκυνώ την πορδούλα σου Χριστούλη μου...»

στο άκουσμα της ψαλμωδίας

«... λαβών ο Ιησούς άρτον και ευλογήσας έκλασε και δους τοις μαθηταίς...» (Ματθαίος 26/κς΄ 26-29).

Το απόφθεγμα αυτό έχει τουλάστιχον δυο σλανγκικές εφαρμογές:

  1. Διακωμωδεί ημιμαθή και θρησκόληπτα άτομα, των οποίων το πνεύματα κάθε άλλο παρά μακάρια είναι, αλλά και στηλιτεύει την τυφλή προσήλωση και δουλοπρέπεια ορισμένων σε θεσμούς και δόγματα.

  2. Αποτίνει ειλικρινή και ουχί σπεκουλαδόρικα εύσημα και θαυμασμό σε όσους συνεισφέρουν παπάδες, τόσο στον μικρόκοσμο του slang.gr (λημματοδότες και μυδοπλάστες), όσο και στην πραγματική οικονομία της καθημερινότητάς μας.

«Η υποτελής στάση και συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων του κατεστημένου δεν είναι ένα καινούριο ζήτημα, ούτε φυσικά για πρώτη φορά αναφέρεται από αυτή τη στήλη της εφημερίδας. Μερικές φορές, όμως, είναι τόσο εξοργιστική η στάση ορισμένων, που μας προκαλεί να θυμίσουμε ορισμένα πράγματα, επανερχόμενοι πιθανόν σε γνωστά ζητήματα. Αφορμή είναι πάλι οι σχολιασμοί της »Αυγής« και η ευλάβεια, με την οποία αντιμετωπίζουν οποιαδήποτε κοινοτική οδηγία, όπως αυτή με την οποία παραβιάστηκε πραξικοπηματικά το Σύνταγμα της χώρας και, μάλιστα, βασικές και μη αναθεωρητέες διατάξεις του. Η μεγάλη ευλάβεια του »ΣΥΝ«, προς οτιδήποτε ευρωπαϊκό και κοινοτικό, μας φέρνει στο νου τη γριούλα, που παρακολουθώντας με ευλάβεια τη θεία λειτουργία στην εκκλησία, μόλις άκουσε τον παπά να λέει τη γνωστή ρήση του Ευαγγελίου »... και ο Κύριος έκλασε τον άρτον...«, αναφώνησε με βαθύ σεβασμό: »Μόσχος η πορδούλα σου Χριστούλη μου!...«.Ριζοσπάστης βάλλει κατά του ΣΥΝασπισμού, λινκ)

- Προσκυνώ την πορδούλα σου!!!!υποφαινόμενος αποτείνει καρασπέκια στον Χαλικού για το θρυλικό του μύδι στο λήμμα φυλλάδα ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιστιότοπος.

Πρόκειται για νεόκοπη σλάνγκεψη του site. Κατεγράφη για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2010 από τον χρήστη Hodjas εδώ και υιοθετήθηκε με θέρμη από την σλανγκική κοϊνότητα. Κανείς δεν γνωρίζει εάν προϋπήρχε της ιστορικής αυτής εκπωματώσεως.

- Πώ ρε πούστη! Τα πάντα όλα έχει το σάη! Εκφράσεις και γλώσσες απο ιταλική μέχρι μοσχαρίσα...
(η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του Hodjas)

- Οι πιο πολλοί στο σάη με λένε αλλίβε. Το alli είναι μη συνταγογραφούμενο ντεμέκ φάρμακο αδυνατίσματος.
(αλλιβέ, καθώς διαπραγματεύεται τις διακοπές του με τον ιατρικό επισκέπτη)

- άσ' τον. έχει πάρ' απ' ολά να δώσει στο σάη μ' αυτην την ιστορια
(τζίζας, απευθυνόμενος εκνευρισμένα στον αθηνέζο Hodjax)

- Ακολουθεί βαρυσήμαντος τοποθέτησις. Δυο λόγια για το πώς βλέπω το σάη πρώτα και μετά τα βαθμολογικά.
(χαλικούτσης, εκειά)

- ομολογώ ότι όταν πρωτοείδα το λήμμα σκέφτηκα ότι κάτι τ. φραπεμανία ξαναχτυπά το σάη, αλλά το καταχάρηκα όταν διάβασα τον ορισμό
(ηρωνίκ, χαϊδεύοντας την γάτα της)

- Άν όμως δεν ήταν οι δικές σου φιλοσοφίες και συζητήσεις δύσκολα θα είχα κολλήσει με το σάη. (ζανουάρ, απευθυνόμενος à son petit chou σε κάποιο μη ευκλείδειο χώρο)

Ο Σλανγκοπατέρας = Σάη Μπάμπα (από HODJAS, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά κατά την οποία τονίζεται η ιδίοτητα του μεγέθους: Εικονική διόγκωση των όρχεων στο μέγεθος πλανητικού σώματος, η οποία προβάλλεται ως αποτέλεσμα αδιάλειπτης επανάληψης κάποιας λεκτικής (κυρίως) ή άλλης συμπεριφοράς από τρίτους.

Ρε μαλάκα, ειλικρινά τώρα, θα κόψεις να λες τις ίδιες και τις ίδιες παπαριές;; Αμάν σήμερα! Μου 'χεις κάνει τ' αρχίδια πλανήτες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πολυμέσων που αναρτώνται στην ιστιοσελίδα του slang.gr: το μήδι και το μύδι.

Μήδι φυσικά είναι η σλανγκική απόδοση του Λατινικού media, που με την σειρά του είναι πληθυντικός του Λατινικού medium/medius. Επειδή όμως την ώρα που οι άλλοι ανακάλυπταν το κρέας, εμείς είχαμε ήδη χοληστερίνη, δέον να τονισθεί ότι η λέξη στην τελική ετυμολογείται εκ του Ελληνικού μέσον καθώς και του αρχαίου μήδος, που σημαίνει «σχεδιάζω» ή «πράττω».

Όποιος λοιπόν απολαμβάνει («γάνυται») να σχεδιάζει και να αναρτά («μήδεται») μήδι στην ιστιοσελίδα slang.gr αποκαλείται Γανυμήδης –όπως δηλαδή και το boy toy του Ολυμπίου Διός.

Για μύδι, βλ. εδώ.

- Μήδεια rule, γαμώ τα μήλα και τα λεκιασμένα σλιπάκια αχαχαχου
(λίγο πιο κάτω)
- *μήδια γμτ γαμώ την πανορθογραφία μου μέσα
(Galadriel, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται, μάλλον αποκλειστικά, στην κρητική διάλεκτο -παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μεσαιωνική λέξη- και σημαίνει: μαλλί / μαλλιά, τούφα. Για την ακρίβεια, χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, σκουλιά, που σημαίνει μαλλιά, συνήθως λυτά και πάντως απεριποίητα.

Η ετυμολογία της λέξης (σύμφωνα με το λεξικό της Πάπυρος Larousse): σκουλί < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι), ενώ η ίδια η λέξη συνδέεται πιθανώς και με το φυτό «Πράσιον το ξενικόν», aka «σκουλόχορτο», ευρύτερα γνωστό σαν ασπροπρασιά, καλάνθρωπο και μαρμαράκι (για την ετυμολογία και τη σύνδεση με το φυτό, βλ. και εδώ).

Στο ίδιο forum εντόπισα κάποιες επιπλέον έννοιες του όρου τις οποίες δε γνώριζα. Πρόκειται για τις κάτωθι:
1. Δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο.
2. Δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι.
3. Σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο, δεσμίδα.

Πρέπει να σημειωθεί πως το ευρέως διαδεδομένο κρητικό επώνυμο Σκουλάς (συναντάται και το «Σκουλάκης») προέρχεται από αυτή τη λέξη. Σχετική ιστορία για το επώνυμο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Κρητικιά μαμά στον πιτσιρικά της:
Μάζεψε μωρέ τα σκουλιά σου! Πώς μπορείς και διαβάζεις έτσι που πέφτουν στα μάτια σου;
(Για τις υπόλοιπες έννοιες δεν παραθέτω παράδειγμα, γιατί πραγματικά δε γνώριζα καν πως υπάρχουν και τυχόν παραδείγματα να μην αποδίδουν σωστά αυτές τις επιπλέον χρήσεις του όρου).

Marrubium vulgare, aka σκουλόχορτο (από mafie, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας αρκεστούμε σε τρεις ορισμούς:

  • Ποδοσφαιρικά, το σκορ μηδέν-μηδέν (παρ. 1,2)
  • Μπουρδελιστί, κωλαράκια που υπόκεινται σε πρωκτικό νταχτιρντί (παρ. 2)
  • Αυτοαναφορικά, αυτά που κερνάει ο μπαμπέσης μπαγαποντοδότης (παρ. 3)
  1. Δίκαια…κουλουράκια. Παρά τις προσπάθειες των δυο ομάδων, το 0-0 παρέμεινε έως το φινάλε του πρώτου μέρους και με λίγες φάσεις μπροστά στις δυο εστίες.
    (Φίλαθλος, εδώ)

  2. -κοντα στο ημιωρο προς το παρων κουλουρακια το σκορ αλλα κουλουρακια δεν γευτηκαμε χτες το βραδυ αν και αρκετοι οι πειρασμοι.
    (Μπουρδελιάρης φίλαθλος, εκεί)

  3. - βάζω διπλό μηδενικό στο λήμμα συσσλανγκιστή, το γνωστό ως «διπλοκούλουρο»
    (Σλάνγκος, παραπέρα)

βρείτε τα ρε modουλέοι! (από MXΣ, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε παντελώς καμένο αντικείμενο, υποκείμενο ή πράξη. Για να μην ταυτολογούμε όμως:

  1. - nasos3: ΕΧΟΥΜΕ 4 ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΞΗΣ 9 9 9 9 ΚΑΝΤΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΠΡΑΞΗ ΜΕΤΑΞΥΤΟΥΣ (ΑΡΙΘΜ.ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ) ΠΟΥ ΝΑ ΔΙΝΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ 100. 99+9/9=100 ΕΚΑΝΑ ΚΑΜΕΝΙΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
    - Diavolos: Τι είναι τα ΚΑΜΕΝΙΑ ;
    - nasos3: KAMENIA=KAILIA=AKYRH KATASTASH=LATHOS
    (εδώ)

  2. - johnbev: Armenis αγορι μου εισαι βλαμενο; τι ειναι αυτή η καμενια;;;;;;;;;
    - johnmax: τελειως καμενια φιλεεε..χαχαχαχ
    (Σχόλια για φιλμάκιο στο συσιφόνι, στο φόρουμ του Scooter Club Hellas)

  3. - Destroy All Astromen! peite mou oti autous tous kserete k egw tous anakalipsa twra da giati alliws tha aporisw me tin epitixia autou tou thrent. theiki serfadiki kammenia i mallon o orismos autis. akouste opwsdipote k opws proskinisete edw pera!
    (σχόλιο στο φόρουμ Πάνκηδες-Σερφάδες-Σαϊκομπίληδες και λοιποί του διαβόλου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Εργαλείο για να βιδώνεις και ξεβιδώνεις μεταλλικά αντικείμενα, του οποίου η λαβίδα θυμίζει δαγκάνα κάβουρα, εξ ου και το όνομα.

  • Καβούρι είναι και το Crab louse, η γνωστή καβουρογαμόψειρα.

  • Ο κολλητσίδας, αυτός που σε πιάνει στις δαγκάνες του και δεν σε αφήνει να φύγεις. Όχι μόνο η γκόμενα καβουρογαμόψειρα, αλλά και ο φίλος /-η.

  • Ασφαλώς και ο καβουροσλανγκόσαυρος.

Ανακεφαλαιώνοντας, το εξαιρετικά σλανγκενεργό αυτό οστρακόδερμο μας δίνει τουλάστιχον 8 σημασίες, εκ των οποίων οι 5 βασικές (ο μποντιμπιλντεράς, ο κάγκουρας, ο τσιγκούνης, το εργαλείο και ο κολλητσίδας) συν μία αγγλιά, μία αυτοαναφορική και μία πραγματολογική σημασία.

Ακόμη μας δίνει τις εκφράσεις:

Ο λαός μας έχει ακόμη τις εκφράσεις:

  • να καβούρους, δώσε μου αλεύρι, για άδικες ανταλλαγές,
  • τι είναι ο κάβουρας, τι το ζουμί του, για κάτι που δεν επαρκεί, διότι είναι λίγο σε ποσότητα,
  • πάω σαν τον κάβουρα βαδίζω πλάγια, κινούμαι αργά και νωθρά.

    Δες τη Βικούλα.

Πάσα: ΑυτοχτοΝούλης.

  1. - Μπα, δεν γίνεται με το κλειδί, για φέρ' τον κάβουρα ρε μάστορα.

  2. - Πρόσεχε Χάνκυ μη κολλήσεις καβουρογαμόψειρες, γιατί πλησιάζει και η 27η Φεβρουαρίου (Παγκόσμια Ημέρα Frappernité)!
    (Ο σλανγκομπαμπάς Vrastaman δίνει την πατρική του συμβουλή εδώ).

  3. Εἶπεν οὖν ὁ διδάσκαλος:
    - Οὐκ ἔστιν καλὸν λαβεῖν τὸ λῆμμα τῶν Σλάνγκων καὶ βαλεῖν τοῖς καβουρίοις.
    - Ναὶ, κύριε, πλὴν καὶ οἱ καβουροσλανγκόσαυροι ἐσθίουσι ἀπὸ τῆς λημματολάσπης τῆς πιπτούσης ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν Σλάνγκων καὶ εὐφραίνονται.
    - Ὦ τέκνον κάβουρα, μεγάλη σου ἡ δαγκάνα!
    (Από την παραβολή του κάβουρα).

(από Khan, 20/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται γιὰ λεξιπλασία, τὴν ὁποίαν προτείνω ὡς χαρακτηρισμὸ γιὰ ἀξιόλογα λήμματα, βαθμολογημένα μὲ πολλὰ ἀστέρια, τὰ ὁποῖα ὅμως «ἐκλάσθησαν» σὲ ἐπίπεδο σχολίων, διότι οἱ σχολιασταὶ προτίμησαν νὰ τὸ γυρίσουν σὲ λογοπαιξίες, ἀναγραμματισμούς, σὲ μοτοσυκλετιστικά, μπασκετικά, ποδοσφαιρικὰ κλπ, ἄσχετα μὲ τὸ λήμμα, θέματα.

Τὸ «κλάνεται μετὰ πολλῶν ἀστέρων» εἶναι ἕνα εἶδος ἀντιφατικοῦ χειρισμοῦ, κάτι σὰν τὸ «ἀπορρίπτεται μετὰ πολλὠν ἐπαίνων», ἢ «πολὺ ὡραῖο τὸ Μεταξᾶ 5**, ἀλλὰ θὰ πιῶ *Κουρτάκη μὲ Κόκα Κόλα».

Ἐτυμολόγησις: κλαστερᾶτο < κλασ-μένο + ἀστερᾶτο.

Βλ. λῆμμα γαμίδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ ἡ ἔμπνευσις.

Ἐπίσης, τὰ ἡμέτερα τουτού, σαραμπαμπίτς καὶ πολλὰ ἄλλα, πολὺ ἀξιολογότερα.

Ἀστερᾶτο (από aias.ath, 16/12/09)Κλασ- (από aias.ath, 16/12/09)(από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified