Further tags

Είναι η σερβιέτα, κόσμια παραλλαγή της λέξης μουνόπανο.

- Με έστειλε χτες στο σούπερ μάρκετ να της πάρω σερβιέτες. Πήγα στο ράφι και είχε χίλιες διαφορετικές μάρκες. Δεν ήξερα τι να πάρω. Αμάν πια και αυτές οι γυναίκες με τα περιοδόπανά τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικείο εσώρουχο μικρού μεγέθους, το στρινγκ.

-Άσε φίλε, είχα πάει για μπάνιο σήμερα και είδα μια μουνάρα που φόραγε έναν πορδοκόφτη άλλο πράμα, τα είδα όλα σου λέω!!!!!!!!!!!!!!!

Βλ. και κόφτης, κουραδοκόφτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεκάνη της τουαλέτας.

- Πού πήγε ο Δημήτρης; - Τον πείραξε το σουβλάκι που έφαγε και τώρα είναι στη χέστρα.

Καζανάκι απαραιτήτως - θα μας γαμήσει όλους ο Σπύρος. (;) (από Galadriel, 23/02/09)(από vip, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουραδοκόφτης = σκατοκόφτης = πορδοκόφτης = στρινγκ.

- Κοίτα την Λούγκρα με τον κουραδοκόφτη!
(σε πλαζ της Μυκόνου)

Από την ορκωμοσία της Ιταλικής κυβέρνησης (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός. Συνώνυμο: κωλοτρυπίδα.

Από τον φόβο μου, έκανε να! η σούφρα μου! (αντανακλαστικός σπασμός του σφιγκτήρα)

Νά, κάπως έτσι ας πούμε... (από vikar, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαγητό που αηδιάζει και μόνο σαν σκέψη.

- Τι έχει για φαγητό; Ελπίζω να μην έφτιαξε πάλι καμιά κωλοτρυπιδόσουπα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.

  2. Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.

βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.

Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).

- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιχαμερή ουσία που προκύπτει λόγω παρατεταμένης αποχής από το πλύσιμο των ευαίσθητων περιοχών του ανδρικού σώματος. Πέραν της προφανούς αηδίας που προκαλεί η αναφορά και μόνο της εν λόγω ουσίας, το γεγονός ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε και θεωρείται ευτελής και ανάξια λόγου την καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμη τελικά για την περιγραφή προσώπων ή καταστάσεων που ο εκάστοτε ομιλών θέλει να απαξιώσει.

  1. - Πως είναι ρε μπαγάσα ο στρατός τελικά; Πες μας και μας να ξέρουμε τι μας περιμένει.
    - Γάμησέ τα μεγάλε. Έχω να κάνω μπάνιο 2 βδομάδες κι έχουν πιάσει ούρδα τ' αρχίδια μου...

  2. - Ο Μήτσος είπε να σου πω ότι αν σε πετύχει σε καμιά γωνιά την έκατσες. - Πες στο Μήτσο ότι είναι ούρδα απ' τ' αρχίδια μου και αν θέλει ας έρθει στην καφετέρια το απόγευμα να του ξηγήσω τ' όνειρο.

Σχετικά: τυρί (ένας ορισμός), αλμυρόπουτσα, η, μυτζήθρα, φετέισον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν θέλουμε να πούμε ότι το φαγητό που θα φάμε δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο.

- Τι φαΐ θα φάμε σήμερα;
- Σκατά με φράουλες.

.. (από MXΣ, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ πηχτό φλέμα, αλλιώς και ροχάλα.

Άσε μεγάλε, έβγαλα μια πράσινη, θα τα κόψω τα άφιλτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified