Όταν δεν μας καίγεται καρφί.
- Στα αρχίδια μου!!
  - Να και τα άστρα, να και η γλάστρα!
Όταν δεν μας καίγεται καρφί.
- Στα αρχίδια μου!!
  - Να και τα άστρα, να και η γλάστρα!
Got a better definition? Add it!
Γεμάτος, πλήρης.
Συνώνυμα: πήχτρα, φουλ, κάργα.
- Πώς περάσατε στο πάρτι με τον έτσι προχθές;
  - Ξενέρααα... Κατάσταση καυλόσπυρο και γυαλί-πατομπούκαλο. Τίγκα στα σπασικλάκια... Ούτε σε συνέδριο μαθηματικών να με πήγαινε.
  - Τόσο χάλια;
  - Ρε πίναν λεμονάδες και τρώγαν τυροπιτάκια λέμε...
  - Έλα ρε...! Κι ο δικός σου γούσταρε;
  - Τα τυροπιτάκια ναι, τη χυλόπιτα δεν ξέρω.
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει έγκριση, επιδοκιμασία.
Επιτατικά:
και αρνητικά:
Συνώνυμα: αξίζει, μετράει.
- Τι σου είπε ρε η καινούργια του Σιφρέντι;
  - Τι να μου πει, αφού ξέρεις ότι δεν είμαι του σοφτ σαδό.
- Όρμα ρε μαλάκα, στουπί είναι η γκόμενα! Άμα της τα ρίξεις θα πέσει σαν ώριμο σταφύλι.
  - Δε λέει ρε μαλάκα, δεν βλέπεις τα βυζιά της, που 'ν' έτοιμα να πέσουνε σαν ώριμα καρπούζια; Να σου δώσει αυτή βυζοσκάμπιλο να σ' αφήσει σέκο...
Got a better definition? Add it!
Στη φράση το βάζω αμέτι μουχαμέτι, βάζω στόχο να καταφέρω κάτι (με κάθε θυσία), είμαι αποφασισμένος για κάτι.
Got a better definition? Add it!
Όταν συμπληρώνετα από την φράση «στ' αρχίδια μου σαμπάνιες» δημιουργεί την ίδια εντύπωση αδιαφορίας με μεγαλύτερη όμως «ποιητική» δράση (θυμίζοντας τις αθάνατες ελληνικές βραδιές στα σκυλάδικα)!
-Ρε μαν, πάρε τη Ράνια τηλέφωνο μην σε χέσει!
  -Στον πούτσο μου λουλούδια, στ' αρχίδια μου σαμπάνιες.
Got a better definition? Add it!
Το συναντάμε στην έκφραση Έγινε της κακομοίρας, που σημαίνει: έγινε μεγάλη αναστάτωση.
Αντί παραδειγμάτων, συνώνυμα:
Έγινε
κλπ κλπ
Got a better definition? Add it!
α) Ιδρώνω διαρκώς και ασταμάτητα.
β) Είμαι στην τσίτα με μία κατάσταση και δεν μπορώ να ηρεμήσω με τίποτα.
α) Καλά δεν κλείνουν τα καλοριφέρ εδώ μέσα, έχω κατεβάσει τρελή παροχή.
β) Κάτσε τώρα γιατί έχω κατεβάσει παροχή, με τις μαλακίες του μπροστινού [οδηγού].
Got a better definition? Add it!
Είμαι τόσο αδερφή που, όταν κρατάω τσιγάρο, τσακίζω στο ύψος του ώμου τον καρπό του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, για να μιμηθώ την κομψή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, καίω τη βάτα του σακακιού μου...
Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν, κλπ
- Καλά, δεν βλέπει η Μαρίνα πως αυτός που παντρεύτηκε είναι αδερφάρα; - Τι να σου πω, δεν ξέρω... Φαίνεται όμως με τη μία ότι ο τύπος την καίει την βάτα...
Got a better definition? Add it!
Απρόσωπη έκφραση. Όρος που δηλώνει απαξίωση και αδιαφορία μπροστά σε κάτι φαινομενικά σοβαρό. Συνώνυμο του δεν βαριέσαι (βρε αδελφέ).
- Έπρεπε να του τα πεις ένα χεράκι!
  - Δε γαμιέται, σιγά μην του έδινα και σημασία του παλιομαλάκα...
Got a better definition? Add it!
Είμαι υπεραπασχολημένος και αγχωμένος με κάτι, είμαι πολυάσχολος.
Ως μεταβατικό ρήμα
(α) τρέχω κάποιον: κρατώ κάποιον απασχολημένο, αγχώνω κάποιον αναθέτοντάς του καθήκοντα. Συνώνυμα: αγγαρεύω (β) τρέχω ένα πρόγραμμα (ζαργκόν πληροφορικής): εκτελώ το πρόγραμμα (γ) τρέχω μία επιχείρηση: διευθύνω/είμαι υπεύθυνος για την επιχείρηση
- Μη χάνεσαι ρε βλάκα έτσι, πάμε για έναν καφέ στην τελική.
  - Δεν προφταίνω ρε συ, τρέχω ακόμη με την διπλωματική. Αν δεν τελειώσει αυτή η μαλακία, δεν με βλέπω να χαλαρώνω καθόλου.
(α) Διδακτορικό είναι αυτό ή χαμαλίκι ρε πούστη; Ό,τι γραφειοκρατία και να προκύψει, εμένα θα τρέξει ο μαλάκας...
  (β) Διόρθωσα εκείνο το μπαγκ που σού 'λεγα, αλλα πάλι δεν μπορώ να το τρέξω το γαμίδι...
  (γ) Έπαθε ένα ατύχημα ο κυρ-Γιώργης, και το ουζερί για την ώρα το τρέχει ο γιος του.
Τι τρέχει ρε, γιατί τέτοια μούτρα; Συνέβη κάτι;
Βλέπε και δεν τρέχει κάστανο, δεν τρέχει μία, δεν τρέχει τσάι.
Got a better definition? Add it!