Further tags

Ταιριάζει. πηγαίνει, είναι λογικά επακόλουθο.

  1. - Πώς σου φαίνεται το τραγούδι που έγραψα;
    - Καλό είναι, όμως αυτή η εισαγωγή που έβαλες δεν κολλάει καθόλου...

  2. - Τι έκανες εκεί ρε; Φόρεσες επίσημο σακάκι και από κάτω σκισμένο τζιν;
    - Τι, δεν κολλάει;
    - Είσαι καλά; Και βέβαια δεν κολλάει, εκτός κι αν ξημέρωσαν 80s και δεν το πήρα πρέφα...

  3. - Πιστεύεις αυτά που μας είπε ο Νίκος; - Δεν ξέρω, κάτι δεν μου κολλάει σε αυτήν την ιστορία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνηση αίλουρου, χωρίς αιτία και κυρίως για εντυπωσιασμό.

Δεν αφήνεις τις ταρζανιές μην στραμπουλήξεις κάνα δάχτυλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει την ελαχιστοποίηση των ελπίδων για κάτι. Η ιδέα μάλλον είναι ότι κάποιος βρίσκεται στο σκοτάδι και περπατάει ψάχνοντας για φως, άρα για την έξοδο (εξ ου και η έκφραση/εκπομπή της Νικολούλη φως στο τούνελ).

  1. - Τόσο γυμναστήριο κι αυτή η μπυροκοιλιά δεν πέφτει με τίποτα! Θα πάρω τίποτα λιποδιαλυτές, γιατί αλλιώς δεν βλέπω φως...

  2. - Πολύ αργούν οι γκόμενες... Λες να μην έρθουν;
    - Τι να σου πω, ας τις περιμένουμε κανένα τεταρτάκι ακόμα, αλλά δεν βλέπω φως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποείται για τον τύπο ανθρώπου που έχει αρχίσει να τα χάνει και συμπεριφέρεται αλλόκοτα. Επίσης μπορεί να προσδιορίσει και μια κατάσταση.

  1. Καλά ο Φρίξος κάνει συνεχώς παπαριές το άτομο... είναι εντελώς ντουμπρουτζάζ!

  2. Η φάση εδω μέσα είναι εντελώς ντουμπρουτζάζ, ούτε που καταλαβαίνω τι γίνεται!

Βλ. και σχετικά ντουβουρτζάς, ντουβρουτζάς, καθώς και τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είμαι / φαίνομαι κάπως είναι σχεδόν αυτονόητο ότι πρωτοεκστομίστηκε από γυναικεία χείλη, προκειμένου να περιγράψει διανοητικές εργασίες που από καταβολής χρόνου αποτελούν για τους άντρες άλυτο μυστήριο. Το κάπως δηλώνει εδώ μια (φαινομενικά) ελαφρώς δυσάρεστη κατάσταση, οι αιτίες της οποίας είναι ανεξιχνίαστες ή έχουν απλούστατα ξεχαστεί κι έχει μείνει η ξενέρα.

Το κάπως (που με τέτοια σημασία δεν συναντάται μόνο του στο λόγο) εμφανίζεται επίσης στις εκφράσεις φαίνομαι κάπως (= έχω κάτι περίεργο ή αρνητικό στην εμφάνισή μου) και μου φαίνεται κάπως κάτι (= κάτι δεν μου αρέσει γιατί με ψιλοχαλάει).

  1. - Τι έχεις μικρή μου;
    - Δεν ξέρω, είμαι κάπως...
    - Δηλαδή;
    - Δεν ξέρω, είμαι κάπως σου λέω! Μην με εκνευρίζεις κι εσύ τώρα!... Άντρες, δεν καταλαβαίνετε τίποτα...

  2. - Ε μην βάλεις τώρα το καλό πουκάμισο με αυτό το παντελόνι, φαίνεται κάπως...
    - Ό,τι θέλω θα κάνω!

  3. - Μα τι ήταν αυτά που μας έλεγε ο φιδέμπορας!; Με το καλημέρα άρχισε να μας αραδιάζει ιστορίες για αγρίους!
    - Ε, κι εμένα αυτό μου φάνηκε κάπως... Αν και τον συμπάθησα για να πω την αλήθεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασική λέξη της νεοελληνικής αργκό με ποικίλες σημασίες:

1) Η δυσφορία που προκαλείται όταν κάποιος είναι έξω από τα νερά του, εξ ου και ξενέρωμα.
2) Η διάψευση των προσδοκιών μας για κάτι.
3) Η υποχώρηση των συμπτωμάτων της μέθης ή της μαστούρας.
4) Η υποχώρηση της σεξουαλικής επιθυμίας.

  1. Πω ρε φίλε, τι γερουσία ήταν αυτή στο πάρτι χθες; Ξενέρωσα εντελώς να πούμε!

  2. Άκουσα το καινούριο CD των Maiden και ξενέρωσα! Δεν το κλείνουν καλύτερα το μαγαζί οι πουρέιντζερς;

  3. - Η γκομενίτσα έχει λιώσει στα ξύδια. Προβλέπω εμετοχυσία...
    - Καλά, πάρτης το ποτό κι εγώ πάω να της φτιάξω έναν καφέ, μπας και ξενερώσει καθόλου...

  4. - Τι έγινε χθες, την φιστίκωσες την Δεσποινούλα;
    - Όχι ρε φίλε... Έβαλα να δούμε το «120 μέρες στα Σόδομα» του Παζολίνι και ξενερώσα εντελώς... Μετά από αυτό είχα σιχαθεί τη ζωή μου, όχι να θέλω και σεξ...
    - Ρε τρόμπα, σε τέτοιες περιπτώσεις δεν βάζουμε ευρωπαϊκό κινηματογράφο... Κάνα Σρεκ και πολύ είναι!

Δες και ξενέρωτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενέρωμα.

- ...Και πάνω που ήμουν έτοιμος να βγάλω το παντελόνι, μου λέει ότι δεν κάνει σεξ πριν τον γάμο γιατί της το απαγορεύει ο πνευματικός της!
- Πώω ρε φίλε ξενέρα!!

Got a better definition? Add it!

Published

Η συνάθροιση γέρων σε έναν τόπο. Βέβαια το σε ποιες ηλικίες ανήκουν αυτοί οι «γέροι» εξαρτάται από την ηλικία του παρατηρητή...

— Μπαίνουμε σε αυτήν την καφετέρια;
— Όχι ρε, είναι χάλια! Έχει μαζευτεί όλη η γερουσία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για εξωφρενικές ή ανυπόφορες καταστάσεις (και άτομα). Το κάστανο δίνει μεγαλύτερη έμφαση.

- Πω, ρε πούστη, το σημερινό πρόγραμμα δεν την παλεύει κάστανο. Γράφουμε δύο διαγωνίσματα και δεν έχω διαβάσει τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπούκ λουκούμ είναι η εξευτελιστική ήττα, είτε μιας ομάδας, είτε ενός ατόμου σε κάποιο αγώνισμα.

(Ύστερα από παρτίδα τάβλι)
- Πόσο ήρθε τελικά;
- 5-2. Ο Νίκος έφαγε ένα τσιμπούκ λουκούμ ξεγυρισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified