Συνθηματική μπουδελοσλάνγκ του επίσης συνθηματικού «σερβίρει φραπέ».

Τα ευαγή ιδρύματα που σερβίρουν καφέ αποκαλούνται φραπενεία ή φραπενέδες, οι δε λειτουργοί τους φραπεδιάρες. Τα είδη φραπέ που σερβίρονται ποικίλουν: με καλαμάκι, φραπόγαλο, μακιάτο, ποδοφραπέ, με μπριζόλα, κ.ταλ. Όσα δεν σερβίρουν αποκαλούνται ντεφραπεϊνέ, και οι επίμονοι θαμώνες τρώνε πόρτα λόγω αφραπάζ, θεωρούμενοι personae non frappa.

Μια σύντομη ιστορία του σερβιρίσματος καφέ.

Ανασεισίφαλλαι πρόσφεραν νηφοκοκκόζωμο σε πορνοκόπους ευφραπαίδες από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Το σερβίρισμα καφέ per se (πέρα από τα πλαίσια των εργασιών του αρχαιότερου επαγγέλματος) παραδόξως ξεκίνησε στα εβδομήνταζ από μέντιουμ που διαφήμιζαν τις υπηρεσίες τους σε περιοδικά όπως ο Θησαυρός, η Βεντέτα και το Ρομάντζο (βλ. εδώ). Επρόκειτο για πρόδρομους των μασατζίδικων, που πήραν πανηγυρικά την σκυτάλη στα ογδόνταζ.

Στα ενενήνταζ, πολλά στριπτιζάδικα μετουσιώθηκαν σε φραπεδομάγαζα, όπου ο καφές έρεε άφθονος σαν καμπανίτης οίνος. Η κατάρρευση των δημοκρατικών καθεστώτων επηρέασε την βιοποικιλότητα των Flocafe με την κάθοδο δίμετρων ουκρανάιζερ κ.α. ειδών φραπόμουνων.

Το paradigm shift κλιμακώθηκε περαιτέρω με την παγκοσμιοποίηση, και ο σημερινός φραπεδοκράτορας έχει to embarras du choix να φραπεδιάζεται πίνοντας καφέ από όλες τις ηπείρους και στη συνέχεια να καταγράφει τις εμπειρίες του και να ανταλλάσσει φραπεδοκουβέντες σε σχετικές ιστιοσελίδες.

[img]http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/f/f4/Cafe_bombon2.jpg/220px-Cafe_bombon2.jpg[/img]

Σ.ς.: αφιερώνεται σε όλους τους φραπελημματογράφους του σλανγκρρ: στον χαμένο ποιητή Γιάννη Μίχα που ανέβασε το πρώτο φραπελήμμα (φραπεδιά) σαν σήμερα πριν από πέντε χρόνια καθώς και στους άξιους συναγωνιστές Dirty Khank, Gatzman, ΜΧΣ, electron, Αλλιβέ, κ.α. Liberté, égalité, frappernité!

1. Φιλε megousta καλη η nova αλλα μεχρι εκει. δεν σερβιρει καφε, σε μενα τουλαχιστον, αν και την εχω παρει αρκετες φορες για χορο στο παταρι

2. Εχει παρει χορο κανεις μια κατερινα ελληνιδα πιτσιρικα; μου φανηκε πολυ εκφυλο...Moυρλή κεφαλλονίτισσα... Έκφυλη, βρωμόστομη, και απολύτως ελεύθερα πιασίματα στο πριβέ... σεξ σοου κανονικό (είπαμε: δε σερβίρει καφέ το κατάστημα)

3. Ο χορός στη πίστα ένα ατελείτο ζάλισμα του στύλου που μάλλον γέλιο προκαλεί μερικές φορές. Τελική κατάληξης στα χέρια της εργάτριας Λουίζας που σερβίρει τον καφέ με μπόλικο αφρό κατά της 6 και αναχώρησης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικομάνι, η συνάθροιση γυναικών στο τοπικό ιδίωμα της Ζακύνθου.

Πιθανώς εκ των μουνί και επέλασις.

1. Μπα, που να το φάει η φάουσα και το κακό γαρμπούνι, κι οπού τον εγεννόσπυρε να μη μείνει μπουκούνι, και να το πιάκει σύφλογο, νιασμός και κολορέντσα, να το θερίσει μιάτζιμιας τσου χοίρωνε ιφλουέντσα, που αρέβαρε ο μόμολος να κάμει το μορόζο, τσι σερενάτες άρχεψε αντίπερα το μπότζο. Κοπιάσανε κι οι όστριες, πίπιλο μουνολάσι, τσί κραξ' η θυγατέρα μου, ταχιά μην πάει και χάσει.

(γλωσσάρι, από εδώ)
φάουσα: γάγγραινα
δαρμπούνι: ασθένεια
μπουκούνι: κομμάτι ψωμί
σύφλογο: σύφιλη
κολορέντζα εντερική πάθηση
μορόζος: αγαπητικός
μπότζος: εξώστης βενετσιάνικου σπιτιού

2. μουνολάσι (= συνάθροιση γυναικών –Ζάκ.)

(από σφυρίζων, 23/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Περιγράφοντας πρόσωπα, πρόκειται για εναλλακτική εκδοχή των ξέμουνο, ξέψωλο, ξέκωλο.

Περιγράφοντας καταστάσεις, ξεμούνι επίσης αποκαλούμε το μαδομούνι ή με την ευρύτερη έννοια του μουνιού το ξέσκισμα.

1. έξαφνα, βλέπω μια κοπέλα αρκετά ξεμούνι, με φούστα σαν μπακαρα με 12 φιδάκια

2. ΞΕΜΟΥΝΙΑ ΚΟΜΜΑΤΟΠΟΥΣΤΕΣ ΣΤΟ ΓΚΩΛΟ ΚΑΝ'ΤΕ ΧΩΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΥΚΑΡΟΥΝ ΤΑ ΚΑΥΛΙΑ ΤΟΥ ΦΤΕΡΩΤΟΥ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

nice ass (από profesor, 19/02/13)agores (από profesor, 19/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Γίνομαι υπερμέγιστος γλείφτης, για προσωπικό μου συμφέρον βλ. Αυτιάς, Γιώργος, γλίτσας λέρας.

- Καλά ρε μαλάκα, αυτός ο γλίτσας κάθε βράδυ στο Galea τη βγάζει;;
- Ρουφάει κώλους ρε.. μπας και του δώσουνε κάνα πόστο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aναφέρεται σε άτομα νεαρότερης ηλικίας που θεωρούν ότι μεγάλωσαν και προσπαθούν να υπονομεύσουν ή να εκμεταλλευτούν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.

Είμαι 30 χρόνια μάστορας και θέλει να μου φάει και το μεροκάματο το μαλακισμένο. Τα παιδιά που γαμούσαμε μας ζητάνε κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πινελάκι στους πούστηδες σημαίνει ανεβοκατέβασμα της ψωλής στο εξωτερικό μέρος της κωλότρυπας του άλλου για πολλή ώρα.

Και πριν μου τον χώσει με πέθανε στο πινελάκι με την καβλάρα του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρέχω (το μουνάκι ή το κωλαράκι) σημαίνει το χύνω.

  1. - Ρε συ, τι πούστρα είναι ο Λάκης στη ρεσεψιόν;
    - Πολύ σούπερ, τον έχω βρέξει, όλα τα λεφτά.

  2. Βγαίνω με μια καινούργια γκόμενα και την έχω δαγκώσει!
    - Σιγά ρε, την έχεις βρέξει φαντάζομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλο, πούτσα και στενά παπούτσα. Η κατάσταση κατά την οποία ο εισπράττων την τιμωρία, πόνο σωματικό ή και ηθικό, δέχεται ταυτόχρονα εξευτελισμό, αλλά και ταλαιπωρία.

ποδοσφαιρική ομάδα η οποία
1) έχασε 0-5 (εντός έδρας για όσους/όσες δεν ασχολούνται) = ξύλο, τιμωρία, πόνος ηθικός
2) οι οπαδοί της τα έκαναν γυαλιά καρφιά και η ομάδα έφαγε χοντρό πρόστιμο, μείον 10 βαθμούς και αναγκάστηκε σε δημόσια έγγραφη συγγνώμη προς την αντίπαλο ομάδα (= τιμωρία + εξευτελισμός)
3) πρέπει να ταξιδεύει 300 χιλιόμετρα για να παίζει τα παιγνίδια που ήταν προγραμματισμένα στην έδρα της για το υπόλοιπο πρωτάθλημα και ήταν μόλις η πρώτη αγωνιστική του πρώτου γύρου (= ταλαιπωρία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση που περιγράφει τον παρακάτω συνδυασμό (με την σωστή σειρά ΣΥΝΗΘΩΣ, εκτός εάν μιλάμε για περίπτωση μαζοχισμού):
1) καθόλου ρομαντικό σεξ
2) σουτάρισμα
3) απόριψη εώς νεοτέρας

- Τί έκανες με την άλλη τελικά ρε φίλε;
- Την κάρφωσα φριχτά εχτές, κανονική σούβλα χωρίς υπότιτλους, σ'αγαπώ και λοιπά
- Μουνάικ! Καλό;
- Καλό, αλλά το πρωί ξενέρωσα και την πέταξα απ' το κρεβάτι
- Και τώρα;
- Της είπα θα την πάρω εγώ, αλλά θα περιμένει πολύ.
- Δηλαδή πούτσα, ξύλο και στο ήλιο.

Δοκίμιο του Αντονέν Αρτώ (από zakk, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το μουνοράπισμα, με την κυριολεκτική (σεξουαλική) ή μεταφορική (μουνοθυελλώδη) έννοια. Στη πρώτη περίπτωση, παίζει και το «μουνιά».

  2. Υβριστικό μπιλενίκωμα, αντίστοιχο του «ρε αρχίδι!».

  3. Λατέρνατιβ τοπωνύμιο του προσφιλούς Μενιδίου.

  1. - Μουνιες (ή μουνιδια για τους φιλους) ... Τι να σημαίνει δηλαδή; Οι γροθιές (οχι οι γρόθοι). Ενικός η μουνιά ή μουνίδι. ...

- και μια γριά πετάχτηκε από το παράθυρο σαν ιπτάμενη βδέλλα και με πατάει ένα μουνίδι στη μύτη και όχι δεν έκανα λάθος δεν μου έκατσε μπουνίδι αλλά ΜΟΥΝΙΔΙ γιατί έκατσε πάνω στη μάπα μου σα χταπόδι και άρχισε να τις πομολιές με το γέρικο της τέτοιο και βρωμούσε πατατίλα και γεροντίλα και λιβάνι και έκανα εμετό και ο σκύλος της δάγκασε το κανί...

  1. - εσυ ρε μουνιδι τι μαλακιες μ λεγες στο πμ;

- Η κάρτα του πολίτη, και η νέα τάξη των πραγμάτων – μιλανε για την κωλο καρτα που θελει να βγαλει το μουνιδι ο ροκερφελερ και οι μεγαλυτεροι τραπεζιτες του κοσμου...

  1. - Αυτο το μισοκοιμισμενο σεξυ νωχελικο ύφος του πρωταγωνιστή απο το Μουνίδι (Μενίδι) δεν παιζοτανε.

- κονιορδε γυφτε απο το μουνιδι,κοιτα να ξεχρεωσει η κρατικοδιαιτη ομαδουλα σου και ασε την μπαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified