τα ακούω, την ακούω
Δέχομαι παρατήρηση, σε κάπως αυστηρό τόνο.
Χτες την άκουσα κανονικά από τον καθηγητή, για την κοπάνα που έκανα χθες.
τα ακούω, την ακούω
Δέχομαι παρατήρηση, σε κάπως αυστηρό τόνο.
Χτες την άκουσα κανονικά από τον καθηγητή, για την κοπάνα που έκανα χθες.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε όταν κάτι μας ξαφνιάζει ή όταν χάσουμε κάτι.
Κάθεσαι στο μπαλκόνι με φιλαράκια, καλοκαίρι, ώρα 5 παρά. Ξαφνικά βγαίνει η απέναντι γιαγιά και καθαρίζει το μπαλκόνι της: - Ωχ, ρε φίλε, κοίτα! Λόλα!
Χάνεις ένα 50ευρο... -Φιλαράκι, πού πήγε το 50ευρο; Λόλα!
Got a better definition? Add it!
Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, δυσκολεύομαι.
- Πως πήγε η βόλτα;
- Τα είδα όλα ρε, δεν έχει ιδέα από οδήγηση και έτρεχε σαν παλαβός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δε χρειάζονται και πολλές επεξηγήσεις για ετούτη εδώ τη λεξούλα, αναφορικά όμως: το άτομο που στηρίζεται στις οικονομικές χορηγίες της οικογένειάς του πραγματοποιώντας μια χλιδάτη ζωή στα πλαίσια ανεύρεσης εργασίας. Συνήθως έχουν πολλά σπουδαστικά χρόνια στην πλάτη, αλλά η κοινωνία τους κρίνει υπερπλήρεις.
Συζήτηση σε γνωστό καφέ στη Γλυφάδα :
- Πώς πήγε η η συνέντευξη;
- Πάτος! Μου δίναν 700 καθαρά και γω ζητούσα 1100.
- Το Πάσχα λέω να πάω κάνα ταξιδάκι για ξεκούραση, θα πάρει ο πατέρας μου το δώρο.
Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τη νήσο Φολέγανδρο και τη σφολιάτα. Χαϊδευτικά λέγεται και σφολάκι. Προσδιορίζει με τρόπο αρνητικό την ποιότητα έμψυχου ή άψυχου υλικού.
Got a better definition? Add it!
- Ρε Γιάννη κάνε και κάτι άλλο! Δεν μπορεί όλη τη μέρα να κάθεσαι και να μπλογκάρεις!!
- Έλα ρε τι γίνεται...;
- Καλά μωρέ, ήσυχα, σπίτι... Βλέπω TV... Μπλογκάρω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ουδέν σχόλιον..
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτό το λέμε όταν κάποιος κάνει άσχετα πράγματα και γενικώς κάνει ό,τι να 'ναι, αρκεί να 'ναι!
Σχετικά: τρία πουλάκια κάθονται, ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., πούτσο κλαίγανε, τον, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, καλά κρασιά.
Αργκοτικοί ισμοί: ανορθογραφισμός, αρχιδισμός, ασιγματισμόσ, ατονισμος, γκρηκλισμός, γουτσισμός, δηθενισμός, ετσιθελισμός, μπαμπαδισμός, μπιζιμποντισμός, ξερολισμός, ξυσαρχιδισμός, οτινανισμός, παπαρολογισμός, πολυτονισμὸς, ρεμαλισμός, σκεμπεδισμός, σλανγκισμός, (εφαρμοσμένος) σπαζαρχιδισμός, σταρχιδισμός, τιραμισουρεαλισμός, τουκανισμός, χουλιγκανισμός, ωχαδερφισμός.
Got a better definition? Add it!
Το κουτσομπολιό που λέμε από αμηχανία ή βαρεμάρα. Από το κουτσομπολιό + κομπολόι.
(μετά από 3 ώρες στην καφετέρια)
- Τι άλλο ρε συ;
- Ξέρω 'γω; Πες κάνα κουτσομπολόι να περάσει η ώρα...
βλ. και αυτί της γής, το, γλωσσοκοπάνα, ελεύθερη ραδιοφωνία, κουτσομπολιό, κατίνα, η, κατινάζ, το, κυρα-περμαθούλα, η, Ρόιτερ, το, θάβω, θάψιμο
Got a better definition? Add it!
Νευριάζω, τσατίζομαι.
- Μη μανίζεις ρε μαλάκα...
- Tι να μη μανίζω ρε αφού μου πήδηξες τη γκόμενα!!!
Got a better definition? Add it!