Further tags

Οι τελειωμένοι auto-motάκηδες, την καύλα την λένε «στροφιλίκι», τον δε οργασμό φουρκέτα.

Στροφιλίκια αποκαλούνται οι ορεινές και απόκρημνες φιδίσιες διαδρομές. Η δε βασίλισσα του στροφιλικίου είναι η φουρκέτα: η στροφή 180 μοιρών που προκαλεί σε κάθε επιζήσαντα φλοκοπόταμους αδρεναλίνης.

Αατα.

  1. Γρεβενά-Χιονοδρομικό Βασιλίτσας-Κόνιτσα: Αυτή η διαδρομή ρε μάγκες θα μου μείνει αξέχαστη.Η ανάβαση στο Χιονοδρομικό είχε μια τέλεια άσφαλτο και στροφίλικι να σου πέφτουν τα χέρια. Φουρκέτες φουρκέτες φουρκέτες (ό,τι πρέπει για mottard).

(από εδώ)

  1. Στροφιλίκια και μάσα... Τι φαγητό πρέπει να αποτελεί το επιστέγασμα ενός στροφιλικιού;
  • Κρεατικό στα κάρβουνα με τα κλασικά συνοδευτικά (φέτα, πατάτες, τζατζίκι, χωριάτικη κλπ) ή, για το καλοκαίρι, ψαρικά/θαλασσινά: 83%
  • Ιταλική κουζίνα: 5%
  • Διεθνής κουζίνα ή nouvelle cuisine: 3%
  • Βρώμικα (καντίνες, φαστφουντάδικα της κακιάς ώρας): 3%
  • Μαγειρευτό (μουσακάς, μελιτζάνες, γεμιστά, κοκκινιστό...): 3%
  • Χάμπουργκερ από Goody's, McDonald's ή αντίστοιχα μαγαζιά: 2%
  • Γερμανική, σουηδική, γενικά κεντροευρωπαϊκή κουζίνα: 2%
  • Γαλλική κουζίνα: 0%
  • Ιαπωνική, κινέζικη, πολυνησιακή κ.α. εξωτικές κουζίνες ή fusion: 0%
  • Αγγλική κουζίνα (fish'n'chips, kidney pie, χοιρινό βραστό με σάλτσα μέντας - καημένο ζωντανό - κλπ, σερβιρισμένα με χλιαρή μπύρα): 0%

(Από εδώ)

Στροφιλίκια με φουρκέτες on the road to Πάπιγκο (από Vrastaman, 03/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την ενδελεχή ανάλυση του Κνάσου, σημαίνει και τον πάρα πολύ κακό, αυτόν που έχει μια οποιαδήποτε αρνητική ιδιότητα σε τόσο ακραίο βαθμό, ώστε να θέλουμε να τον / την / το βρίσουμε τόσο άγρια, που θα έπρεπε να κατεβούν πολλά καντήλια από τις χριστοπαναγίες και τα μπινελίκια. Έτσι τελικά λέμε μόνο «ο / η / το θεμουσχώρα με» (οπωσδήποτε με άρθρο και μονολεκτικώς), εννοώντας τις βρισιές που θα εκστομίζαμε και που αποτελούν άρρητα λήμματα. Χρησιμοποιείται και για καταστάσεις ακραίας ξεφτίλας.

  1. Τι μαλακία έκανε πάλι ο θεμουσχώρα με...

  2. Εντάξει, να πάμε με το δικό σου αυτοκίνητο, κι όχι με το δικό μου στην εκδρομή, αλλά είναι και λίγο θεμουσχώρα με!... Θα μας βγάλει μέχρι την Κόρινθο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διπλό, τριπλό, τετραπλό και πάει λέγοντας τζόιντ, κοινώς ο μπάφος, αυτό που για να το φτιάξουμε θέλει πολλά χαρτάκια και υπομονή και τέχνη, και το αποτέλεσμα αργεί και τελικά μοιάζει με καρότο γιατί, εκεί όπου μπαίνει η τζιβάνα στενεύει, ενώ στην ελεύθερη άκρη του είναι πιο φαρδύ.

- Τι πήγες κι έστριψες ρε παπάρα, μέχρι να το κάνουμε το καρότο θα ξημερωθούμε, δυο άτομα είμαστε!
- Σκάσε και πίνε.

(από ironick, 05/05/09)(από ironick, 05/05/09)το δικο μου ειναι μεγαλυτερο! (από BuBis, 05/05/09)Καροτοφάγος και μ\' αυτήν την έννοια. Το κλασσικό το \'πιανε το πραγμα παιδαγωγικά (από GATZMAN, 05/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι αυτό που μας προφυλάσσει από το κέρατο. Σε αντίθεση με το αλεξικέραυνο, το αλεξικέρατο έχει πιο αφηρημένη σημασία και λειτουργία, επομένως μπορεί να είναι χίλια δυο πράγματα: ο ήρωας του Ροΐδη ας πούμε (βλ. παράδειγμα 1) θεωρεί πως το ψώνιο της γυναίκας του δεν της αφήνει καιρό για αγάπες και λουλούδια, άρα είναι αλεξικέρατο.

Ένα άλλο παλιό και δοκιμασμένο αλεξικέρατο είναι η ασχήμια: κυκλοφορεί άλλωστε από παλιά στους φιλολογικούς κύκλους το εξής ρητό: «η γυναίκα είναι σαν την μετάφραση: όταν είναι πιστή δεν είναι ωραία και όταν είναι ωραία δεν είναι πιστή».

Όπως το αλεξικέραυνο ετυμολογείται στα αλεξι- (= αυτό που διώχνει) + κεραυνός, έτσι και το αλεξικέρατο βγαίνει από τα τα αλεξι- + κέρατο.
Η λεξιπλασία αυτή είναι αναμφίβολα παλιά, αφού την συναντάμε στο διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», γραμμένο το 1894.

  1. (Από το διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Ψυχολογία Συριανού συζύγου»)
    «Δύσκολον τω όντι ήτο να εύρη καιρόν ν' αγαπήση κανένα η επιχειρούσα τον κόσμον όλον να κατακτήση. Την άμετρον φιλαρέσκειαν της γυναικός μου εσυνείθισα βαθμηδόν να θεωρώ ως ασφάλειαν κατά της μεγάλης συμφοράς, ως είδος τι αλεξικεραύνου, ή, ως θα έλεγεν ο Χαλδούπης, 'αλεξικεράτου'.»

  2. (από εδώ)
    «Αν νοιώθεις έντονη φαγούρα στη κορυφή του κεφαλιού άστο μη το ψάχνεις, είναι αργά (αλεξικερατο δεν υπάρχει). Δεν γράφω άλλα μη τυχόν και διαβάζει το μπλογκ σου η δικιά μου και μάθει όλα τα κόλπα.»

Και γαμώ τα παιδιά ήταν ο Ροΐδης!! (από Cunning Linguist, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προκάτ, αυτό δηλαδή που το βρίσκεις έτοιμο, είναι δηλαδή ψιλοξεπέτα και δεν έχει απαιτήσει μεράκι και χρόνο και κόπο και αίμα και σπέρμα και δάκρυα για να γίνει. Λέγεται και ετοιματζούρα (θηλ). Αφορά κυρίως φαγητά, αλλά και τα πάντα όλα.

- Νόστιμο είναι αυτό, ε;
- Νταξ, ετοιματζίδικο, αλλά λέει.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο slang υπερθετικός του κλασικού. Χρησιμοποιείται είτε θετικά, με κύριες εφαρμογές στη μουσική, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία, στο ντύσιμο, στα ποτά, στο φαγητό κτλ άλλα πολύ συχνά και αρνητικά προσδιορίζοντας κάτι ως πλήρως ντεμοντέ και απαρχαιωμένο.

Παρεμπίπταμπλυ το λήμμα αυτό ανήκει σε μία πολύ κλειστή κατηγορία λημμάτων που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα του να περιγράφουν τον εαυτό τους...

  1. Και βέβαια Dream Theater, Metallica (πριν το '90), Manowar, Maiden, Iced Earth και όλη αυτή την κλασικούρα του κερατά!
    (Από μουσικό σάιτ)

  2. Όσες και να πιω, σαν τη Heineken δεν ειναι καμια... κλασσικουρα, το ξερω αλλα... (σχόλιο από το rocking.gr σε συζήτηση για μπύρες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μαύρη βαφή (FeSO4.7H2O), γνωστή και ως μελάνι μοναχών. Στην αρχαιότητα εκχειλιζόταν με εξάτμιση του νερού από σιδηρούχα εδάφη. Περισσότερα εδώ.

Η σλανγκική εφαρμογή της καραμπογιάς προέρχεται από την συνήθεια πολλών γερομπινέδων που (στην προσπάθεια τους να το παίξουν τζόβενοι) βάφουν το μαλλί με τρόπο που διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού από πέντε χιλιόμετρα μακριά. Η καραμπογιά θεωρείται λοιπόν αλληγορία κάθε χονδροειδούς απόπειρας συγκαλύψεως που βγάζει μάτι.

Εκ του Τουρκικού karaboya.

  1. «Αρκετοί ξέρουμε καλά από πού πηγάζει το μένος του κ. τάδε. [...] δεν θα σχολιάσω την ηθελημένη οξύτητά του [...] τις εσκεμμένες αλλεπάλληλες ψευτιές του (και τις ψυχώσεις του) [...] από τότε που άρχισε να βάφει τα μαλλιά του με καραμπογιά και εγκατέλειψε τις αίθουσες διδασκαλίας για τα υψηλότερα βήματα, τους θώκους και το τηλεοπτικό γυαλί· από τότε που πέρασε στη βιομηχανία των “παιδευτικών” μπεστ σέλλερ [...] από τότε που προόδευσε για τα καλά στο κυνήγι των δημόσιων σχέσεων και “αξιωμάτων” [...] που ξέρει εξ ιδίων πόσους κώλους διδασκόντων, διοικητικών υπαλλήλων και φοιτητικών παρατάξεων χρειάστηκε να γλείψει, και επί πόσο καιρό, για να “αναδειχθεί”, με το ισχύον σύστημα πανεπιστημιακών “εκλογών”».
    (Ξεκατίνιασμα υποψήφιου μέλος της Ακαδημίας από συνυποψήφιό του. Από εδώ)

  2. - Ο κίνδυνος όμως δεν προέρχεται μόνο από αυτά τα «παιδιά» αλλά και από μια πληθώρα ήδη γερασμένων και καλά βολεμένων σε πανεπιστήμια, εταιρείες, δικηγορικά γραφεία και ΜΜΕ παλαιών ακροαριστερών που νομίζουν ότι η πολιτική στήριξη κάθε παραβατικότητας, ακόμα και της τρομοκρατίας (το διαπιστώσαμε και με τη 17Ν) βάφει την καρδιά τους νέα, όπως η καραμπογιά βάφει μαύρα τα γκρίζα τους μαλλιά. Οι ενδείξεις είναι πολλές. Περιλαμβάνουν ακόμα και την προβολή των κατάδικων της 17Ν που καλούνται να φωτίσουν τα γεγονότα με τη σοφία τους. Πώς να μη σκεφτείς τις οικογένειες των θυμάτων;
    (από εδώ)

(από joe909, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το λέει και ο συνδυασμός λέξεων κρεμαστάρια είναι τα β(υ)ζ(ι)ά που είναι τεράστια (μαστάρια), αλλά λόγω της βαρύτητας κρέμονται (χρειάζεται να γράψω κρέμα;).

Βρίσκονται κυρίως στα μιλφέιγ και στα τζιλφέιγ, αλλά δεν είναι απίθανο να δείτε και σε νεαρότερες ηλικίες.

Απαραίτητα επιπλέον χαρακτηριστικά είναι η καμπουρίτσα λόγω του βάρους που πρέπει να σηκωθεί, οι στηθόδεσμοι με γάντζους τόσο μεγάλους και ισχυρούς πίσω που φαίνονται από κάτω από τη μπλούζα, λιγούρια που περιφέρονται γύρω από την κρεμασταρού και δέκα λίτρα σάλιο στο έδαφος.

Από τα ακριβώς παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα κρεμαστάρια δεν είναι απαραίτητα αντιαισθητικά, αν και τις περισσότερες φορές είναι, γιατί υπάρχει και η νοοτροπία του όσο περισσότερο βυζί τόσο το καλύτερο. Οπότε το ότι δεν είναι στητά δεν αποτελεί πρόβλημα γιατί το συγκριτικό (κατά Ρικάρντο) πλεονέκτημά τους είναι στο μέγεθος. Νταβάι.

(Δύο φίλοι συζητούν)

Φίλος Α: Την είδες την γκόμενα του Τάκη; Αστέρι φίλε (Β).
Φίλος Β: Σιγά μωρέ, τα είδες τα βυζιά της; Μέχρι το πάτωμα φτάνουν τα κρεμαστάρια της.
Φίλος Α: Όχι φίλε (Β), όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Φίλος Β: Με είπες αλεπού ή δεν κατάλαβες τη λέξη;

(από Βασίλης-7, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σλανγκιά. Για το slangissimum έτσι βλ. το αντίστοιχο λήμμα και το έτσι-γιουβέτσι. Το αλλιώτικο ήταν αυτό που τώρα το λέμε αλτέρνι, λατέρνατιβ. Και το Πασαλιμάνι ήταν ο χώρος της κλασικής μαγκιάς, των μαγκιτών του λιμανιού. Με λίγα λόγια, πρόκειται για κάποιον που είναι έτσι, είναι κάπως, είναι διαφορετικός, με λίγα λόγια κάτι παρόμοιο με τον έτσι-γιουβέτσι.

(Άσμα: Παραπάει το πράμα. Χάρρυ Κλυνν.)

Παραπάει το πράμα
Παραπάει το πράμα
με την κουλτούρα, με τη λιγούρα
με τη μαστούρα, την αγιαστούρα

Με το μαλέα, το χαλέα, το μαντραχαλέα, τον Ασέα
το χάλια, το σάλια,
το Χάρη, τον Άρη, τον Πάρη τον παπάρη...
Τον μπίξε, τον δείξε, τον έτσι, τον αλλιώτικο
τον Πασαλιμανιώτικο

τη Φρόσω, την πόσο,
τη Μαρίκα, το ΙΚΑ, τα σύκα
τα Marlboro, το σκύλο, τον αράπη, το black
το Μάρτη, το γδάρτη, τον παλουκοκάφτη

το φίτσουλα, το μήτσουλα, το χλιμίτζουρα
τη Γιώτα, τη Βιόλα
την καθεμίααααα κααα...ρακαηδόνα
που μας δουλεύει κανονικά!!!

(Από το sxeseis.gr:)

Παιδιά βοηθήστε με λίγο ακόμα. Αντάλλαξα μερικά μηνύματα κ δεν μας έβγαλε πουθενά. Συγκεκριμένα ήθελε να μάθει γιατί συμπεριφέρομαι έτσι κ αναφερόταν στο περιστατικό με τα σχόλια που έκανε μπροστά μου για τον κούκλο-τον-έτσι-τον -αλλιώς-τον-αλλιώτικο-τον-πασαλιμανιώτικο στο λεωφορείο όπου της είπα ότι με πειράζουν αυτά τα σχόλια με νορμάλ ύφος. Δεν της έκανα σκηνή.

Από avsite.gr:
Πέστα ρε Βασίλη πέστα γιατί μας εχουν φλομώσει με τον ασχημο τον Τσουκαλά, τον γυφτο τον μαλιά, τον έτσι τον αλλιώτικο τον πασαλιμανιώτικο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Tο κουλό»: σλανγκιστί είναι η χαζομάρα, η ανοησία και με την ειδική σημασία στο ότι οι πράξεις ή τα λόγια (τέτοια είναι και τα ευφυολογήματα) που τους προσδίδουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό είναι παράδοξα, άτοπα, τρελά, δηλ. δεν στέκουν καθόλου με την κοινή λογική (...για αυτό μερικές φορές έχουν κάποια γοητεία!)

Ετυμολογία: από το αρχαίο κύλλος= κεκκαμένος, κυρτομένος (στραβός), χωλός, παράλυτος προέκυψε ο κουλός με τη σημασία αυτού που του λείπει το ένα ή και τα δύο χέρια και μεταφορικά την ανικανότητα που συνεπάγεται αυτή η αναπηρία. Από αυτό, φτάσαμε στο κουλό = το χέρι μειωτικά / υβριστικά και πάλι μεταφορικά με γενίκευση στην περιγραφή του ατόμου (=χαζό, βλαμμένο) και στο νόημα, γενικά, της πράξης: ανοησία / παραδοξότητα αυτού του ορισμού.

Επιπλέον χρησιμοποιείται συχνά για ποικίλες καταστάσεις όταν κάτι μας ξενίζει ή παρουσιάζονται μικροπροβλήματα, χωρίς ειδικό νόημα.

Σχετιζόμενα/ συνώνυμα: κουφό, κουλαμάρα, παλαβομάρα, ζαβός, κουλάδι, κουφαίνω.

Αγγλιστί: lame.

  1. Με χτυπάει ρεύμα η κιθάρα!!! Λιγάκι κουλό; Απ' ό,τι μου είπαν, αυτό είναι παράξενο γιατί δεν περνάει ρεύμα από το καλώδιο προς την κιθάρα και μάλιστα αμφίδρομα. Έχει κάνεις καμιά ιδέα γιατί γίνεται αυτό; Με χτυπάει όταν ακουμπάω τις χορδές και την γέφυρα, όχι δυνατά, αλλά αρκετά για να καθιστά αδύνατο το practice και μερικές φορές πονάει λιγάκι.» (=περίεργο)

  2. Κουλό ανέκδοτο:
    «Σε έναν πεζοδρόμιο κάθονται ένας κουφός, ένας τυφλός και ένας κουτσός.
    Ξαφνικά ο κουφός λέει:
    - Ρε παιδιά, ακούω να έρχεται η αστυνομία.
    Ο τυφλός προσθέτει:
    - Εγώ τη βλέπω κιόλας.
    Και προσθέτει και ο κουτσός:
    - Εγώ λέω να το βάλουμε στα πόδια.»

  3. Κάτω τα κουλά (ή «ξερά») σου από την τούρτα!
    (=χέρια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified