Further tags

Η καλπουζανιά είναι η ανέντιμη/πονηρή πράξη, η απάτη, η μπαγαποντιά, η βρομοδουλειά. Αυτός (-ή) που την ασκεί (... λέγε με απατεώνα) λέγεται καλπουζάνος (-α). Mεσαιωνικά: καλπαζάνης.

Ετυμολογία: από το τούρκικο kalpazan = παραχαράκτης. Aυτό προέρχεται από το περσικό qalbzan = το κάλπικο κέρμα, το οποίο με τη σειρά του είναι σύνθετη λέξη από το αραβικό qalp = αλλαγή, μεταβολή, αντιστροφή [τούρκικα kalp = ψεύτικο, ελληνικά: κάλπικο, ο κάλπης (= απατεώνας), η κάλπισσα] και από το πέρσικο zan = κέρμα

Ασίστ: Mes από το Δ.Π.

«Βαρύθυμοι και νωχελείς πλέον οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν κάθε λόγο να περιφρονούν το δικαίωμα ψήφου περίπου όπως μιαν επιταγή άνευ αντικρίσματος. Το πολιτικό νόμισμα είναι «γράμματα» ή « κορώνα» κι από τις δύο μεριές, οπότε η καλπουζανιά δεν θέλει κολαούζο για να αποκαλυφθεί. Οι εκλογές χρειάζονται για να διατηρούνται τα δημοκρατικά προσχήματα, για να ανέρχεται στην εξουσία η πιο δραστήρια πολιτική παρέα - τα υπόλοιπα ανήκουν στο παρασκήνιο. Ματσαράγκα δηλαδή; Λαοπλάνος τσαρλατανισμός; Ευτελής διαβουκόληση και αμαρτωλή δημοκοπία;»

καπουλζανιά; (από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί ή βυζούνι, ή, επίσης, η κύστη κόκκυγα.

Η έκφραση αποτελεί συνήθως κατάρα ή / και χαρακτηρισμό κάποιου που μας σπάει τ' αρχίδια, που μας γίνεται τσιμπούρι, βδέλλα, κεχαγιάς στ' αρχίδια μας κλπ.

Παραπέμπει δε -πιθανόν- και στο αγγλικό pain in the ass, που λέγεται για τον ενοχλητικό τύπο (έκφραση που περιγράφει μεταξύ άλλων και τις αιμορροΐδες).

  1. - Είδες που στά 'λεγα;
    - Μπα που να βγάλεις κακό σπυρί στον κώλο σου μαλάκα, γρουσούζη, τι ήθελες και το μελέταγες;...

  2. Τι θα γίνει πια με αυτόν τον Στράτο; Κακό σπυρί στον κώλο μου έχει γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται πολύ ευρύτερα από το αν κάτι συγκεκριμένο διώχνει τους τουρίστες. Σημαίνει ότι κάποιος έχει ένα ειδικό χαρακτηριστικό που αμέσως τον καθιστά πολύ άχαρο, άτσαλο, ατσούμπαλο, μουνοδιώχτη ή πουτσοδιώχτρα, ήτοι εν γένει ανθρωποδιώκτη. Επίσης μπορεί ο εν λόγω άνθρωπος ή κατάσταση να είναι μια χαρά, αλλά κάτι συγκεκριμένα που κάνει να είναι εντόνως απωθητικό, αποκρουστικό. Επίσης, το λέμε για ανθρώπους που είναι καλοί, αλλά τους λείπει τραγικά η γοητεία. Αλλά το λέμε και για ανθρώπους-καταστάσεις που είναι από κάθε άποψη σκατά κι απόσκατα.

  1. Vrastaman, σχόλιο εδώ:

Τρανό παράδειγμα τα μόνο 4 μέλη που έχουν απομείνει στην άλλοτε ακμάζουσα θρησκευτική σέκτα των Shakers στις ΗΠΑ. Η θρησκεία αυτή στα ψιλά γράμματα απαγορεύει δια ροπάλου κάθε μορφή sex – ακόμα και για παντρεμένους. Ο αντιτουριστικός αυτός όρος οδήγησε στην απώλεια πολλών μελών, και το ποίμνιο της εκκλησίας περιορίστηκε σε 4 μέλη το 2006. Όσοι πιστοί, προσέλθετε!

  1. - Ρε συ ο Ντέτλεφ Σρεμπφ ψηφίστηκε τρίτος καλύτερος φόργουωρντ του ΝΒΑ!
    - Τι να το κάνεις; Το στυλ παιχνιδιού του είναι τελείως αντιτουριστικό!

Αντιτουριστικό σποτ του ΚΚΕ για τις Ευρωεκλογές (από Vrastaman, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, είναι συνώνυμο με το ό,τι, με το ό,τι νά 'ναι και με το γεια σου. Δηλαδή, χαρακτηρίζει άτομα που είναι άλλ' αντ' άλλων.

Μπορεί όμως και να σημαίνει και ότι κάποιος/α το παίζει χοντρά και είναι απλησίαστος/η.

  1. Έλα, μην τον παρεξηγείς... το ατομάκι είναι όπου, τελείως ό,τι νάναι, αφού στο είχα πει.

  2. – Λοιπόν φίλος, ψήνεται χοντρή κατάσταση με Παυλίνα...
    – Ναι, μη φας... δεν έχεις καμία τύχη. Η γκόμενα είναι όπου... αν δεν είσαι γκαφράς, πολύ απλά δεν παίζεις.

βλ. και τα ό,τι / όπου / όποτε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρωτεύουσα της Αιγύπτου, σλανγκιστί, δίνει αφορμή για μια παρετυμολογία. Δηλαδή το Κάιρο, όπως και το καΐκι, σημαίνουν τον καμμένο, την καμμένη φλάντζα, το καμένο χαρτί, τον καρακαμένο, το αποκαΐδι, τον φλατζοκαμμένο. Έχουν σχηματιστεί ανάλογες εκφράσεις, όπως «έφυγε για Κάιρο μεριά».

Να μην συγχέεται με το πραγματικό Κάιρο, που έχει την εξής ετυμολογία:
Κάιρο < αγγλικό Cairo < αραβικό Al-Kahira = νικηφόρος, πιθανόν προς τιμήν του Άραβα στρατηγού που κατέλαβε την Αίγυπτο το 969 μ.Χ. Το παλαιότερο όνομα της πόλης ήταν Khereohe/Kheriaha που σημαίνει πεδίο μάχης, επειδή σε εκείνη την περιοχή πολέμησαν δύο αιγυπτιακές θεότητες. Για την σλανγκ χρήση του Καΐρου βλ. και συνδέω με Κάιρο και Ο Αχιλλέας απ' το Κάιρο.

Πηγή: JohnBlack.

- Πολύ φευγιό ο δικός σου δικέ μου!
- Ναι, έχει φύγει για Κάιρο μεριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο χρησιμοποιούντανε αρχικά από καραβανάδες για να στηλιτεύσει τα στραβευμένα εκείνα νιάτα που είναι ανίκανα να παρελαύσουν με κάποιον υποτυπώδη έστω συγχρονισμό.

Η έκφραση παρεισέφρησε και εκτός στρατού για να περιγράψει άτομα αμφοτέρων και των δύο φύλων με απαράδεκτο ντύσιμο, συμπεριφορά, ή με εμφάνιση να μασάς σκατά και να φτύνεις.

Εκ του απαράδεκτος.

  1. - Ααααάνδρες! Προοοοοσχή! Cunning, κακομαθημένε, πως στέκεσαι έτσι; Είσαι άπαρ, πέσε και παίρνε!!
    (και για όσους δεν το γνωρίζουν, το μουνί του νέοπα Cunning αυτές τις μέρες πιξελιάζει!)

  2. - Ρε μαλάκα τι άπαρ ντύσιμο είναι αυτό με βερμούδα και άσπρη κάλτσα;. Είσαι μουνομαγνήτης αλλά με αντεστραμμένους πόλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον κοιλιόδουλο, ο οποίος όμως είναι και μέγας σταρχιδιστής. Άρα καταλήγουμε στη μεταφορική έννοια της έκφρασης: προτιμώ να καλύπτω τις ανάγκες μου και μόνο, και να μην σκέφτομαι ποτέ τις ανάγκες των άλλων ή την σχέση μου με αυτούς.

Το λέμε και χαριτολογώντας σε κάποιο λιγούρικο πετ μας (σκύλο, γάτα).

  1. - Καλά πότε πρόλαβες και έφαγες, δεν μπορούσες να περιμένεις ένα λεπτό;
    - Πείναγα.
    - Και ήταν ανάγκη να τα φας ΟΛΑ;
    - Α δεν πρόσεξα ότι δεν είχε άλλο...
    - Καλός μαλάκας είσαι... Κάλιο ο κοίλος μου παρά ο φίλος μου.

  2. - Μωρέ ας τα βολέψω εγώ και δε μου γαμιούνται όλοι!
    - Κάλιο ο κοίλος μου παρά ο φίλος μου, βλέπω...
    - Γιατί ρε μαλάκα, έχω άδικο;
    (ακολουθεί επιχειρηματολογία που δεν καταλήγει πουθενά)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Είμαι εντελώς απένταρος, στεγνός, βέρτζινος. Δεν υπάρχει σάλιο, δεν έχω μαντίλι να κλάψω. Κατάσταση που προκαλείται κυρίως μετά από ολοκληρωτική χασούρα σε τυχερά παίγνια, από κουμαρόλεθρο.

  2. Κατάσταση στην οποία περιέρχεται δυστυχές θύμα πλήρους ψειρίσματος κυρίως σε γκαρνταρόμπες καταστημάτων ή κατά τη διάρκεια του ύπνου.

  1. - Τί έγινε χτες στου μπαρμπα-απόχα ; Τους τα πήρες; - Με δουλεύεις ρε; Εντελώς καθαρός γύρισα.

  2. - Α, την πουτάνα, καθαρό με άφησε. Τον ψιλοπήρα και βρήκε ευκαιρία να μ' αδειάσει. Ούτε για τσιγάρα δε μου άφησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απολύτως απένταρος μάγκας που, ως επί το πλείστον, έχει περιέλθει σ' αυτήν την κατάσταση από απανωτές αποτυχημένες απόπειρες να ρεφάρει χασούρα από χαρτοπαιξία με ατυχή αποτελέσματα. Παρ' όλα αυτά, ο βέρτζινος δε θα κλειστεί στο σπίτι του να κλάψει τη μοίρα του αλλά θα γλεντήσει το καημό του με τράκα κρασάκι-τσιγαράκι. Παλιάς κοπής αντιλήψεις αλληλεγγύης στα πάθη του άντρα θα τον στηρίξουν μέχρι να ξαναπιάσει τη καλή.

- Γύρισε ο Τάκης βέρτζινος πάλι απόψε και τον παντόφλιασε η γυναίκα του.
- Άντε μωρέ τη σκύλα, όταν της τα φέρνει καλά είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι χλωμό και σπάνιο να ανταμώσει κανείς χλωρίδα και πανίδα στο ευρύτερο κλανόν άστυ. Με εξαίρεση βέβαια το πλαστικό Χριστουγεννιάτικο δέντρο που ο Δήμιος Αθηναίων Νικηταράς ο Δενδροφάγος φυτεύει άπαξ τον χρόνο και την ενδημική ποικιλία κατσικίδιων αρουραίων της συνομοταξίας Rattogamosaurus Graecus.

Εξ ου και η ανά οθόνη λεξιπλασία της Έλσας από το Lexilogia Forum.

Ο φυσιοδιφικός σύλλογος Αθηνών «Ομέρ Πριόνης» διοργανώνει rafting και Ιλισό και σαφάρι στον Ελαιώνα. Μη ξεχάσετε να φέρετε πετονιές, αεροβόλα, τσεκούρια και πλαστικές σακούλες για να απο-θανατώσετε την όποια διαφυγούσα χλωμίδα και σπανίδα. Πληροφορίες εντός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified