Το γαμήσι (μεταφορικά).
Από το φιστίκωμα (εκ του αγγλικού: fist fucking).
-Φάγαμε έξι γκολ. Πω-πω! Τι φυστίκι ήταν αυτό!
Το γαμήσι (μεταφορικά).
Από το φιστίκωμα (εκ του αγγλικού: fist fucking).
-Φάγαμε έξι γκολ. Πω-πω! Τι φυστίκι ήταν αυτό!
Got a better definition? Add it!
Το γαμήσι (μεταφορικά). Εκ του αγγλικού fist fucking.
Περάσαμε μεγάλη ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο. Τι φυστίκωμα ήταν αυτό!
Got a better definition? Add it!
Ελληνική λέξη που αρχίζει απο Ζ και τελειώνει σε Μ. Ηπειρώτικης προέλευσης ...!!!
ζμπούτσαμ
Got a better definition? Add it!
Published
Αλλάζει η τύχη μου, αρχίζουν να μου συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα, γυρίζει ο τροχός.
Τις προάλλες που πήγα στο καζίνο κέρδισα 2.000 ευρώ! Μάλλον άνοιξε ο κώλος μου!
Βλέπε και ανοίγει, σούφρα. Δες και ανοίγει ο κώλος μου στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Γαμάω ή γαμιέμαι σαν τα ζώα - σκυλιά.
Αναφέρεται σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, πολλές φορές με αρνητικό - περιπαιχτικό ύφος.
Επίσης και: σκυλογαμάω - σκυλογαμιέμαι.
1
- Αυτή μόνο να σκυλοπηδιέται ξέρει.
2
- Στην προηγούμενη σχέση που είχα... δεν κάναμε
και τίποτε άλλο. Σκυλοπηδιόμασταν όλη μέρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δίνω πίπα.
- Πώς πήγε χθες; Γάμησες;
- Όχι την κέρασα, όμως, μια πίπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιδίδομαι ενεργητικά σε πρωκτικό σεξ.
Παθητικό: καρφοκωλιάζομαι.
«φέρτε μου έναν φοιτητή να τον καρφοκωλιάσω»
(από το ομώνυμο τραγούδι των The Loutsa Project).
Got a better definition? Add it!
Το μπαλαμούτι μεταξύ δύο γυναικών.
- ...και τότε οι στριπτιτζούδες εκεί που χόρευαν, άρχισαν το τζιβιτζιλίκι και φτιαχτήκαμε όλοι!
- Πωωω τι μου λες, δεν το πιστεύω!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ξεπέτα, δηλαδή την σεξουαλική πράξη που κρατά πολύ λίγο σε διάρκεια ή περιορίζεται χρονικά σε μία νύχτα, χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις.
Έχεις κάνει ποτέ εσύ one night;
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι αποτυχημένες προσπάθειες (και επαναλαμβανόμενες στον ίδιο χώρο με διαφορετικούς «στόχους») για one night stand.
- Χτυπήσατε τίποτα χτες στη μουνοθύελλα;
- Μπα,o Μήτσος και γω κάναμε one night stand up comedy!
Got a better definition? Add it!