Further tags

Προφανώς και κολασμένη - κολασμένο. Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι εξαιρετικό, ικανό να κολάσει και άγιο. Απαντάται και ως "κόλαση". Η χρήση του συνηθίζεται (αλλά δεν περιορίζεται) για περιγραφή γκόμενας ή φαγητού, δηλαδή για τα σοβαρά πράγματα στον μάταιο τούτο κόσμο.

1
- Το παστίτσιο κολασμένο σήμερα Πόπη μου.
- Εμ κολασμένο θα είναι, από το πρωί στην κουζίνα σαν το δούλο, ούτε ένα καφέ δε πρόλαβα να πιω η γυναίκα. Πήρε τηλέφωνο η Θέκλα και της το 'κλεισα λες και είμαστε μαλωμένες για να προλάβω να τα 'χω όλα στην εντέλεια για τον πασά, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που με θέλαν καν και καν, και γιατροί και δικηγόροι και φαρμακοποιοί. Κι εγώ το ζώον, πήγα και πήρα εσένα.
- Τι το 'θελα και μίλησα. Πού και να ήταν μάπα...

2
- Κολασμένο μωρό η Μερόπη ρε μάγκα μου.
- Η γνωστή Μερόπη απ' τις 40 Εκκλησιές? Η Μερόπη με τον κώλο αναφοράς? Πλάκα με κάνεις ρε φιλαράκι? Έχει παραμιλήσει το σύμπαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι απείρως ενοχλητικότερο κι από την διαόλου κάλτσα (η οποία συνήθως είναι κάτι το χαριτωμένο). Κάτι / κάποιος που, κατά σατανικό τρόπο, βρίσκεται στο διάβα μας και τότε πάνε όλα σκατά.

  1. Οδηγός Α, φωνάζοντας έξαλλος σε αυτόν που τον τράκαρε άσχημα:
    - Άει μωρή πούτσα του διαόλου, πώς στο διεάολο πετάχτηκες έτσι, είχες στοπ, δεν το είδες;
    Οδηγός Β, εξίσου έξαλλος:
    - Εμένα είπες 'μαλάκα';
    ...

  2. - Τι κάνεις εκεί;
    - Παλεύω μ' αυτή την πούτσα του διαόλου που έφυγε από την θέση της και δεν ξέρω πώς να την ξαναφτιάξω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της ιδίας πιθανότατα ρίζας με το μπανίζω, το μπανιστήρι και την μπανιστηροκάμερα, μπάνικο είναι κάτι το οποίο είναι όμορφο όταν το κοιτάς. Προφανώς και αναφέρεται σε γκόμενες και αυτοκίνητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι σωστή η χρήση του και γι' άλλα αντικείμενα του πόθου.

Σε μία προσπάθεια λεπτομερέστερης εξήγησης του όρου, δανείζομαι την αγγλική έκφραση easy on the eyes, η οποία συνδέει κατά τον ίδιο τρόπο την ομορφιά ενός αντικειμένου ή ανθρώπου με την επίπτωση στα μάτια αυτού που το βλέπει. Βέβαια οι Άγγλοι το λένε με 4 λέξεις, εμείς με 1. Μερακλαντάν.

- Πφφφ! Πολύ μπάνικο ρε συ το εργαλείο.
- Δε λες τίποτα. Τετρακούνα, τούρμπο, 300 άλογα, γάμησέ τα...
- Όχι αυτό το εργαλείο ανόητε. Για το γκομενάκι μέσα στο αμάξι λέμε. Πολύ κολλημένος είσαι μωρ' αδερφάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά, μεταλλικό σφαιρίδιο.

Κουρσούμια λέγονται, μεταξύ άλλων, οι μπίλιες των ρουλεμάν, τα σκάγια για τις σφεντόνες και οι μεταλλικές γκαζές. Έχουν και μια εφαρμογή στους ναργιλέδες.

Μεταφορικά, κουρσούμι είναι κάτι βαρύ, συμπαγές, δυσκίνητο, ακόμη και δύσπεπτο. Μπορεί να σημαίνει και κάποιον χαζό, που δεν παίρνει πολλές στροφές.

  1. Σ' αυτο το παιχνίδι παίζαμε και με "κουρσούμια", δηλαδή μπίλιες σιδερένιες από ρολιμάν. Υπήρχαν και απο αυτές πολλές στο εργοστάσιο της Αμπραβανέλ που έκανε οβίδες. (Από το διαδίκτυο).

  2. - Αμάν αυτό το τηγάνι για τις ομελέτες ... ασήκωτο είναι ... κουρσούμι σκέτο.

  3. PS: Το gothic 3 τζαμάτο παιχνίδι αλλά κουρσούμι από απαιτήσεις, θέλει πάνω από 1.5gb ram για να μην lagαρει... (από διαδικτυακό forum).

  4. - Πολύ σκορδαλιά έφαγα το μεσημέρι ... κουρσούμι μού 'κατσε ... βαρυστομάχιασα άσχημα ... πιάσε μια Σουρωτή.

  5. Καλά, τι κουρσούμι ειν' αυτός ο αδερφός σου, ρε ... μία ώρα του εξηγούσα, τίποτα δεν κατάλαβε ...

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δευτεράντζα, όχι και πολύ καλής ποιότητας.

Παρά την ευρέως κρατούσα άποψη ότι προέρχεται από το bus class και αναφέρεται σ' αυτούς που λόγω χαμηλού εισοδήματος πηγαίνουν με το λεωφορείο, είναι μάλλον πιθανότερο να προέρχεται από το basse classe, όπου basse σημαίνει κάτω και classe σημαίνει τάξη. ΟΚ, πάλι έχει μία ταξικότητα ως έκφραση αλλά τουλάχιστον απενεχοποιούνται έτσι οι αστικές συγκοινωνίες και είναι πλέον politically correct και για τα υψηλά εισοδήματα να τις χρησιμοποιούν. Ουφ...

Παίζει και ως μπασκλασαρία.

  1. - Για την Λίτσα τι λες;
    - Πολύ μπασκλασαρία ρε αδερφάκι μου.

  2. Είπα να χτυπήσω ένα μεταχειρισμένο παπάκι να κάνω τη δουλίτσα μου και μου την πέσανε όλοι ότι είναι λέει πολύ μπας κλας και θα ρίξω το επίπεδο μου.

  3. - Πώς ήταν χθες το πάρτι;
    - Δεύτερο μεγάλε. Πολύ μπας κλας. Το κέτερινγκ μάπα, τα ποτά μπόμπες, ο κόσμος άσ' τα να παν'. Σε μισή ώρα την έκανα και πήγα για ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που δεν μας αρέσει η δεν συμφωνούμε. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα εκφράσεων με ευρεία έννοια από καθημερινές στιγμές μέχρι ακραίες όπου μπορείς να πεις ότι ταυτίζεται με το το μαλακία και το για τον πούτσο.

Από το Φούτσιν > Φου-τσιν > τσιν.

  1. - Η συμπεριφορά του Νίκου είναι απαράδεκτη, είναι εντελώς τσιν!

  2. - Πω πω μαλακίες μας έλεγε ο Πάνος για την κρεπερί, τσιν η κρέπα!

  3. - Η μουσική σε αυτό το club είναι τσιν... (= Η μουσική δεν είναι του γούστου μου ή είναι άθλια...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνεισμα της αγγλικής λέξης pure (αγνό). Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται σε καταστάσεις, σε πρόσωπα, σε τόπους και αντικείμενα που είναι καθολικά αγνά.

-Πςς... Πήτερ Τος! Καλά, το κομμάτι αυτό είναι τρελή πιουρίλα.

-Η παραλία που πηγαίνω κάθε χρόνο έχει απίστευτη ομορφιά. Σκέτη πιουρίλα.

Βλ. και επικίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σπάει: δηλαδή είναι γαμάτο, καταπληκτικό!!

Ρε φίλε, είδες το καινούριο duke του Αντώνη;
— Ναι ρε, τα σπάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί επιφωνήματος, χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που είναι τόσο ηλίθιες, ξεκάρφωτες, κουλές ή απλά παράλογες που κανείς δε μπορεί να σχολιάσει και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αναφωνήσει: «Ό,τι νά 'ναι!».

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν επίθετο.

- Ρε... καλά δε παίρνει γραμμή αυτός ο Γιάννης! Τού 'χουν βάλει κεφαλάκια από σπίρτα μέσα στα τσιγάρα, ανάβει, και το τσιγάρο γίνεται πυρανάλωμα, και αυτός όχι μόνο δεν το καταλαβαίνει αλλά γυρνάει και λέει ωΧμμ... Έχουν ένα παράξενο άρωμα αυτά τα τσιγάρα!»
- Αχαχαχά! Σοβαρά;;; Πώωω... ό,τι νά 'ναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified