Further tags

Σημαίνει ότι κάναμε κάτι ωραίο, πρωτότυπο, και οι άλλοι ζήλεψαν και μας αντέγραψαν κάνοντας το ίδιο.

- Ρε, και ο Κώστας με τον Θανάση κάνανε κοπάνα στη γυμναστική!
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.

(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάτι πάει κατά διαόλου.

- Πώς έπαιξε χθες η Πανάθα;
- Χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Ο Λεοντίου ούτε την ακούμπησε την μπάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξεπλάγην. έμεινα κάγκελο. Έπαθα σοκ με κάτι που άκουσα ή είδα ώστε να επιθυμώ καθ΄υπερβολήν να επισκεφτώ το συγκεκριμένο ίδρυμα με στόχο να θεραπευτώ από το σοκ που υπέστην. Η δε φράση «με έστειλες» αντί της φράσης «θα πάω», δηλώνει πως ένοιωσα τέτοια έκπληξη, ώστε η μεταφορά μου να είναι τόσο ακαριαία, ώστε να προηγείται της απάντησής μου «με έστειλες στο Ι.Κ.Α.», που έγινε 3 δευτερόλεπτα μετά.

- Μου είπε ο Πετρόπουλος πως παίρνει 800 ευρώ το μήνα στην τρισάθλια εταιρεία που δουλεύει κι έμεινα... - Γιατί; Πού είναι το παράξενο;
- A φαίνεται πως δεν ξέρεις πως έχει 500.000 ευρώ σε καταθέσεις, χώρια τα ακίνητα που έχει.
- Καλά ... με έστειλες στο ΙΚΑ και δεν έχει γιατρό τέτοια ώρα διαθέσιμο για να με εξετάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεχόμενη ανεπιθύμητη συγκυρία.

- Σήμερα πρέπει να με μάτιασε κάποιος. Αλλιώς δεν εξηγείται.
- Τι έπαθες;
- Έχασα το πορτοφόλι μου και εκεί που το έψαχνα στον δρόμο όπου φανταζόμουν πως θα τό 'χα χάσει, έρχεται καπάκι και με χτυπάει ένα μηχανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας πρόσθεσαν εμβόλιμη δουλειά και ειδικότερα δουλειά που δεν γουστάρουμε και τόσο. Μας χώσανε να κάνουμε υπερωρίες, μας φάγανε την άδεια .

Στη δουλειά:
- Γατί τρέχεις έτσι ρε Μήτσο;
- Άσ' τα, αρρώστησε ο συνάδελφος που βγάζαμε μαζί τη δουλειά και με έχουνε χωσίμπα εδώ και τέσσερις μέρες.

Λογοπαίγνιο με τα πούρα κοχίμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σχέσεις που δημιουργούνται από άτομα που είναι εντελώς ανίκανα να συνάψουν δημόσιες σχέσεις και που οι επικοινωνιακές προσεγγίσεις τους καταλήγουν σε παρεξηγήσεις και καυγάδες.

- Ρε τι κάνει ο Πέτρος; Πάλι τσακώνεται;
- E το άτομο είναι ειδικό στις δημόσιες χέσεις. Δεν περνάει μέρα που να μην τσακωθεί με κάποιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγιος και γλαφυρός ορισμός της μαλακίας.

- Τί κάνει ο Μάκης; Λες να είναι με καμιά τώρα;
- Μπα, πάω στοίχημα ότι επιδίδεται στην αγαπημένη του ασχολία, την χειράντληση σπέρματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερεπάρκεια μορίων στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ.

- Έμαθα πως ο Δημήτρης πέρασε μέσω των διαγωνισμών του ΑΣΕΠ στη ΔΕΗ και είχε και καλή σειρά μάλιστα.
- Εμ... με τέτοιο μοριακό βάρος που έχει ο άνθρωπος... αναμενόμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εγκέφαλος κάποιου, ανεξαρτήτως μεγέθους σασί (διαστάσεις κρανίου) έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε φαιά ουσία. Άρα το ειδικό βάρος του αξιοποιήσιμου εγκεφαλικού υγρού του είναι λειψό.

- Απορώ πώς μαζεύτηκε τόση μαλακία σε ένα κεφάλι...
- Μην απορείς. Έχει λειψό ειδικό βάρος ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέει ασυναρτησίες, κάνει ανοησίες και γενικότερα χάνει λάδια. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω χαμηλού iq είτε λόγω γηρατειών.

- Ρε πώς χαμηλοπετάει αυτός; Μαζεύτε τον ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified