Ο αρσενικός βάτραχος. Κρητική λέξη. Λέγεται επίσης και αβοθρακός. Χρησιμοποιείται για να δείξει άνθρωπο πολυάσχολο.
- Ήντα κάμεις μρε Μανωλιό;
- Άσε, μρε Γιώργη, τρέχω ωσάν τον αφορδακό.
Ο αρσενικός βάτραχος. Κρητική λέξη. Λέγεται επίσης και αβοθρακός. Χρησιμοποιείται για να δείξει άνθρωπο πολυάσχολο.
- Ήντα κάμεις μρε Μανωλιό;
- Άσε, μρε Γιώργη, τρέχω ωσάν τον αφορδακό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη αυτή έχει προέρθει από τη ταλαντούχα Βούλα Βαβάτση την οποία την μάθαμε μέσα από πορνοταινίες. Το βαβατσελέ το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να εκφράσουμε κάτι με ένα επίθετο και δεν μας έρχεται κανένα! Τότε πετάμε ένα βαβατσελέ και τελειώνει εκεί.
Αυτό το πράγμα ήταν πολύ...πολύ...πολύ... βαβατσελέ ρε παιδί μου!
Got a better definition? Add it!
Τρε καυλωτίκ υποκείμενο ή αντικείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.
Ενίοτε χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό.
Αντώνυμο: ντεκαυλέ.
- Τι πατούρι είναι αυτό, τι καυλιδερό ψαρωμένο ύφος, πιπίνι σούπερ... από επιδόσεις φυσικά δεν έχω ιδέα γιατί δεν μπήκα. Αλλά κ γαμώ ...
(crash test μπουρδέλων, εδώ)
- το γκαζι ειναι το πιο καυλιδερο πραγμα σε ενα αυτοκινητο και οσο πιο πολυ μπορεις να παρεις τοσο το καλυτερο :rtfm:
(crash test αυτοκινήτων, εκεί)
- Πάρε το New dark age να ακούσεις πρόστυχο, επικό, καυλιδερό και ανυπόταχτο doom!
(crash test συγκροτημάτων, παραπέρα)
- Πως το λένε το καυλιδερό του Πέρι;
- Εεε, πιέρ;
- Όχι ρε, για το άλλο λέω...
(ως ουσιαστικό, περισσότερα εδώ)
Got a better definition? Add it!
Είναι μια σουηδική βότκα. Αλλά το λέμε και όταν κάποιος είναι ο number one, ο τελειοτερότερος, πολύ καλός ή πολύ κουκλί, γκόμενος ή γκόμενα (εξαρτάται απ' το φύλο).
Και υπάρχει και το επίρρημα αμπζοφακινλούτλυ, που θα πει σίγουρα, οπωσδήποτε, δε σηκώνω αντιρήσεις φίλε! Το 'πε ο Παπακαλιάτης σε μια σειρά και μετά έμεινε.
** Η συζήτηση ήταν τον Σεπτέμβριο.
Got a better definition? Add it!
Ο Σατανάς, ο Διέαολος, αλλά και ο γενικά ακατανόμαστος (όχι μόνον αυτός), ο ανεπιθύμητος, ο μακριά απ' τον κώλο μας κι ας είναι όπου νά 'ναι. Επίσης συνώνυμο του φτούκακα.
Από το «έξω (όξω) από εδώ». Λέγεται βεβαίως και εξαποδώ, αλλά το οξαποδώ είναι σλαγκότερον γιατί εκάστη λαϊκή παραφθορά φωνήνετος ή συμφώνου σλανγκίζει την δόκιμη λέξη κατά μία ή και περισσότερες μονάδες.
Λοιπόν, όταν εγώ λέω ότι ο Θεός μπορεί να έφτιαξε τα πάντα - ακόμα και τις ναπάλμ... - αλλά αποκλείεται να έφτιαξε κάτι τόσο ... διεστραμμένο όσο τα computers, δε θέλω να ακούω αντιρρήσεις! Αυτά είναι δημιουργήματα του αλλουνού, του κερατούκλη, του οξαποδώ!
Επειδή, ως γνωστόν, το barcode κρύβει το νούμερο του οξαποδώ κι επειδή, όταν έρθει ο οξαποδώ, θα χαραχτούμε απαξάπαντες με το 666, ετοιμαστείτε για εκείνη την εποχή φτιάχνοντας το barcode του… εαυτού σας. Ο ΚΑΙΡΟC ΓΑΡ ΕΓΓΥC!
Γιατί άμα λάχει, εμείς οι διαφημιστές (οξαποδώ) και συνειδήσεις προγραμματίζουμε! Σήμερα για παράδειγμα, εγώ πήρα τρία μπρηφ. Έχω να κάνω μια καταχώριση, μια προσαρμογή τηλεοπτικού και μια προπαγάνδα υποσυνείδητου.
Πάντως αυτά τα (οξαποδώ) γερμανικά μεγάφωνα ΑΕR MD3 φαίνονται ενδιαφέροντα.
Το αυτοαναφορικό γνωμικό «λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ» σημαίνει μια περιθωριακή λεξούλα, που οι κυριλέ λεξικογράφοι, όπως ο οξαποδώ Μπαμπινιώτης απαξίωσαν να συμπεριλάβουν στα πολυτελή λεξικά τους, με αποτέλεσμα να μείνει άστεγη, και να βρει λίγη περίθαλψη, στοργή και θαλπωρή μόνο στον διαδικτυακό τόπο του slang.gr.
(από το νέτι -το τελευταίο από το λήμμα ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ).
Got a better definition? Add it!
Ομάδα, σπείρα, ασκέρι, που προκαλεί την καταστροφή. Αποτελείται είτε από λούμπεν είτε από «κακοποιά» στοιχεία, και επιδίδεται σε φθορές, κλοπές, βανδαλισμούς και γενικά «αξιόποινες πράξεις».
Μπορεί να αποδοθεί επίσης στην παρέα μας, η οποία φυσικά είναι γαμάτη και τη φοβούνται όλοι.
1)
-Μαζευτείτε ρε φλώρια μην έρθει ο Ψηλός με το λεφούσι του και γίνουμε κώλος εδώ μέσα!
2)
-Καλά ρε τι έγινε και είστε σαν κλαμένα μουνιά;
-Μας επιτέθηκε στο μετρό ένα λεφούσι ΑΕΚτζήδες και μας πήρε στο κυνήγι μόλις που γλυτώσαμε...
Σχετικό: φουρφούκι
Got a better definition? Add it!
Εκτός από το γνωστό καζανάκι της τουαλέτας, και το καζανάκι της εξάτμισης του αυτοκινήτου, ο όρος αναφέρεται και στην τούφα μαλλιών ή αλλιώς τζίβα που αφήνουν οι κάγκουρες για να «βελτιώσουν» την εικόνα της κεφαλής τους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που είναι φουλ κιτς. Η κατάληξη -άτος ελληνοποιεί και σλανγκοποιεί τη λέξη.
Υπερθετικό: καρακιτσαριό
...καρφάκι δεν μου καίγεται αν είσαι κιτσάτος ή μπαλαλάικα... τι έχουνε δηλαδή οι λαϊκογκόμενες και τα γκαραζότεκνα... μια χαρά είσαι...
...πλακόστρωτο δάπεδο, ένας γύψινος κιτσάτος Βούδας στην είσοδο και τρία λαχταριστά πλάσματα γένους θηλυκού (ζωντανά αυτά)...
Όποιος εδώ μέσα είναι κιτσάτος, ας έχει κιτσάτη υπογραφή. Όλοι οι υπόλοιποι φροντίστε να ακολουθείτε τις βασικές αρχές της φορουμικής καλαισθησίας.
...στον κυριακατικο μπουφε και να φαει μεχρι σκασμου...πολυ καλο σερβις και ο χωρος κιτσατος, οπως αρμοζει σε ενα τετοιου υφους εστιατοριο!
από το δίχτυ
Got a better definition? Add it!
όρος της ξυλουργικής: τραβέρσα, δοκός, «η πελεκητή ξυλεία στέγης, κορμοί ξύλου ελαφρά πριονισμένοι ώστε να διατηρούν την κωνικότητά τους, αποτελούν την ιδανική λύση για εμφανείς κατασκευές ιδιαίτερα σε παραδοσιακά κτίσματα.»
(από εδώ)
Το τραβέλι, το (η) τραβεστί.
[Στο σαλόνι], κόκκινοι καναπέδες και συνδυασμός υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικών με το νεολιθικό τζάκι και τις κλασικές νησιώτικες τράβες της οροφής.
Αὐτὰ τὰ «τσόλια» καὶ οἱ «τράβες» εἶναι ὅ,τι κι ἐσύ, μὲ μιὰ πολὺ θεμελιώδη διαφορά: Ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ νὰ ζοῦν ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα, καὶ ὄχι νὰ γκρινιάζουν μὲ ψευδοεπιχειρήματα ὅτι θὰ τρομάξουν τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά.
Got a better definition? Add it!
Από τη λέξη πάτος + κατάληξη -ίλα.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει:
α) αντικείμενα του πεταματού, υπό την έννοια ότι βρίσκονται στον πάτο της ποιοτικής κλίμακας του ομιλούντος,
β) (συχνότερα) καταστάσεις / εμπειρίες έσχατης κατάντιας (βλ. και πιάνω πάτο) ή, στην πιο ελαφριά εκδοχή, με κατάληξη τουλάχιστον απογοητευτική ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η χρήση μπορεί να επεκταθεί και για παρακμιακά μέρη.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο όρος είναι αμοιβαίως εναλλάξιμος με τη λέξη σαπίλα. Ωστόσο, ενώ ο χαρακτηρισμός πατίλα μπορεί να μεταφέρει αποκλειστικά μειωτική διάθεση (η εκφορά συνοδεύεται από ξινισμένη γκριμάτσα, βλ. παράδειγμα 1), συχνότερα υπαινίσσεται χαρά, ευχάριστη έκπληξη ή επιδοκιμασία του ομιλούντος για την καλτίλα του σκηνικού (συνοδεύεται από χαμόγελο και ανασήκωμα των φρυδιών, βλ. παράδειγμα 2). Η «κατάντια», δηλαδή, που αναφέρθηκε προηγουμένως, αφορά μόνο στην αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης, που συχνά ουδεμία σχέση έχει με την υποκειμενική!
Συναντάται επίσης ως πατιλιά.
[i]1. - Έλεος ρε φίλε! Δηλαδή εγώ που ξεσκίστηκα όλο το εξάμηνο με τις εργασίες και έτρεχα σαν το Βέγγο να προλάβω τις προθεσμίες, πήρα τον ίδιο βαθμό με την άλλη που κατέβηκε μόνο στο τέλος στις εξετάσεις;! Τι πατίλα είναι αυτή ρε γαμώτο;!
- Κάτσε ρε... ξεχνάς τη μοριοδότηση...
Got a better definition? Add it!