Further tags

Πετάω με αναθυμιάσεις / fly on fumes.

Έκφραση που σηματοδοτεί την έναρξη χρονικής διάρκειας κατά την οποία η ποσότητα του αλκοόλ που βρίσκεται στα ποτήρια ή /και στις κανάτες / μπουκάλια φτάνει σε ενοχλητικά χαμηλά δια τους συνδαιτημόνας επίπεδα.

Δευτερευόντως ανταποκρίνεται και στην φάση του ξενερώματος κατά το μεθύσι κατά την οποία οι εξερχόμενοι από την μέθη αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την κάμψη της χαλαρωτικής επίδρασης του αλκοόλ και ζητούν επαναληπτική δόση δια την επάνοδό τους στην πρωτύτερη κατάσταση όποτε είχαν κάνει κεφάλι.

Προέρχεται ιστορικά από την ταίνια ''Die Hard'' (Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει) 2, αυτή με τον Μπρούς Γουίλις, κατά την οποία ο πιλότος ενός επιβατηγού αεροσκάφους ομιλεί την παραπάνω φράση '' We're flying on fumes'' σε ασύρματη συνομιλία με τον πύργο ελέγχου.

Εκστομίζεται από πότες ή μπύρωες που έχουν κάνει ήδη κεφάλι από το πιοτό και βλέπουν τα καύσιμά τους να τελειώνουν. Άμεσος σκοπός η παραγγελία νέου ποτού ή το γέμισμα των ποτηριών από ήδη αγορασμένη ποσότητα αλκοολούχου σκευάσματος.

Συνώνυμες φράσεις:
''Άναψε το λαμπάκι του ντεπόζιτου'', ''μένουμε από καύσιμα'', οι οποίες έχουν παρόμοιο νοηματικά, πλην όμως φτωχότερο αργκοτικά, περιεχόμενο.

- Τώρα παράγγειλα άλλα δύο διπλά ουίσκια.
- Σωστόόόόός, πετούσαμε με αναθυμιάσεις εδώ και μισή ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταναλώνω κάτι υγρό.

Συνήθως αναφέρεται σε αλκοόλ.

  1. Πρώτος μου σταθμός, ήταν το περίπτερο της γειτονιάς μου, φυσικά για να πάρω τσιγάρα και κάτι για να βρέξω το λαρύγγι μου καθώς θα βολτάρω (από εδώ)

  2. Έχοντας επάξια τον τίτλο «ουίσκι κόκα κόλα», δεν θα μπορούσε να μην τον... δικαιολογήσει, όταν μάλιστα τον «έχτιζε» με κόπο και... ξενύχτια για χρόνια ολόκληρα.
    Ναι, για τον Σίντνεϊ Γκοβού γίνεται ο λόγος, μιας και το παιδί θέλησε να βρέξι λίγο το λαρύγγι του. Κάτι η διακοπή του πρωταθλήματος, κάτι τα... ωραία μαγαζιά της Πειραιώς, έκαναν τον Γάλλο άσο του Παναθηναϊκού «να το ρίξει έξω βρε αδελφέ...»
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην κατάσταση που έχει περιέλθει κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ: συγκεκριμένα στην πολλαπλή αποβολή ασυνήθιστα μεγάλης ποσότητας γαστρικού περιεχομένου εκ του στόματος.

Ο «κώλος» χρησιμοποιείται αυθαίρετα και συνειρμικά, καθώς ο περί ου ο λόγος ντίρλας αποβάλει τα ίδια του τα σωθικά, έχοντας χάσει τον έλεγχο του εαυτού του.

Ρε τα έμαθες για τη Βάλια;Προχθές που βγήκαμε έξω ήπιε όλο το Βόσπορο και μετά ξέρναγε το κώλο της.Αφού τη πήγαμε στο νοσοκομείο και τη βάλανε στον ορό για να συνέλθει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική λεξιπλασία, η οποία προκύπτει από τις λέξεις Ιλιάδα και λιάρδα.

Αναφέρεται σε φάση επικών διαστάσεων κατανάλωσης αλκοόλ και μέθης (και των συνεπειών αυτής), αναλόγων δηλαδή με τη βαρύτητα και σπουδαιότητα του πασίγνωστου ομηρικού έπους.

- Έαε, τι γίνεται;
- Χάλια... βγήκαμε χτες με τον Ιεροκλή και τα ήπιαμε... τι τα ήπιαμε δηλαδή, Ιλιάρδα, κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο μεθυσμένος, ο τελών σε αλκοολική τοξίκωση, ο ντίρλα, ο γκολ, ο κουρούμπελο. Μην πει κανείς ότι δεν υπάρχει - υπάρχει και παραϋπάρχει σε Δυτ. Μακεδονία μεριά (Φλώρινα και Καστοριά σίγουρα, το έχω ακούσει από ξεχωριστά άτομα άσχετα μεταξύ τους).

Παίζει να είναι και σλαβομακεντόντσι προέλευσης, άλλωστε Γ(κ)ρούιος Νικόλαος λεγόταν και ο παππούς του σημερινού γυφτοσκοπιανού πρωθυπουργού, από την Αχλαδιά Φλωρίνης, πεσών τον Οκτώβριο του 1940 στο Αλβανικό μέτωπο ως στρατιώτης του Έψιλον Σου.

  1. Πού έπινες πάλι και γυρνάς ντιπ γκρούγιος;

  2. Ίσιωμα! Πρόσεχε που πατάς, γκρούγιο!

Μνημείο στην Αχλαδιά Φλωρίνης για τους πεσόντες στο Αλβανικό μέτωπο του \'40. (από allivegp, 31/12/11)Close up του προηγουμένου (από allivegp, 31/12/11)

Δεν υπάρχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κατάποση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ, το μπεκρούλιασμα.

  2. Ο πιωμένος. Δεν είναι ακριβώς συνώνυμο των λέξεων μπέκρα και αλκόλα, καθότι δεν δηλώνει πάντα μόνιμη κατάσταση.

  1. - Πού είναι ο Στέλιος;
    - Καλεσμένος σε μπάτσελορ πάρτυ.
    - Κατάλαβα, πάλι πιώματα θα έχουμε απόψε, τη βλέπω τη δουλειά...

  2. Ρε το πιώμα, ρε πού πας να περπατήσεις μες τη μέση της εθνικής ρε μαλάκα, σύνελθε κι έλα μαζί μου, ρε! (χικ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω και μεθώ, ωχ αμάν. Πίνω αλκοόλ με σύστημα, με μεράκι, με σκοπό, με στόχο. Πίνω μερακλίδικα. Είμαι ψιλοαλκοόλα. Ή και τελειωμένος.

- Πού είναι ο Μάκης;
- Ε, στο μπαράκι και θα την πίνει, τι ρωτάς και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φαίνεται κι εδώ, όταν λέμε: «τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται» εννοούμε όταν τύχει κάποιοι να κάνουν παρόμοιες σκέψεις. Η ατάκα αυτή εξυψώνει τους ομιλητές, υποβοηθώντας το μεταξύ τους επικοινωνιακό κλίμα.

Όταν κάνουμε μια μικρή επέμβαση στη φράση, προκύπτει ο όρος της συγκεκριμένης περίπτωσης.

Διακρίνουμε τρεις περιπτώσεις:

  1. Εδώ συμφωνούμε με την άποψη «τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται», άποψη που μόλις ακούσαμε. Αποκαλώντας το πνεύμα οινόπνευμα, συμβάλλουμε στο να προσδοθεί μια χιουμοριστική νότα στα πράγματα και να βελτιωθεί περισσότερο η μεταξύ μας επικοινωνία (βλ. παράδειγμα 1).

  2. Όταν διαπιστώνουμε πως κάποιοι, που τους ξέρουμε ως δυνατούς πότες, τα πίνουν και παρέα. Όταν τα πίνουν, το πνεύμα τους γίνεται... οινόπνευμα. Αυτό μπορεί να συμβεί συγκυριακά, μπορεί όμως να συμβαίνει και συχνά και εμείς να το αγνοούμε (βλ. παράδειγμα 2).

  3. Όταν κάποιοι που είναι λιάρδα, συμφωνούν για παράλογα πράγματα.

Ο όρος εκφέρεται από κάποιον που διαπιστώνει πως για μια τέτοια... συμφωνία, δεν μπορεί να μιλάει το πνεύμα, αλλά το οινόπνευμα.

Πώς το διαπιστώνει αυτό;

Όταν βλέπει πως, για θέμα που απαιτεί την απλούστερη νοητική επεξεργασία, κι οι δυο πότες καταλήγουν στην ίδια μπαρούφα, όταν βλέπει πως κι οι δυο θεωρούν πως μπορούν να πραγματοποιήσουν τα πλέον αδύνατα πράγματα, κλπ.

Ο τύπος θεωρεί πως, και για τα δυο, φταίει ο απίστευτος βαθμός της νοητικής χαλαρότητας που μπορεί να προκληθεί από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Με αφορμή το συγκεκριμένο γεγονός, θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιους που από το πολύ πιόμα έχουν καταστρέψει τη διανοητική λειτουργία τους.

Για την περίπτωση 3, βλ. παράδειγμα 3.

  1. - Αγγελικούλα κι εγώ όταν το είδα, με βυσσινάκια το φαντάστηκα (τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται) ή με γλυκό κερασάκι επίσης.....
    - Nαι Έλενά μου είδες; Τα μεγάλα οινοπνεύματα συναντώνται! Δες

  2. - Είδα τον Μήτσο και τον Κώστα να τα πίνουν στην ταβέρνα της πλατείας. Τους ήξερα για κρασοπατέρες, αλλά δεν γνώριζα πως τα πίνουν και παρέα.
    - Τους σύστησαν τις προάλλες κι από τότε έγιναν αχώριστοι. Μιλάμε... βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. - Ετς! Κάποια στιγμή... τα μεγάλα οινοπνεύματα συναντώνται ... χε χε.

  3. - Είχαμε βγει χθες με τους υπόλοιπους της σαββατοπαρέας. Ο Κώστας κι ο Πέτρος ήπιαν... ήπιαν... ήπιαν. Από κάποια στιγμή και πέρα... έλεγαν τα... κουλά. Ό,τι μαλακία πέταγε ο ένας, την έβρισκε έξοχη ιδέα ο άλλος. - Τα μεγάλα οινοπνεύματα συναντώνται, φίλε μου. Απ' τις πολλές τις μεταξύ τους συναντήσεις όμως, έχουν καταντήσει να 'χουν μυαλό με λειψό ειδικό βάρος, λόγω της μόνιμης κατακράτησης οινοπνεύματος στον εγκέφαλο. Έτσι, ό,τι πουν, προσεγγίζει το ό,τι πιουν.

Ουσίες κι οινοπνεύματα (από GATZMAN, 05/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι προέκταση της λέξης κόκαλο και αναφέρεται σ' αυτόν που βρίσκεται υπό την έντονη επήρεια ουσιών ή/και αλκοόλ.

-Γεια σου Billy! -Ω τη Μαίρη μας!
-Είσαι καλά;
-Εγώ καλά είμαι, εσύ καλά είσαι;
-Α κατάλαβα. Πάλι κοκαλίγκα είσαι Bill!

(από baburas, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κρεμάω, χαλαρώνω
  2. Βάζω μέσα σε σακκούλα
  3. Είμαι φυτό, ζαμπόν, αλοιφή
  1. Εσύ που γυμνάζεσαι πολύ, να ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις γιατί οι μυς μετά σακκουλιάζουν και δεν θα βλέπεσαι...

  2. - Τι να τα κάνω τώρα όλ' αυτά τα φαγητά, κρίμα είναι να τα πετάξω...
    - Σακκούλιασέ τα και ρίχ' τα στις γάτες.

  3. Χθες ήπιαμε τόσους μπάφους που μέχρι τα ξημερώματα ήμουν σακκουλιασμένος σε έναν καναπέ και δεν ένιωθα τίποτα.

βλ. και σα(κ)κουλέας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified