Further tags

Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.

- Άδειος είναι ο δρόμος ρε, σανίδωσε το! –Σανιδωμένο το 'χω αλλά δεν πάει άλλο, 900άρι Fiat είναι, τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.

  1. - Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.

  2. - Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
    - Και μετά;
    - Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!

Mr Υφήλιος 2007 - οκ, δεν είμαι ακόμα σαράντα εντάξει; αχαχαχαχαααα (από Galadriel, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστός και ως κρατήρας. Με αυτήν την έννοια αναφερόμαστε σε μια λακκούβα - τρύπα που διακρίνεται και από το φεγγάρι πάνω στους ελληνικούς δρόμους.

-Ρε Μάκη, πού είναι η ρόδα σου;
-Άσε ρε Τάκη, πέρασα πάνω από έναν τάφο και την άφησα μέσα...

βλ. και κολύμπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατάω τέρμα το γκάζι.

- Σανίδωσέ το ρε μαλάκα, μας φτάνουν οι μπάτσοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οφθαλμολογική πάθηση ορισμένων Ελλήνων οδηγών κατά την οποία το κόκκινο και το πορτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωρούνται αποχρώσεις του πράσινου, οπότε δεν προκύπτει λόγος να σταματήσουν.

-Ε, πού πας ρεεε, θα μας σκοτώσεις; Κόκκινο είναι! Αφαναροψία έχεις;;;

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημι-μάγκικη έκφραση η οποία σημαίνει ότι έχω πετύχει την μέγιστη δυνατή ταχύτητα του οχήματός μου και συνεχίζω ακάθεκτος. Παρομοίως: το σανιδώνω, πάω με τα χίλια, πάω γαμιώντας.

-Ρε Μήτσο, κάνε λίγο άκρη τη νταλίκα να κατέβω μισό... κατουριέμαι...
-Αδέρφι, δε ξέρω αν το 'χεις καταλάβει, αλλά έχουμε πιάσει τελικές εδώ πέρα...

Βλ. και φουλάρω, τελικιάζω, κομμάτια, πηγαίνω, τέζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρασμα με αυτοκίνητο από στροφή με μεγάλη ταχύτητα, με αποτέλεσμα πλαγιολίσθηση. Αλλιώς λέγεται και «με τις πόρτες».

Τον είδες; Μπήκε στη στροφή φέτα! (ή φέτες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την εταιρεία Peugeot, αναφέρεται σε διαδρομή με τα (δύο) πόδια.

- Με ποιο αυτοκίνητο θα πάμε;
- Με πεζό δύο. Έχει πολλή κίνηση ρε 'συ.

Πεζώ με καλές ζάντες. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορα.

Με το που είδα τα μπατσόνια την έκανα με τις μπάντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των κουλάρω, ηρεμώ, χαλαρώνω κλπ

Όπα, ρε ξεπάρκαρε. Μην τρελαίνεσαι. Όλα θα φτιάξουν.

Αυτή πάει να ξεπαρκάρει κυριολεκτικά - οι υπόλοιποι χρειάζονται να ξεπαρκάρουν σλαγκικά. (από Galadriel, 27/02/09)Ξεπάρκαρε ρε φίλε (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified