Και θα μού 'ρθει ντουβρουτζάς
= μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι = παθαίνω εγκεφαλικό = σοκ, έκπληξη, ξάφνιασμα
Μπαίνω στο σπίτι και μού 'ρθε ντουβρουτζάς μ' αυτό που είδα...
Και θα μού 'ρθει ντουβρουτζάς
= μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι = παθαίνω εγκεφαλικό = σοκ, έκπληξη, ξάφνιασμα
Μπαίνω στο σπίτι και μού 'ρθε ντουβρουτζάς μ' αυτό που είδα...
Βλ. και σχετικά ντουβρουτζάς, ντουμπρουτζάζ
Got a better definition? Add it!
Έχει προέλθει απο τον σχιζοφρενή με το πριόνι της Αννίτας. Σημαίνει ευχαρίστηση και εντυπωσιασμό.
- Είναι πριόνια η κοπέλα.
- Χθες περάσαμε πριόνια.
Got a better definition? Add it!
Υποτιθέμενη σχολή που τελειώνουν όσες κοπέλες δεν σπουδάζουν αλλά αναζητούν εναγωνίως γαμπρό από τα 18 τους (συνήθως με την προτροπή των γονιών τους). Συνηθίζεται και στις περιπτώσεις που κοπέλες διακόπτουν το Λύκειο για να παντρευτούν. Παραλλαγή της παλιάς σχολής Ανωτάτη Εμπορική.
- Ποια σχολή θα βάλεις πρώτη στο μηχανογραφικό;
- Δεν θα δώσω εξετάσεις, έχω ήδη περάσει στην Ανωτάτη Παντρευτική!
- Γιατί εξαφανίστηκε η Μαρία από το σχολείο τελευταία;
- Δεν τά 'μαθες; Πέρασε στην Ανωτάτη Παντρευτική!
Got a better definition? Add it!
Κρυώνω.
Ρε σεις δεν πάμε να κάτσουμε μέσα, την έχω δαγκώσει εδώ έξω!
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο.
Got a better definition? Add it!
Ευρέως διαδεδομένη έκφραση που υποδηλώνει ότι κάποιος πέταξε βλακεία. Στη συντριπτική πλειοψηφία χρησιμοποιείται με τη φράση «Ωχ, το μάτι μου!».
- Λέω να πάμε από την Ποσειδώνος το πρωί, δεν νομίζω να έχει κίνηση.
- Ωχ το μάτι μου! Τι είπε ρε το άτομο! Της τρελής γίνεται!
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει πεινάω πολύ, συνήθως με αισθητά συμπτώματα στο στομάχι (γουργούρισμα κτλ).
- Ρε συ, που διάολο ψήνουν μπιφτέκια πρωί πρωί και μυρίζει ο τόπος;
- Άσε, και δεν έφαγα τίποτα για πρωί, με έχει κόψει λόρδα...
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν:
Η φράση είναι υπερθετικού βαθμού σε σχέση με τα συνώνυμά της και δείχνει κάτι το αναπόφευκτο. Προέρχεται από κλασικές σκηνές πορνό, όπου το άτυχο θύμα είναι αυτό που θα τον πάρουν τα σκάγια από τους πρωταγωνιστές (συνήθως στα αυτιά - όπου θα του τον ακουμπήσουν κιόλας) ή θα του τον χώσουν από πίσω την ώρα που κάνει αυτός σεξ ανυποψίαστα (φερμάρω) στο πλάνο.
Γενικά δείχνει μπαμπέσικο χώσιμο από τρίτους συνήθως στον πιο αγαθό. (μπαμπέσας)
Συνώνυμα: χοσέ κουέρβο, χοσέ αρμάντο.
1.- Πώς πάει φιλαράκι η δουλειά;
- Άσε ρε φίλε, έφαγα ψωλιά! Μου έκαναν προαγωγή, αλλά χωρίς αύξηση... Θα είμαι με μια βαλίτσα στο χέρι και Σ/Κ γραφείο...! Γαμήθηκε το σύμπαν!!!
2.- Καραμήτρος!! Σήμερα το μενού έχει τουαλέτες, μαγειρεία, θαλαμοφύλακας και το βράδυ γερμανικό!
- Ρε τον κακομοίρη τι τού 'μελλε να πάθει... Τρελή ψωλιά έφαγε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Θριαμβεύσαμε.
- Πήγαμε, παρουσιάσαμε το πρόγραμμά μας, τους πήραμε τα σώβρακα και φύγαμε.
- (ο συνεργάτης μας) Και τις φανέλες μαζί!
Got a better definition? Add it!
Σπαταλήσαμε τον χρόνο μας χωρίς να κάνουμε τίποτε, άσκοπα.
Παραφράζει τον τίτλο του θεατρικού του Μπέκετ Περιμένοντας τον Γκοντό (En attendant Godot)
- Χθες όλη τη μέρα την περάσαμε περιμένοντας τον κοντό.
Got a better definition? Add it!
Ατάκα από ανέκδοτο η οποία, όπως και πολλές άλλες (π.χ. βλέπε εδώ), έχει αυτονομηθεί. Λέγεται εύστοχα για να δείξουμε ότι κανένα νόημα δεν έχει να μπαίνουμε σε κόπο για κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως χαμένο από χέρι - αλλά και να μην ήταν, βαριόμαστε τόσο πάρα πολύ που πάλι δεν θα κάναμε τίποτε.
Τέσπα, το αρχικό ανέκδοτο πάει κάπως έτσι - Δυο τραβεστί συζητούν το μέγα θέμα αν ομοφυλόφιλος γίνεσαι ή γεννιέσαι. Και λέει η πρώτη:
- Καλέ, Στάσα μου, γεννιέσαι, γεννιέσαι. Είναι βέβαιον. Διότι εγώ, ξέρεις, από αυστηρή οικογένεια κι αυτά, αλλά από τριων χρονών παιδί πού μ' έχανες πού μ' έβρισκες, στα συρτάρια της μαμάς να προβάρω τις κομπινεζόν και τα πασουμάκια με τα τακούνια και να καμαρώνω με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Τι ήξερα μικρό παιδί; Μέσα μου το είχα - έμφυτο.
- Εγώ πάλι, Σούλα μου, τι να σου πω; Νομίζω ότι δεν γεννιέσαι, έρχονται έτσι τα πράγματα, κάτι αλλάζει και γίνεσαι. Πάρε μένα - μέχρι τα δώδεκα τίποτα δεν ήξερα, του κατηχητικού, χαμπάρι δεν είχα από τέτοια ...
- Έ, και στα δώδεκα τι έγινε;
- Έ, στα δώδεκα πήγα το καλοκαίρι στο χωριό και βγαίνω στα χωράφια να μαζέψω λουλουδάκια ... να κουράστηκα, ξάπλωσα στο χορτάρι, και κει που μ' έπαιρνε ο ύπνος έρχεται ένα παιδί απ' το χωριό - αααχχχ, ένα ωρρρραίο παιδί - ε, κι έρχεται έτσι από πίσω ... ε, και να μη στα πολυλογώ, τό 'μαθα και καλόμαθα ... γίνεσαι, Σούλα μου, γίνεσαι ...
- Καλά, μωρή, δώδεκα χρονώ ήσουνα κι έρχεται ο άλλος να στη μοστράρει και δεν κάνεις τίποτα ... γιατί δεν σηκώθηκες να τρέξεις, να φύγεις;
- Έ, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ...
- Μας περιμένουν οπωσδήποτε απόψε στο Φολί, Γιάννη μου, άντε κουνήσου, κάνε ένα μπάνιο να πάμε.
- Άσε ρε Θώμη, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ... Μια απ' τα ίδια θα είναι ... Κι έχει και μπάσκετ στην τηλεόραση ... Άραξε ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified