Further tags

Το συριστικό αυτό επιφώνημα πάντα συνοδεύεται με λοξό τίναγμα της κεφαλής και μειδίαμα, αποτελεί δε το ύστατο όπλο debate κάθε λεβέντη με άποψη.

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες τσσς:

1. Αυτοεγκωμιαστικό τσσς

Αφού εκστομίσει κάποια κοινότυπη και καμαρωτή παπαριά, ο ξερόλας συνομιλητής προσθέτει με έπαρση «τσσς, τι είπα πάλι ο μεγάλος!». Σε περίπτωση το εκστομίζει ρουμάνος, το κάνουμε γαργάρα και σφίγγουμε τα δόντια, ένεκα και η οικονομική κρίσις. Αντίθετα, τον πλακώνουμε στις φάπες.

2. Απαξιωτικό τσσς

Αντιμέτωπος με μια τεκμηριωμένη άποψη την οποία δεν μπορεί να αποκρούσει με λογικά επιχειρήματα, ο νεοέλληνας νταλάρας κάνει τσσς και το γυρίζει σε ad hominem άδειασμα, όπως: «τσσς, αυτά τα λένε τα αμερικανάκια!». Καθώς κάθε λογικός διάλογος με τέτοια σούργελα είναι ανέφικτος, η ενδεικνυόμενη ανταπόκριση είναι επίσης «τσσς!» - με φειδώ όμως στα iterations, προς αποφυγήν αέναης κυκλικότητας!

Οι γνώμες διίστανται για την ορθογραφία του όρου, καθώς τρεντογλωσσούδεσ και ασιγματικοί προκρίνουν το τσσσ.

Τέλος υπάρχει και ο συγγενικός ήχος μμμ!, κατά το «Μμμ τι μας λες καλέ» που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες, αγελάδες και μητροσεξουαλικούς.

«Τι ξινός άνθρωπος ... τσ τσσς» (από φορουμ)

«εντάξει κορίτσια νομίζω ότι δουλευόμαστε είμαι από τις 6 και κάτι μέσα και δεν έχω βρει καμμία σας Παρασκευή βράδυ... τσσσ τσσσ, μα όλες γκόμενους έχετε κι είστε τόσο απασχολημένες ... τσσσ τσσς» (Παράπονο από forum. ΥΓ: τσσς, αν το τυπάκι αυτό ποτέ πηδήσει, εμένα να μου κάνετε piercing τη μύτη!)

« θα γίνω και πολύ άτομο!! Τσσς (...) Το αποφάσισα. Είδα ότι δεν έχει προκοπή το άθλημα και το γυρνάω στο πουλ μουρ(Από forum)

βλ. και τσ-ξςςςς!..., πς / πςςς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Κομμάτι ξύλο.
  2. Mεταφορικά: ο αγράμματος άνθρωπος.
  1. Θ' αρπάξω το στειλιάρι και θα δεις!
  2. Καλά είσαι τελείως στειλιάρι; Δεν καταλαβαίνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση εισήχθη στην καθομιλουμένη από τον τρισμέγιστο λημματοδότη (βλ. ασύμμετρη απειλή, γκόλντεν μπόιζ, μορμολύκιο κ.α.) Βύρωνα Πολύδωρα ο οποίος μοιρολατρικά απέδωσε την αδέξια και αναποτελεσματική αντιμετώπιση των πυρκαγιών τον Αύγουστο 2007 σε όσα παίρνει ο άνεμος:

«Ο Στρατηγός Άνεμος ορίζει πολλά πράγματα για τη δράση μας, κυρίως των αεροπλάνων»

Η έκφραση απέκτησε άμεσα cult ακολουθία στο σλανγκεπώνυμο πλήθος, περιγράφει δε τόσο την έλλειψη ηγετικών ικανοτήτων, πολιτικής οξυδέρκειας, στρατηγικής σκέψης και στοιχειώδους προγραμματισμού σε κάθε επίπεδο του νεοελληνικού γίγνεσθαι, όσο και την τάση κάθε αποτυχημένου κρατούντος να επιρρίπτει ευθύνες σε αόρατους και επινοημένους εχθρούς.

Ο... στρατηγός άνεμος και η αστοχία του Εντίνιο έφεραν το 1-1 στην Ξάνθη (in.gr)

Τώρα που οι φωτιές καίνε και θρηνούμε δεκάδες νεκρούς, κάποιοι κατηγορούν τον Στρατηγό Άνεμο. Εγώ προτείνω να βάλουμε τον Βob τον Σφουγγαράκη και τον κύριο Καλαμάρη να συντονίσουν τις δυνάμεις κατάσβεσης. (Από βλόγγο, με αφορμή τις πυρκαγιές του ’07)

Τους φταινε οι κουκουλοφόροι, ο στρατηγός άνεμος κι εγώ δε ξέρω τι άλλο. Ότι μας κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια μας λέγοντας πως όλα πανε καλά και πως ο κρατικός μηχανισμός λειτουργεί, ενώ παράλληλα η Αθήνα και μεγάλες πόλεις γίνονται παρανάλωμα του πυρός, είναι στοιχείο που δείχνει την ανεντιμότητα τους αλλά και τη χαζομάρα όσων τους διπλοψήφισαν (Από βλόγγο, με αφορμή τα επεισόδια που ακολούθησαν τον θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου από εξοστρακισμό σφαίρας ράμπο).

Εδώ Στατηγός 'Ανεμος φυσάει, και ο μπούας παίζει PlayStation στην Ραφήνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για πρόσωπα, είμαι εμφανίσιμος, όχι άσχημος. Γενικότερα, είμαι παραδεκτός, μέτριος. Πολύ συνηθισμένο το αντώνυμο: δέν βλέπομαι.

  1. - Κάτσε να τα βάλω σε μία σειρά γιατί χάθηκα: Δύο σκάλες κάτω από Τίφανυ αν και δεν την έχεις πάρει [...]. Την Τίφανυ την έχεις πάρει; Δεν συγκρίνεται με την... Άννα, άρα δυό σκάλες κάτω από Τίφανυ και δύο κεφάλια κάτω από Άννα. Μήπως τελικά να μην πάω;
    - [...] δες ΕΔΩ για να ξέρεις πού πας.
    - Όχι ρε πούστη μου, δεν βλέπεται η γκόμενα... (από το προς το παρόν τελόν υπό δίωξη μπουρδέλα κομ)

  2. Τα Λανγκολίαρς... Αν και το βιβλίο του Κινγκ δεν ήταν τόσο κακό...
    η ταινία ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΤΑΙ!... (από φόρουμ, απάντηση σε θέμα με τίτλο «Η χειρότερη ταινία όλων των εποχών»)

  3. Δεν βλέπεται η Μίλαν: Από το κακό στο χειρότερο πάει η Μίλαν. Η ομάδα του Κάρλο Αντσελότι έμεινε για δεύτερο σερί ματς χωρίς βαθμό, αφού έχασε και από την Τζένοα, μετά από την Μπολόνια με 2-0. (από τον διαδικτυακό τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κοινωνικές εκδηλώσεις, όπου ένστολοι κλόουν, ανιματέρ, ξυλοπόδαροι και ζογκλέρ διασκεδάζουν τους μικρούς καλεσμένους με τα μπαμ-μπουμ τους σε μια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Τυχόν ατυχήματα οφείλονται πάντα σε εξοστρακισμούς.

Ρε Βαγγέλα, το Λίλιαν σε άκουσε να λες ότι στο Σύνταγμα γίνεται το μεγαλύτερο πάρτυ με ούζα όλων των εποχών και μου ζήτησε να την πετάξω αμέσως με το μοτοσακό μου!
— Καλά, το αμαρτωλό έχει ξανθές ρίζες και είναι και κουφάλογο –πάρτι με uzi είπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίκολο στα Ιταλικά είναι το μικρό. Ο όρος χρησιμοποιείται αρκετά στη μουσική και περιγράφει διάφορα μικρά μουσικά όργανα όπως το πίκολο φλάουτο (μερικές φορές η λέξη περιγράφει μόνο το εν λόγω μουσικό όργανο). Η λέξη αυτή έχει «περάσει» σε πολλές άλλες γλώσσες με κομβικό σταθμό την ελληνική.

Εμείς αναλάβαμε να την μετατρέψουμε σε πασπαρτού ατάκα μικροποίησης και υποτίμισης προσώπων, πραγμάτων, εταιρειών κτλ. Συνήθως,ο χαρακτηρισμός αυτός δίνεται δίκαια αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που το λέμε με χιουμοριστική - «εριστική» διάθεση σε φίλους.

(Δείτε το θεικό βιντεάκι) Νομίζω αρκεί:)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μετροπόντικας είναι ο ειδικός εκσκαφέας που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό. Όπως λέει άλλωστε και το Σιδηρό Προσωνύμιο, η λέξη μετροπόντιικας προέρχεται από παράφραση της λέξης τυφλοπόντικας, αφού η υπόγεια κίνηση του παρομοιάζεται με την κίνηση του τυφλοπόντικα που σκαλίζει προκειμένου να κινηθεί. Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται η ιδιότητα κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό που είναι η φράση «χαμηλό επίπεδο».

Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, η φράση του λήμματος, έχει απαξιωτικό χαρακτήρα και εκφράζει το συμπέρασμα κάποιου σχετικά με το επίπεδο κάποιου άλλου (βλ. παραδείγματα 1,2), ή κάποιας ομάδας ατόμων (βλ. παράδειγμα 3) που, κατά τη γνώμη του, είναι χαμηλό. Προκειμένου δε, να δώσει έμφαση στην άποψη του, βρίσκει και καλά... το επίπεδο του θεωρούμενου ατόμου ή της θεωρούμενης ομάδας, χαμηλότερο από το υπόγειο επίπεδο εκσκαφής του μετροπόντικα.

Σημείωση
α) Ως επίπεδο μπορούμε ανάλογα με την περίπτωση να μιλάμε: για νοητικό επίπεδο παραπέμποντας σε άτομο με άι κιού ραδικιού (βλ. παράδειγμα 1), για επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας (βλ.παράδειγμα 2), για επίπεδο ευθύνης (βλ. παράδειγμα 3) κ.λπ.
β) Πολλές φορές, μετά τη λέξη «χαμηλότερο», ακολουθεί μικρή παύση για να προετοιμάσει τον άλλον για τη συνέχεια της φράσης (επίπεδο μετροπόντικα).
γ) Στο λήμμα η λέξη «χαμηλότερο» μπορεί να αντικατασταθεί και με τη λέξη «χειρότερο».
δ) πολλές φορές σε μια τέτοια συμπερασματική φράση μπορεί να γενικεύονται κρίσεις ατεκμηρίωτα (βλ.παράδειγμα 1)

  1. - Καλά ρε μαλάκα, πώς σφουγγαρίζεις έτσι; Αχρηστος είσαι. Σκατά! τα 'κανες. Κοίτα να μαθαίνεις (του δείχνει).
    - Α έτσι έπρεπε; Δεν ήξερα.
    - Καλά... Απ' ό,τι φαίνεται... έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Παραδέξου το.
    - Κάτσε ρε... Αυτό δεν το 'ξερα... Οκ. Μη γενικεύεις όμως.

  2. - Είσαι μαλάκας, είσαι μουνόπανο, είσαι αρχίδι, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο είσαι.
    - Βρίσε, βρίσε, βρίσε. Όσο βρίζεις, τόσο θα ενισχύεις τη γνώμη μου για το επίπεδο σου.
    - Τι εννοείς;
    - Εννοώ πως έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αατα

  3. - Εκεί στη δημόσια υπηρεσία που δουλεύουμε, προκειμένου να 'χουμε λούφεν_ τούφεν, στέλνουμε που και που, δουλειά που μπορούμε να την κάνουμε, σε υποκατασκευάστριες εταιρείες. Δεν υπάρχει άλλος λόγος πέρα απ' τη λούφα μας. Κάτι οι επιδοτήσεις, κάτι οι κρατικές ενισχύσεις, τη βγάζουμε κοτσάνι.
    - Και μπορείτε;
    - E... Λες να μην έχουμε βρει τρόπους;Σαράντα χρόνια...
    Του εξηγεί: μπλα... μπλα... μπλα...
    - Ε, πάει και τελείωσε. Έχετε επίπεδο χαμηλότερο... κι από επίπεδο μετροπόντικα.Νισάφι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει το ίδιο νόημα με το δουλειά δεν είχε ο διάολος, έδερνε / γαμούσε τα παιδιά του. Χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος δεν έχει τίποτα σημαντικό να ασχοληθεί και κάνει μαλακίες. Με τον όρο καλαμπαλίκια εννοούνται οι όρχεις.

- Ρε συ το έχεις κάψει τελείως. Είναι δυνατόν να είσαι 22 χρονών παιδί και να φτιάχνεις παζλ;
- Γιατί ρε, είναι ωραία ασχολία.
- Καλά, δουλειά δεν είχε ο διάολος και ζύγιζε τα καλαμπαλίκια του.

(από Vrastaman, 17/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος φοράει παντελόνια που δεν ταιριάζουν στον κώλο του, με αποτέλεσμα αυτά να κρέμονται σε εκείνο το σημείο του σώματος σαν κατσαβράκια.

Κοίτα, πώς του κρέμεται το παντελόνι! Ε, τον παλιοσκατοβρωμο-γκατσάβρα!!!

Βλ. και σχετικό λήμμα χαρμπαγιάγκαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευκίνητος, που τον χειρίζεσαι εύκολα. Χρησιμοποιείται για μεταφορικά μέσα όσο και για διάφορα αντικείμενα. Επίσης χρησιμοποιείται και σαν χαρακτηρισμός για τις μικρόσωμες γυναίκες, που τις χειρίζεσαι εύκολα πάνω στο κρεβάτι, σε αντίθεση με τις μεγαλόσωμες που είναι ακούνητες.

  1. Πολύ μανιτζέβελο το παπάκι που πήρα, σε 10 λεπτά είμαι στη δουλειά όση κίνηση και αν έχει. Κάνω συνέχεια σφήνες.

  2. Γνώρισα φίλε ένα μανιτζεβελάκι, κουκλίτσα. Μελαχρινό, 1.60 περίπου. Άσε, κάνει λωλά καμώματα...

Βλέπε και μαϊτζέβελο, ματζόβολο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified