Further tags

Ευρύτερα γνωστό ως: «πνίγω το κουνέλι».

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη».
Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πάει το γράμμα».

Φράσεις με ίδια σημασία:

  • τη γυρνάει τη μπετονιέρα
  • τη μαδάει τη μαργαρίτα
  • τη ματσακονιάζει τη βάρκα
  • τη σουρώνει την ψαρόσουπα
  • τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
  • την ανοίγει την πίσω πόρτα
  • την καταπίνει την κοινωνία
  • την κουνάει την αχλαδιά
  • την κουνάει την καμπάνα
  • την κρατάει την τιάρα
  • την κυνηγάει την πέρδικα
  • την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
  • την τινάζει την βερικοκιά
  • τις μαζέυει τις ελιές
  • το γρασάρει το ρουλεμάν
  • το γυαλίζει το φυνιστρίνι
  • το δαγκώνει το αντίδωρο
  • το ευλογάει το γένι
  • το ζυμώνει το μπιφτέκι
  • το καβουρδίζει το φυστίκι
  • το κανελώνει το ριζόγαλο
  • το καταπίνει το κουκούτσι
  • το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
  • το μαζεύει το λάστιχο
  • το μαζεύει το σαπούνι
  • το μαστιγώνει το δελφίνι
  • το μελώνει το παστέλι
  • το πάει το γράμμα
  • το πιπιλίζει το καλαμάκι
  • το ρουφάει το γλειφιτζούρι
  • το ρουφάει το κανελόνι
  • το σαλιώνει το πασαλάκι
  • το σηκώνει το ράσο
  • το σηκώνει το σακάκι
  • το στρώνει το σεντόνι
  • το σφίγγει το μπουλόνι
  • το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
  • το τρίβει το πιπέρι
  • το φυσάει το αχνιστό
  • το ψέλνει το ευαγγέλιο
  • το ψήνει το τσουρέκι
  • τον απλώνει τον τραχανά
  • τον βάζει το σύρτη
  • τον παίρνει
  • τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
  • τον στρίβει τον ντολμά
  • τον τσουρουφλίζει τον αστακό
  • τον φτύνει τον ταραμά
  • την καίω τη βάτα
  • την σιδερώνω τη γραβάτα

Σαφής ορισμός.

Βλ. και παίρνω τον πούλο και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οξεία Μπουρναζίτιδα (Bournazitis Tsiftetelius)

Περιγραφή: Ασθένεια ευρέως διαδεδομένη. Μεταδίδεται ταχύτατα, κυρίως από θηλυκούς φορείς σε αρσενικούς. Προκαλεί εξάρτηση σε κιθαρισμούς χαμηλής αισθητικής στάθμης και στίχους ανύπαρκτου περιεχομένου.

Συμπτώματα: Στα αρσενικά, κύριο σύμπτωμα αποτελούν τα κολλητά μπλουζάκια και οι συνεχόμενες, κυκλικές περιστροφές γύρω από μία πλατεία με το ηχοσύστημα στην «τσίτα». Οι θηλυκοί ασθενείς αναγνωρίζονται από τον ανύπαρκτο ρουχισμό, το bleach μαλλί και τις τριώροφες γόβες.

Επιπτώσεις: Αιμορροΐδες και φλεβίτιδα από την ορθοστασία στις εισόδους των κλαμπ. Στομαχικές διαταραχές από την υπερκατανάλωση σκευασμάτων κηροζίνης (μπόμπες - σφηνάκια), καταστροφή εγκεφαλικών κυττάρων από τα ντεκαπάζ. Στις γυναίκες ίσως παρατηρηθούν και μητρικά λόγω της έλλειψης ένδυσης στα κάτω άκρα.

Θεραπεία: Ο ασθενής κλείνεται σε ένα ηχομονωμένο δωμάτιο για ένα μήνα και δένεται σε μία καρέκλα. Γύρω του, βρίσκονται τοποθετημένα 8 ηχεία, 4 μόνιτορ, 3 δορυφόροι και 6 sub-woofer από τα οποία και ακούγεται επί 18 ώρες το 24ώρο deathmetal, grindcore, punk, ska, και νορβηγικό black. Τις υπόλοιπες 6 ώρες της ημέρας επαναλαμβάνονται συνεχώς τα 3 πρώτα τραγούδια από το «Τhe Wall» των Pink Floyd.

Ορισμός σαφής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την πατήσαμε, την φάγαμε.

- Περάσαμε με κόκκινο και πίσω μας είναι μπατσάδικο...
- Την κάτσαμε...

Δες και τη γαμήσαμε τη βάρκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!

Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται για κάποιον που έχει πιει και τραυλίζει, δυσκολεύεται να μιλήσει. Βλέπε: Ορέστης Μακρής.

Ο Τάκης ήταν νηστικός από χθες κι έτσι μετά από κανα - δυο ουίσκια άρχισε να μιλά ορέστικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία αφορά συνήθως σε μια κατάσταση η οποία δεν πάει άλλο, είναι απελπιστική ή μας προκαλεί σοβαρή δυσφορία.

- Πώς τα βλέπεις; Θα βάλουμε κανα γκολάκι να πάμε παράταση;
- Καλά στραβός είσαι ρε; Δε βλέπεις που γαμιέται ο Δίας τόση ώρα;

(από jesus, 12/09/11)αν ψηφίσετε Σύριζα... (από MXΣ, 22/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημι-μάγκικη έκφραση η οποία σημαίνει ότι έχω πετύχει την μέγιστη δυνατή ταχύτητα του οχήματός μου και συνεχίζω ακάθεκτος. Παρομοίως: το σανιδώνω, πάω με τα χίλια, πάω γαμιώντας.

-Ρε Μήτσο, κάνε λίγο άκρη τη νταλίκα να κατέβω μισό... κατουριέμαι...
-Αδέρφι, δε ξέρω αν το 'χεις καταλάβει, αλλά έχουμε πιάσει τελικές εδώ πέρα...

Βλ. και φουλάρω, τελικιάζω, κομμάτια, πηγαίνω, τέζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει συνωστισμό, κοσμοσυρροή, κατάσταση στην οποία «χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα».

Συνώνυμες εκφράσεις:

Ιστορικές σημειώσεις:

Λέγεται ότι προπολεμικά αλλά και λίγο αργότερα, όταν αγκυροβολούσε τότε στον όρμο του Φαλήρου ο συμμαχικός στόλος, οι ιερόδουλες της εποχής συνωστίζονταν στη μεγάλη μεταλλική εξέδρα που υπήρχε τότε στη παραλία του Νέου Φαλήρου και μάλιστα στα κάγκελα της δεξιάς πλευράς (προς τον εξερχόμενο) που έβλεπαν προς την Ακρόπολη στα οποία και ανέμεναν τους επίδοξους πελάτες τους. Όταν όμως δεν υπήρχε ο στόλος τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς απέτρεπαν την οποιαδήποτε παραμονή εκεί χαρακτηρίζοντας το χώρο ως «της πουτάνας το κάγκελο». (Πηγή: Βικιπαίδεια)

Άλλα:

Πρόσφατα βρέθηκε (βλ. εικόνα).

- Πήγες Μέιντεν τελικά;
- Ναι φίλε, έχασες που δεν ήρθες!
- Κόσμο είχε, ή βαράγατε μύγες;
- Της πουτάνας το κάγκελο! Χαμός σου λέω!

(από yabihten, 13/11/07)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο, αλλά εν χρήσει.
α. σα να λέμε: «του πούστη».
β. συμπληρώνει και ενισχύει τα υβριστικά επίθετα

α. - Πήγα πάλι από κει και ήταν κλειστό. Ε, του κερατά, δεν ξαναπάω.

β. - Αυτός, είναι μια παλιόπουστα του κερατά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναπάντεχη αποτυχία ή κάτι που σε αφήνει ξερό και χωρίς περιθώρια αντίδρασης.

Και εκεί που πίεζε η Αγγλία να κάνει το 2-0 γίνεται στο 85 η ισοφάριση από τον Ζιντάν και κάθονται όλοι οι Εγγλέζοι πάνω στο παγωτό.

Got a better definition? Add it!

Published