Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.
Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.
Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.
Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει την κατάσταση που βρίσκεται κάποιος μετά από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ η οποία συνήθως είναι ένα βήμα πριν το νοσοκομείο!
Άσε, χθες το πρωί που γυρίσαμε από το κλαμπ είχαμε γίνει όλοι αλοιφή! Μάλλον θα ήταν μπόμπα τα ποτά.
Για συνώνυμα δες λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Πίνω χωρίς μέτρο (χρησιμοποιείται για όλων των ειδών τις ουσίες).
-Δε ξαναβγαίνω με το μαλάκα! Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και μετά τον κουβαλάω σπίτι!
Got a better definition? Add it!
Περιγράφει τη συνάθροιση παρέας, συνήθως σε παραλιακό ταβερνάκι, ουζερί ή και σε σπίτι, για την κατανάλωση ούζου με τη συνοδεία μεζέ, συνήθως ψαρικών. Αντίστοιχα υπάρχει και η κρασοκατάσταση και η μπυροκατάσταση.
-Θα έρθεις την Κυριακή ε; -Πού να έρθω; -Έχουμε κανονίσει ουζοκατάσταση σε ένα ταβερνάκι στο Πόρτο Ράφτη, θα είμαστε μεγάλη παρέα. Έλα θα΄ναι ωραία.
Got a better definition? Add it!
Χημείο / χυμείο:
Περιγράφει μια κατάσταση όπου συναναστρέφεται πολύς κόσμος με διαφορετικές νοοτροπίες και κουλτούρες.
Ο χώρος όπου φυλάει κάποιος τα ναρκωτικά του.
1.- Τι λέει η νέα δουλειά;
- Άστα... εντελώς χημείο η φάση. Τουλάχιστον τα γκομενάκια είναι καλά.
Got a better definition? Add it!
Στη μάγκικη διάλεκτο, το αραίωμα της κοκαΐνης με άλλη ουσία.
Δες και κόψιμο.
Got a better definition? Add it!
Ο κλασμένος στον υπέρτατο βαθμό, κυρίως από ξίδια κι ενίοτε από ντράγκια (βαρβιτούρες κλπ).
Συνήθως καβατζάρει παγκάκι για να βγάλει το βράδυ του.
-Χούφτιασ'τη μαλάκα! Κόκαλο το γκομενάκι!
-(ΦΦΡΡΑΑΠΠ!) Αύριο θα ψάχνει για υμένα και πορτοφόλι. ΔΕ ΜΑΣ ΧΑΛΑΣΕΕ! χεχεε!
-χεχεχεχε!...
«Κόκαλο με λένε και είμαι όλο λιώμα απ' το μπουκάλι του κρασιού αφήνω μόνο πώμα»
Νότια Μπάχαλα (lyrics)
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Όταν εχεις πιει τον κώλο σου είτε απο ουσίες είτε απο ξύδια μα περισσότερο απο ουσίες και έχεις γίνει ένα με το πάτωμα.
Got a better definition? Add it!
Η άκρως ενοχλητική μυρωδιά σπόρου που σκάει κατά τη διάρκεια καπνίσματος μπάφου και παραπέμπει σε μυρωδιά φρεσκοψημένης μπριζόλας. Συχνά έχει ως αποτέλεσμα την έντονη αποδοκιμασία του εκάστοτε στρίφτη για την έλλειψη προνοητικότητας που τον διέκρινε καθώς δεν μπήκε στον κόπο να ξεσπορίσει το stuff.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified