Further tags

Λέξη που βγαίνει από το «πάτημα» και χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει πολύς κόσμος και γίνεται πανικός.

...πατημός εχθές στο live, έχασες μιλάμε.

Σχετικό: χαμός, χαμός στο ίσωμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως επιθετικός και υποτιμητικός χαρακτηρισμός του νταή νεοέλληνα, με αποδέκτη αγεληδόν το σύνολο του ομοφυλόφιλου πληθυσμού.

Ο συγκεκριμένος τύπος συναντάται συχνά (π.χ. κατιναριό, πουταναριό, καραπουτσαριό) και εκφράζει ένα ομοιογενές σύνολο με αρνητική χροιά.

  1. Επιθετικότατου χαρακτήρα διαδικτυακό σχόλιο:

Πούστηδες... Πουσταριό! Αδερφάρες, κωλομπαράδες... Κίναιδους, ξετσίπωτους και αυθεντικούς πούστηδες. Αγριόπουστες και όχι αξιοπρεπείς πούστηδες... Μιλάμε για πολύ πούστηδες... Σιχαμερό πουσταριό...Τη φωτογραφία τη βλέπετε;

  1. Ένας blogger ανοίγει την καρδιά του και εκφράζει τις ανησυχίες του:

Μπορείτε να φανταστείτε, πόσο πολύ βραχυκυκλώνει όλο αυτό το ξεφωνημένο πουσταριό (όπως λέει και κάποια ψυχή...), τον έφηβο που βρίσκεται στην αναζήτηση της ταυτότητάς του -σεξουαλικής και γενικότερης-, και πόσο εκβιαστικά τον σέρνει στην επιλογή που του ορίζει, μέσα από τη διαρκή προβολή και επανάληψη ;
Δεν είμαι ... ομοφοβικός, όπως ορίζει ο καινούριος πιασάρικος και αμερικανόφερτος όρος (ένας από τους καλύτερούς μου φίλους είναι ομοφυλόφιλος , μια φιλία, που κρατά από το στρατό...), απλά, βιώνω τον εσωτερικό πόλεμο της απόρριψης ή της αποδοχής, μέσα από τα μάτια του έφηβου γιου μου.

  1. Σχόλιο σε forum με θέμα την στρατιωτική θητεία:

Anyway, το 90% του πληθυσμού που πήγε στρατό δεν είναι στρατόκαυλοι -ούτε και έγιναν στην πορεία- πήγαν γιατί πριν απο αυτούς πήγαν οι πατεράδες και τα αδέρφια τους.Αλλά αυτό δεν κάνει κάποιον πρόβατο, τον κάνει νομοταγή και τίμιο απέναντι στους συνανθρώπους του. Αντίθετα αυτός που δεν πάει είτε γιατί είναι «μάγκας» και πληρώνει για να μην πάει -βλέπε Παπακαλιάτη και λοιπό πουσταριό- είτε γιατί είναι ανδρίκελο -άνοιξε λεξικό να δεις τι σημαίνει αυτό, το wiki δεν νομίζω να το έχει- ανίκανο να έχει δική του σκέψη και το μόνο που ξέρει να κάνει είναι copy paste μανιφέστα των «πατερούληδων».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η μέτρηση του μήκους του ανδρικού γεννητικού οργάνου με τη βοήθεια του στόματος. Λέγεται αλλιώς και πιπομέτρηση.

- Και τί έγινε χθες βράδυ;
- Ε, της λέω θες να κάνεις μία στομομέτρηση στον πουροσωλήνα μου;
- Και τί σου είπε;
- Δε μου είπε, με μέτρησε ακριβώς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ενδόμυχος ανάγκη κάποιου να σταματήσει να νιώθει σλαγκικά αναλφάβητος, ώστε να μπορεί να συγχρωτίζεται με άλλους που κατέχουν τη σλανγκική διάλεκτο, για να μην κινδυνεύει να απομονωθεί γλωσσικά και να περιθωριοποιηθεί κοινωνικά ως τελευταίος των Μοϊκανών, χρήζει ανάγκη θεραπείας.

Η συνιστώμενη θεραπεία σ' αυτή την περίπτωση, λέγεται λημματοθεραπεία και περιλαμβάνει:

Ανάγνωση λημμάτων από το slang.gr και πρακτική εξάσκηση. Κατά την πρακτική εξάσκηση, οι άλλοι μπορεί να κάνουν κάποιον, ομελέτα απ' τα αυγά, αλλά δεν πειράζει, γιατί αφενός τα αυγά έχουν πρωτεΐνες κι αφεδύο αν δε βρέξει κανείς κώλο, ψάρι δεν τρώει. Θα μπορούσε ο τύπος , να ανατρέξει στο site, να βρει το λήμμα που ψάχνει κι αν δεν καλυφθεί, να κάνει ερώτηση σε σχόλιο. Επίσης θα μπορούσε να ανοίξει λογαριασμό και να καταθέσει έναν άγνωστο όρο στο Δ.Π. Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 1.

  1. Εδώ η λήμματοθεραπεία λειτουργεί σα μέθοδος εργασιοθεραπείας. Η εργασία εδώ, αφορά τη συγγραφή λημμάτων στο slang. gr. Αυτή η δημιουργική μέθοδος θεραπείας δρα ως φάρμακο κατά της ανίας και της πλήξης που μπορεί να δέρνει ορισμένους, τόσο κατά τον ελεύθερο χρόνο, όσο και κατά τα μεγάλα διαστήματα απραγίας, ειδικά στο δημόσιο τομέα. (βλ. παράδειγμα 2)

Σημείωση: Η υπερβολική λημματοθεραπεία, μπορεί να γίνει αιτία για να μείνουν άλλες δουλειές πίσω, να δημιουργηθούν καυγάδες με συνεργάτες, προϊσταμένους, σύζυγο, φίλους που στήσαμε στο ραντεβού, κλπ. Άρα πρέπει να παίξουμε, αντίθετα με το δόγμα αυτού του λήμματος. Ωστόσο τα πρέπει, πολλές φορές αποδεικνύονται ευσεβείς πόθοι και θεωρητικές αρλούμπες.

  1. - Έλειπα τρία χρόνια στο εξωτερικό και μου φαίνεται πως έχασα τη μπάλα. Δεν μπορώ ρε εσύ, να καταλάβω τι λέει ο κόσμος. Αισθάνομαι ούφο με σκούφο.
    - Μη σκας φιλαράκι, η κατάσταση σου δεν είναι ανίατη. Ήδη χρησιμοποίησες δύο φράσεις της σλανγκικής διαλέκτου. Θεραπεία υπάρχει κι είναι απολύτως εγγυημένη.
    - Δηλαδή;
    - Χρειάζεσαι επείγουσα λημματοθεραπεία.
    - Κάντο μου λιανά.
    - Υπολογιστή έχεις. Κάτσε και διάβαζε λήμματα απο το slang.gr. Αατα
    - Ε;

  2. Σε γραφείο ψυχίατρου (που τυγχάνει να 'ναι και σλανγκιστής).
    - Πλήττω, πλήττω, πλήττω. Τι να κάνω γιατρέ μου;
    - Μου 'πες ότι είσαι δημόσιος υπάλληλος, ε;
    - Ναι και κάνω υπηρεσία γραφείου χρησιμοποιώντας Η/Υ.
    - Υπέροχα. Μία είναι η λύση. Μη το συζητάς καθόλου. Πέρα από γιαλομιές κι άλλες μαλακίες. Επείγουσα λημματοθεραπεία χρειάζεσαι. Το αντιμετώπιζα κι εγώ, γιατί οπως βλέπεις, δουλειά δεν έχω, μύγες βαράω. Κάνω λημματοθεραπεία εδώ και δυο μήνες κι έχω θεραπευτεί πλήρως.
    - Τι να κάνω δηλαδή;
    - Να γράφεις με τις ώρες, λήμματα στο slang.gr. Προ και μετά φαγητού. Θα δεις άμεσα αποτελέσματα. Έλα να σου δείξω τι θα κάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι μεταξύ του «επιτέλους οι δυο μας» και του α να σε γαμήσω....

Πηγή: Ιωνάς.

Επιτέλους πηδυό μας είπε ο Τζύμπριος γερομπινές στον Πέρι κι έπεσαν οι τίτλοι τέλους με happy ending. (Τουλάχιστον μέχρι το επόμενο επεισόδιο, που κατέφτασε το Λίλιαν).

Got a better definition? Add it!

Published

Μπιφτεκώνομαι με σούσι, αντί για μπιφτέκι, κατά το φεσώνομαι (τα δύο μπορεί να συνδυαστούν δεδομένης της ακρίβειας των σούσι). Να μην συγχέεται με το «σου σώνομαι».

Λίλιαν: Ήθελε ο Επαμεινώνδας και να με σουσώσει μετά το Μέγαρο, αλλά εγώ προτίμησα να με μπιφτεκώσει ο Αρίστος.

...με σήμα το Λιοντάρι (Aslan, στα Τούρκικα) (από Vrastaman, 09/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σωβρακοφανής: όταν φαίνεται κάποιου το σώβρακο

Σωβρακοφάνεια: η συνακόλουθη ντοματοπομπή, αν ο σωβρακοφανής βγει στην πλατεία.

- Μωρ΄ συ! Του σώβρακου΄ς φαίνεται!

(Σερραίος για σωβρακοφανή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει εκ της αγγλικής λέξης boot (με την έννοια, εκκινώ υπολογιστή). Κατά τη διαδικασία της εκκίνησης (μπουτάρισμα) ο Η/Υ διαβάζει τα αρχεία συστήματος του λειτουργικού συστήματος από τον δίσκο εκκίνησης (bootable disk) και φορτώνει το λειτουργικό σύστημα, παρέχοντας πρόσβαση, στα διάφορα περιφερειακά του Η/Υ, στα εγκατεστημένα προγράμματα, στα αρχεία του χρήστη, κλπ. (βλ. παρ. 1)

Η λέξη συνδέεται επίσης, με καταστάσεις αλλαγής από διάφορες καταστάσεις στάσης, σε διάφορες καταστάσεις έγερσης και εκκίνησης (π.χ: ξυπνήματος, εγρήγορσης, αφύπνισης, ξεκινήματος, έναρξης πορείας).

Μπορούμε να δούμε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

1) Ξύπνημα από ύπνο με την κυριολεκτική έννοια του όρου, π.χ το πρωί. (βλ. παρ. 2)

2) Ανάκτηση των νοητικών δυνατοτήτων μετά από ύπνο. Για αποτελεσματικότερη εκτέλεση των νοητικών λειτουργιών χρειάζεται καφέδιασμα, πρωϊνό, κλπ ώστε κάποιος, ως Η/Υ που ανακαλύπτει τα περιφερειακά που είναι διασυνδεδεμένα πάνω του (detection proccess), να μπορεί να κάνει αναγνώριση του περιβάλλοντα χώρου του. (βλ. παρ. 3)

3) Εντοπισμός κάποιων πραγμάτων στα οποία δεν είχαμε δώσει την πρέπουσα σημασία. (βλ. παρ. 4)

4) Επανένταξη σε μια κατάσταση από την οποία έχουμε αποστασιοποιηθεί για αρκετό χρονικό διάστημα. (βλ. παρ. 5)

5) Συνειδητοποίηση ανάγκης για αλλαγή τρόπου ζωής. (βλ. παρ. 6)

6) Ξύπνημα ενστίκτου. (βλ. παρ. 7)

7) Ξαφνική φλασιά, «κάτι σαν τη λάμπα του Κύρου Γρανάζη», όπως λέει η Στάτλερ στα σχόλια του λήμματος αυτού. (βλ. παρ. 8)

8) Ξεκίνημα καθολικά αποδεκτών χρονικών περιόδων, (βλ. παρ. 9), ή όχι. (βλ. παρ. 10)

  1. Προσωπικά έβαλα τα Βίστα σε ένα ξέχωρο 80ρι, αλλά όταν μπουτάρω θα πρέπει να έχω επιλέξει πρώτα από το BIOS από ποιόν σκληρό θα μπουτάρει, ειδάλλως δεν μου δίνει τη δυνατότητα να επιλέξω λειτουργικό....
    Φυσικά μπορώ να δώ όλα τα αρχεία των ΧΡ από τα Βίστα, αλλά και τούμπαλιν...
    Δες

  2. Εμπούταρα πρωί πρωί
    Στις έξι παρά κάτι
    Και χάζευα τα σχήματα
    Επάνω στο κρεβάτι

Πρέπει να πάω στη δουλειά
Να τρέξω σαν Κεντέρης
Γιατί αν μ’ απολύσουνε
Θα λες πως δε με ξέρεις

  1. Ο Γιώργος κοιμάται. Ξάφνου, χτυπάει το τηλέφωνο. Στο τηλέφωνο είναι ο φίλος του ο Νώντας. Ξυπνάει και πιάνει το ακουστικό.
    Γιώργος: Ποιος;
    Νώντας: Ελα ρε.
    Γιώργος: Ποιος είναι;
    Νώντας: Ο Νώντας ρε. Δε με γνώρισες;
    Γιώργος: Νώντας;
    Nώντας: Ρε μαλάκα, πάλι κοιμόσουνα; Όποτε ξυπνάς ρε πστ, χάνεις τη μπάλα. Κοίτα να πιεις κανα καφέ για να μπουτάρεις, γιατί σε ένα τέταρτο περνάω από 'κει μαζί με την αρραβωνιαστικιά μου.
    Γιώργος: Δε σας γνωρίζω κύριε. Κάποιο λάθος κάνετε. Νώντας (δυνατά): Ξύπνα ρε!

  2. Ο Πέτρος με το Λάκη, ετοιμάζονται να υπογράψουν ένα συμβόλαιο που περιέχει έναν πονηρά τοποθετημένο όρο. Είναι κι οι δυο γνώστες. Το διαβάζουν για κάμποση ώρα, ωστόσο ο Πέτρος που το κοιτάει πιο χαλαρά, δεν παίρνει χαμπάρι τη φάκα κι ετοιμάζεται να υπογράψει.
    Λάκης: Α ρε φίλε. Δεν έχεις μπουτάρει ακόμα. Το είδες αυτό; (Του δείχνει τον όρο δόκανο.)

  3. - Έλειψα αρκετό καιρό διακοπές και θα μου πάρει δυο τρεις μέρες για να μπουτάρω πλήρως.

  4. - Ήμουν το πρότυπο υπαλλήλου και με εκμεταλλεύονταν άπαντες. Ώσπου νοσηλεύτηκα στο νοσοκομείο με υπερυψηλή πίεση. Έτσι έβαλα μυαλό, συνειδητοποίησα τη μαλακία μου και άλλαξα στιλ. Τσακώθηκα με ορισμένους βέβαια που δεν τους εξυπηρετούσε η αλλαγή μου, αλλά τώρα πια τα πράγματα έστρωσαν. Το κακό είναι πως μου πήρε τρία χρόνια για να μπουτάρω και να αλλάξω συνήθειες.

  5. - Με το που την είδα, μπούταρε το κτήνος μέσα μου.

  6. - Είχα χάσει την ταυτότητα και την έψαχνα παντού σαν τρελός, μέχρι που ήρθε το ρεύμα και μπούταρε ο σκληρός μου και έτσι θυμήθηκα.

  7. - Με το που μπούταρε ο καινούριος χρόνος, έχανα ήδη 3.000 ευρώ στην τσόχα.

  8. - Πότε μπουτάρεις στη νέα δουλειά;
    - Από βδομάδα κάνω ντεμπούτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «άσε γι' αύριο», η συνήθεια του τεμπέλη να τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα. Επίσης, «αυριόλας» είναι αυτός που συνηθίζει να λέει «αύριο όλα».

Ασίστ: Μες, Παυλέας.

- Δεν τσιμπάς εκείνο το λημματάκι απ' το Δημόσιο Πρόχειρο;
- Δεν βαριέσαι! Άσ' το για αύριο!
- Πω πω μεγάλη ασαυρία αδερφέ!

(από pavleas, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «καρά» έχει καταλήξει να είναι επιτατικό, από το τουρκικό «καρά», που σημαίνει «μαύρος». Οπότε το «καραμελόδραμα» είναι το ακραίο «μελόδραμα». Αλλά επειδή γίνεται λογοπαίγνιο με την λέξη «καραμέλα», σημαίνει τελικά το μελόδραμα για κυρίες, όλων των φύλων, που κλαίνε ενώ είναι συνηθισμένες στα κομφόρ και τις πολύ σοφτ καταστάσεις. Άρα για το μελόδραμα με στοιχεία γελοιότητας, ή το πολύ σοφτ μελόδραμα.

-Τρέξτε όλοι να παρακολουθήσετε το φαντασμαγορικό καραμελόδραμα «the Slang and the Restless»: Θα σφάξει το Λίλιαν τον Πέρι στην μαρτυρική μεγαλόνησο; Θα παντρευτεί η Λάουρα τον Μένιο; See it all on slang.gr!

(από Khan, 08/02/13)(από Khan, 11/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified