Further tags

Χωρίς αντίτιμο.

- Αγόρασα σήμερα ένα τασάκι για το ποδήλατό μου, 15 ευρώ.
- Έλα ρε! Τζάμπα πράμα...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

-Τελικά, τζάμπα ξύλο του έριξα... -Ναι, τζάμπα μάγκας έγινες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.

Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.

Με το καινούργιο Τζέημς Μποντ έκλα-Sam Mendes! (από Khan, 19/11/12)

Βλ. και κλάνω πετούγιες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.

- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομάζω.

- Καλά, και θα τράκαρες;
- Άσε ρε, είδα τον χριστό φαντάρο σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμ-μπαμ, αμέσως, πολύ γρήγορα.

- Πάμε που σου λέω. Θα είμαστε εκεί τσακ-μπαμ!

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος, σφαιράδην

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέρα.

Να με δεις μετά το χωράφι μιλάμε, να δεις τι θα πει μπίχλα...

Βλ. και σκόρτσα, μάκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με νευριάζεις. Ο όρος είναι των μέσων '80 και ακούγεται σε πολλές ελεεινές βιντεοταινίες της εποχής - ενδεχομένως (και με βάση την τότε κουλτούρα), να είναι αποκύημα μοτοσυκλετιστικής ορολογίας («λαμπάκια» = λαμπάκια λαδιού, θερμοκρασίας κτλ., οπότε ανάβω τα λαμπάκια = χτυπάω κόκκινο, έχω πρόβλημα με κάτι).

- Πάνε παιδί μου στην εκκλησία μέρα που είναι...
- Μη μ'ανάβεις ρε μάνα τα λαμπάκια πρωί-πρωί!...

Δες και ανάβουν τα λαμπούθκια μου στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζομαι, βγαίνω εκτός εαυτού. Παραλλαγές: τα παίρνω στο κράνος, ή απλά και μόνο... κρανίο!

- Και σηκώθηκες και έφυγες επιτόπου ρε;
- Τα πήρα στο κράνος σου λέω ρε!

Βλ. και ταπηροκρανίαση, ταπηροκρανιάζομαι, κράνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.

- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified