Further tags

Τα «μισά» πακέτα που κυκλοφορούσαν πολύ παλιότερα και είχαν δέκα τσιγάρα αντί για είκοσι.

Τα τελευταία χρόνια ξανακυκλοφόρησαν σε λίγα κομμάτια κάποιες μάρκες όπως τα Origin του Καρέλια (το 2002) και τελικά απαγορεύτηκε η πώλησή τους υπ' αυτήν τη μορφή.

Κάποιοι τα λέγανε και φοιτητικά.

— Φίλε, πάμε στο Ελλάς για κάνα μπυρόνι;
— Δεν παίζει μία.
— Έλα ρε, τα βάζω 'γω κι έχω και για ανήλικο...

θεριακλου (από perkins, 01/06/10)Baby Herman (από poniroskylo, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα πλαίσια της καφενειακής σλανγκ που αναφέρομαι στους τελευταίους ορισμούς (ξυπόλυτο, ανήλικο), προσθέτω πάραυτα και το ιδρωμένη.

Η πάρα πολύ κρύα μπύρα του μαγκίτη που, όταν βγει από το ψυγείο, υγροποιούνται πάνω στο μπουκάλι της οι περιβαλλοντικοί υδρατμοί με αποτέλεσμα να «ιδρώνει».

Για δε τον βαθμό της θερμοκρασίας του μπυρονίου, η εφίδρωσή αποτελεί εξαίρετη ένδειξη. Τυχαίο; Δε νομίζω!

Ρε συ Τακούλη, τσάκω μια ιδρωμένη.

Βλέπε και τσαφωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χάπια που έπιναν (και πίνουν) κάποιοι τοξικομανείς με τη σέσουλα για να την ακούσουν, να φτιαχτούν βρε αδερφέ, να κάνουν κεφάλι.

Συγκριτικό τους πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες ουσίες είναι ότι τα μπιφτέκια είναι πιο φθηνά, πιο ευκολοφόρετα, πιο εύκολο να τα προμηθευτεί κανείς και το κυριότερο ότι βρίσκεις γιατρό να σου τα συνταγογραφήσει και να τα αγοράζεις ως κύριος.

Ονομάστηκαν μπιφτέκια αφενός για ξεκάρφωμα του χρήστη, και αφεδύο από το μεγάλο τους μέγεθος (στην φαντασία του χρήστη) και την ισχυρή τους δράση.

Κλασσικά μπιφτέκια είναι τα: Tavor, Ardan, Lexotanil, Valium, Vulbegal, το κλασσικό Hypnostenton, κουτουλού.

- Πώς εισ' έτσι ρε άπλυτε;
- Με χαλάσανε (χμφφφφ) τα μπιφτέκια, ήτανε (ουπς) ληγμένα.

valium ναούμ (από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εδώδιμο ουίσκυ, το Θήβας Ρήγκαλ, ο κονιόρδος, το αγροτικό, το λιωσέ κουέρβο, οι εκατό πίπες κοκ.

Αφιερωμένο στην Mes για το σχόλιο της στο Μεταξάς Citron

Αρχικό:
Χα, εψές στου παναΐρι ήταν υπέροχα,
ήταν και αύτουνος εικεί
τ'ν τράου - μι τράει,
μι γνέφ, του πατακλάω ιένα χαμόηλο...
Χα, επρέπ να του χα κ'πάς, δεν είνι τυχαίο που τραβά μαναχά ντουβάρ.

Μεταγενέστερο:
- Βάϊε, βάλε κάνα αγροτικό, αλλά εργοστασιακό ε; Μην φέρεις πάλι κανά ντουβάρ!
- Ένιας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μπαρόβια σλανγκ, το scotch whisky μάρκας Famous Grouse, για τον προφανή λόγο ότι στην ετικέτα απεικονίζεται ένα είδος πτηνού ενδημικού στα Highlands της Σκωτίας (αγγλ. grouse), που μοιάζει πολύ με την δική μας πέρδικα (ενώ πρόκειται μάλλον για ένα είδος αγριόγαλου).

- Τι έχει ο Ιεροκλής;
- Άσε, χάλια... ήπιε μόνος του τρεις πέρδικες και τον κουβαλάγαμε μετά...

(από Jonas, 07/07/10)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κόσμον η μπύρα Άμστελ. Τίτλος που αποκόμισε λόγω της συχνής εμφάνισής της παραπλεύρως οικοδόμων, ημεδαπών τε και αλλοδαπών εις τα ανά τη χώραν γιαπιά.

Ρε Νάσο, πετάξου μια μέχρι το περίπτερο και φέρε 2-3 μπυράκια.
— Τι μάρκα;
— Εε, του οικοδόμου ρε, κλασσικά.

Δες και όπου φτωχός κι η μπύρα του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα

- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράσις χορτοσλάνγκ-τεκεδοσλάνγκ, αναφερόμενη στην φούντα, προϊούσα γυριστροπαρέας.

Απαντάται στην απελπισία του κύκλου, που αδημονώντας για «την άφιξη του παπά, με τα άμφια, για να τελέσει το ευχέλαιο», απευθύνεται στον στρίφτη που την καθυστερεί για αδιευκρίνιστους λόγους. Ο ίδιος, με τη σειρά του απαντά με την εν λόγω για να παινέψει το αριστούργημά του ως προς την γεύση και την μαεστρία της στρεπτικής κατασκευής, παραλληλίζοντάς το με την πεντανόστιμη, στριφογυριστή χορτόπιτα, σπεσιαλιτέ της Σκοπέλου.

1ος στον 2o: Άντε ρε, μία ώρα... Δεν την παλεύω ρε... Ανοίγεις φύλλο για σπανακόπιτα;
2ος στον 1o: Μην αγχώνεσαι, ξέρω τι κάνω... Θα σ' την κάνω σκοπελίτικη και θα γλείφεις τα δάχτυλά σου...
3oς στον 1ο: Αγχώσου, ρε... (άσχετο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό ποτηράκι για το σφηνάκι.

Πάσα: Ντίνος.

- Πού 'σαι μάστορα, φέρε μου και τη δακτυλήθρα, τη γνωστή.

(από Khan, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποτήρι ποτού (κυρίως καραουισκακίου) του οποίου ο μπαμπέσικα σχεδιασμένος πάτος προκαλεί οπτική απάτη ως προς την χωρητικότητα.

Η μικρολαμογιά αυτή συναντάται κατά κόρον σε τελειωμενάδικα, μπομπάδικα, ιδρύματα περιοπής αλλά και περιωπής.

Κέρασμα του Perkins.

- Παιδάκια μου, κλέφτης κυριως λέγεται ο πάτος του ποτηριου στα μπαρ όταν είναι χοντρός καθώς κάνει τη σταθμη του ποτου να ανεβαίνει ενω στην ουσια το περισσότερο που υπάρχει εκει μέσα είναι γυαλί. Επίσης κάποιοι κλεφτες έχουν και φυσαλίδα και καλάουα για ομορφια και στυλ, μη χέσογλου.
(Perkins, εδώ)

- Old Fashioned ποτήρι. Περιεκτικότητας περίπου 60 ml, αντικατέστησε το μικρότερο «κλεφτη» των 80's στα χέρια των ουισκοπατέρων του Rock N Roll της Vengera και του Bar Guru Bar. Πλέον το βαρεθήκαμε, αλλά και που θα πίνουμε τις ουισκάρες μας;
(εδώ)

Παλαιάς κοπής κλέφτης (από Vrastaman, 14/09/10)Νέας κοπής κλέφτης (από Vrastaman, 14/09/10)Παλαιοτάτης κοπής κλέφτς (από gaidouragathos, 14/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified