Τον πίνω / τον ήπια (κανονικά): Έκφραση που, αν και παραπέμπει σε προστυχιά, τις περισσότερες λέγεται για περιπτώσεις παταγώδους αποτυχίας ή μεγάλης ζημιάς, νίλας.

Δεν είναι σαφές σε τι αναφέρεται η αντωνυμία «τον», αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για σεξουαλικό υπονοούμενο.

Για πιο εμφατική χρήση της έκφρασης χρησιμοποιείται και η λέξη «κανονικά», όπως στο πρώτο παράδειγμα που ακολουθεί.

  1. -Πώς πήγε ο αγώνας μπάσκετ χθες;
    - Τον ήπιαμε κανονικά, οι αντίπαλοι μας γάμησαν στα τρίποντα και εμείς καθόμασταν σαν μαλάκες και το ξύναμε... Ήμασταν να μας κλαίνε οι ρέγγες.

  2. Αφού η εταιρία του τον ήπιε μετά το σκάνδαλο, αποφάσισε να την κλείσει.

Βλ. και την πίνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από την χαρακτηριστική κίνηση που γίνεται όταν βαράει κάνεις μαλάκια.

Η χρήση της δεν προορίζεται στην καθεαυτού πράξη του αυνανισμού, άλλα στην βαρεμάρα και την απραξία, συνώνυμο του τα ξύνω.

- Τι λέει σήμερα η δουλειά;
- Τίποτα δεν έχω κάνει. Τον πλάθω απ' το πρωί.

Κουλουράκια (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δυσάρεστο συναίσθημα που ένιωσε κάποιος, όταν, ναυαγός, κατέληξε στο νησί των Σειρήνων που αυτές είχαν την μορφή της Γ. Βασιλειάδου.

Κοινώς όταν βρεθείς σε κοινωνική εκδήλωση και τα χάψαλα είναι συντριπτικά περισσότερα από τις αιθέριες υπάρξεις, υφίστασαι το αλγεινό αυτό σύμπτωμα που επίσης παρατηρείται σε συνθήκες υπερβολικού ψύχους. Το αντρικό μόριο, ως φιλόκαλλον νοήμον ον, συρρικνώνεται τόσο πολύ που νομίζεις πως έπαθε αναρρόφηση. Είναι σαν... να πρόκειται για ένα ντροπαλό σαλιγκάρι που κλείνεται στο καβούκι του...

— Πολύ μάπα τελικά χτες το πάρτυ στη δουλειά. Ήταν όλες οι πατσόλες εκεί που έψαχναν για γαμπρό. Άσε, τί να λέμε τώρα, τον έψαχνα μετά.
— Το ξέρω, σε καταλαβαίνω. Κι εγώ έπαθα το ίδιο, μέχρι να 'ρθω ξύλιασα στο μηχανάκι πάνω χειμωνιάτικα. Κι εγώ τον έψαχνα.

(από Khan, 04/03/11)

Σύγκρινε με: τον δαγκώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε οτιδήποτε θέλουμε να δώσουμε έμφαση ότι το κάνουμε. Μέχρι καί το παρακάνουμε.

- Και του έδωσαν και κατάλαβε στο χορό.

- Μπράβο στο συγγραφέα, του έδωσε και κατάλαβε.

- Έδωσε «τροφή» για ρεπορτάζ στους δημοσιογράφους του καναλιού, οι οποίοι του έδωσαν και κατάλαβε.

- Χθες είδα μια ταινία στο dvd στην οποία η πρωταγωνίστρια για να εκδικηθεί τον βιαστή της, πήρε ένα μαύρο στραπ-ον και του έδωσε και κατάλαβε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιβάλλω βαρύτατη ποινή, πρόστιμο, τιμωρία κλπ. Ως επί το πλείστον εκφέρεται στο τρίτο πρόσωπο, «μου τη ρίξανε στ’ αυτιά» ή «μου την έριξε στ’ αυτιά», όπου ο ρίψας είναι συνηθέστατα η Εφορία, αλλά και το όργανο (τροχόμπατσος, δημομπάτσος κλπ.) που κόβει κλήση, το δικαστήριο, ο δίκας, και γενικώς οποιοσδήποτε έχει εξουσία να επιβάλλει ποινές.

Συνώνυμο: κόβω τον κώλο τινός.

- Γάμησέ τα μαλάκα, μου τη ρίξανε στ’ αυτιά, μια κατοστάρα θα μου φύγει. - Ε δεν ήθελες περαίωση, γυρεύοντας πήγαινες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση τα χαλάω με κάποιον: παύω τη σχέση μου (ερωτική, επαγγελματική) με κάποιον. Αντώνυμο: τα φτιάχνω.

  2. Στεναχωρώ. Ειδικότερα στην παθητική φωνή, χαλιέμαι: επηρεάζομαι αρνητικά απο ποτό/ουσίες. Δες και δεν σε χάλασε (καθόλου).

  3. Σκοτώνω (αργκό που μαθαίνουμε από παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο).

1.- Καλά ρε μαλάκα, τα χάλασες με την Πιπίτσα;
- Ε δεν πήγαινε άλλο με το μπίρι-μπίρι της. Σαν να τά 'χα με τη θειά μου ήταν.

  1. ΚΟΥΛΗΣ (παίρνει τον γάρο, τραβάει μια τζούρα, μιλάει μέσα απ'τον καπνό): Εγώ πάντως ρε σεις, ειλικρινά, χαλάστηκα πολύ που πέθαν' ο Χριστόδουλος να 'ούμε...
    ΤΟΥΛΗΣ: Σ' το 'πα ρε ζοβιόλη, κόφτο να 'ούμε... Αφού σε χαλάει, δεν το βλέπεις...;

  2. Πού πας μονάχος σου ωρε Παναή; Θα σε χαλάσουνε!

(από poniroskylo, 18/04/08)(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified