Further tags

Κλέφτης ή κλεφτής αποκαλείται είδος αυτοσχέδιου αποστακτήριου στην ψειρού.

Η μαγκαϊβεριά αυτή αποτελείται από αντίσταση ηλεκτρικού ρεύματος που βράζει φρούτα μέσα σε ένα τσίγκινο κουβά με νερό μέχρι να δέσει το τσίπουρο-μπόμπα των φυλακόβιων.

Η διαδικασία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και πολλοί χειριστές κλέφτη (οι επονομαζομένοι και τσιπουράδες) τα έχουν κακαρώσει εν ώρα εργασίας (βλ. ρεπορτάζ).

  1. - Στις φυλακές Κορυδαλλού -και όχι μόνον, αφού τα οινοπνευματώδη ως γνωστόν απαγορεύονται- με τον επονομαζόμενο «ΚΛΕΦΤΗ» γίνεται το ναρκωτικό των φτωχών, που είναι ένα είδος αυτοσχέδιου τσίπουρου ή κρασιού. (εδώ)

  2. - κλέφτης: το αποστακτήριο όπου φτιάχνουν τσίπουρο.
    (Το γλωσσάρι πίσω από τα σίδερα της φυλακής)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης πρέζας με χωρητικότητα ενός καπακιού στυλό Bic.

Καπάκια ενίοτε και επίχρυσα χρησιμοποιούν επίσης οι κοκάκηδες για να χορηγούν τις ρουθουνιές τους.

- Για την ηρωίνη μονάδα μέτρησης είναι το καπάκι από το στιλό Bic, περίπου 3/4 του γραμμαρίου, και πωλείται 120 ευρώ η δόση. (εδώ)

- Εμπόριο (στην φυλακή) γίνεται με τα ψυχοφάρμακα. Αν και τους τα δίνουν «σπασμένα», τα μεταφέρουν στο στόμα τους και τα μεταγγίζουν στο στόμα κάποιου άλλου με ένα φιλί. Ενα Ipnostedon π.χ. έχει την ίδια αξία όσο το 1/15 από το «καπάκι», δηλαδή 10 ευρώ.
(εκεί)

Ξυρίζει ανάβει, γράφει και όχι μόνον! (από Vrastaman, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγαριλίκι, γάρο, μπάφος, συνήθως μεγάλου μεγέθους, από δίφυλλο και πάνω. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από το σχήμα του που είναι κωνικό και γενικά στραβό.

Κατ' επέκταση και ο μπάφος / σταφ που σε κάνει και κλάνεις.

  1. - Πού πάμε ρε παιδιά νυχτιάτικα στα κατσάβραχα;
    - Ο Ντάφυ έχει ένα κέρατο.

  2. - Τι κέρατο ήταν αυτό;! Έκλασα πάνω μου!

βλ. και καρότο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλαιοί χυμοί (τους οποίους αγοράζαμε για 20 δραχμές έκαστον οι γεννημένοι το 1980-1985). Χαρακτηρίζουν ένα πολύ αραιό διάλυμα ποτού.

- Ένα καμπάρι σόδα.
(γουλιά)
- Ρε φίλος, χυμό Φλώρινα τον έκανες, βάλε λίγο ποτό ακόμη!

(από Cunning Linguist, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλιγάτορας + γαμώ!

Το πρώτο συνθετικό αλιγάτορας, έχει σκοπό να αποδώσει με όσο το δυνατόν εκφραστικότερο και ζωντανότερο τρόπο, την προσήλωση και την ψύχωση προς στο αντικείμενο που αρεσκόμεθα να καλούμε... «μουνί».

Όπως ο αδίστακτος αλιγάτορας, ένας πραγματικός δολοφόνος της φύσης, θανατώνει το θήραμά του, έτσι κι ο αληγάμουρας γαμάει το θήραμά του.

Είναι, με άλλα λόγια, ο τύπος που όχι απλώς γαμάει, αλλά σαρώνει στην κυριολεξία. Ο τύπος ανδρός για τον οποίο το μουνί δεν είναι πλέον διασκέδαση, αναπαραγωγή ή έστω και χόμπι. Είναι αντικείμενο σπουδών, τροφή και στη χειρότερη...; ΠΡΡΡΕΖΑΑΑΑΑΑ!

Φυσικά τέτοιου είδους όντα καταντάνε να καταλάβουν γύρω στα 50 τους ότι δεν έκαναν τίποτε το χρήσιμο και αξιοσημείωτο στη ζωή τους, αφού αναλώθηκαν εκεί, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στην ψυχολογική τους κατάρρευση.

ΕΓΩ!
PS: ΒΟΗΘΕΙΑ...

(από Vrastaman, 19/09/10)Κι ο Αλή Πασάς, ως αλη γάμουρας πηδούσε τα πάντα (*.*) (από GATZMAN, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανηφόρα και ποδηλάτης. Αν έχεις ποδήλατο με καμιά πενηνταριά ταχύτητες μπρός - πίσω, κάτι γίνεται. Αν όμως έχεις κανένα βελαμοουζάκι αναγκαστικά θα σηκωθείς όρθιος στην πεταλιέρα για να υπερφαλαγγίσεις με το σωματικό σου βάρος την κλίση του δρόμου.

Σπανίοτε, σε μεγάλες κλίσεις η ορθοπεταλιά δεν αποφεύγεται, ακόμα και με το πιο high tech μασίνι της αγοράς.

Στα σλανγκέζικα το λήμμα σημαίνει τις αγωνιώδεις προσπάθειες κάποιου να υπερβεί δύσκολες καταστάσεις καταθέτοντας και την τελευταία ρανίδα του ιδρώτα του.

Προσφάτως, εν μέσω οικονομικής χρήσης κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν να βαρέσουμε ορθοπεταλιά για να την τη βγάλουμε καθαρή στο τέλος.

- Σε έναν απολογισμό του έργου της κυβέρνησης τις πρώτες 100 της ημέρες προχώρησε από το Ζάππειο ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου. Τόνισε ότι το 2010 θα είναι έτος μεγάλων αλλαγών και είπε χαρακτηριστικά: «Tο 2010 θα κάνουμε ορθοπεταλιά»
(από εδεπά)

(από perkins, 19/09/10)Ο όρος ακούγεται στο διάστημα 2:24-2:26 (από GATZMAN, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρά ακουστικά για διάφορες συσκευές αναπαραγωγής ήχου, κυρίως φορητές.

Δοκίμασα στο σ100 μου κάτι απλά ακουστικά τηε φιλιπς και είδα τρομερή διαφορά...βασικά δε περίμενα το σ100 να παίζει τόσο τέλεια μουσική...
αλλά αυτά που έχω η βάση τους έχει μια προέκταση και δε με βοηθούν καθόλου όταν φορώ κράνος.
οπότε ερχόμαστε στο ζουμί
ποια είναι τα καλύτερα ή έστω πολύ καλά ακουστικά ψείρες; έμαθα πολύ καλά λόγια για αυτά του ipod...
ευχαριστώ!
(από 'δω)

(από perkins, 19/09/10)(από protnet, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρό μικρόφωνο με μεγάλη ευαισθησία που κλιψάρει στο πέτο και χρησιμοποιείται κατά κόρον στις ειδήσεις.

Για στερεοφωνική λήψη χρησιμοποιούνται δύο ψείρες, μία σε κάθε πέτο.

Διευθυντής φωτογραφίας: Το πλάνο είναι πολύ γενικό, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μπουμ.
Σκηνοθέτης: Δεν πειράζει, θα το κάνουμε με ψείρες και θα το στρώσουμε στο ποστ.

(από protnet, 19/09/10)[00:55-1:02] "Η ψείρα όπως λέει μια παροιμία αμα χοτάσει βγαινει στο γιακά" και γίνεται μικρόφωνο στο πέτο (από GATZMAN, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Το φτερό του αυτοκινήτου ή της μηχανής, ο λασπωτήρας.

Από τις αρχαίες λέξεις αλέξω (=απωθώ) και βόρβορος (=λάσπη).

Λέξη που απαντά αποκλειστικά στο στρατό.

Κανονικά αυτή η λέξη δεν έχει καμία θέση εδώ μέσα. Είναι μια επίσημη λέξη, καταγεγραμμένη στα στρατιωτικά εγχειρίδια.

Πλην όμως:

  • Είναι εντελώς αδόκιμη.
  • Είναι τόσο καραξύλινη που δεν παίζει ούτε στην καθαρεύουσα, ούτε σε νόμους του κράτους, ούτε πουθενά. Στον καθαρευουσιάνικο Κ.Ο.Κ. π.χ. τα φτερά αναφέρονται ως λασπωτήρες.

    Ο γούγλης (τη στιγμή συγγραφής του παρόντος) έδωσε εννιά (9) αποτελέσματα. Τριαντάφυλλος και Κριαράς δεν το 'χουν καν. Μπάμπη δεν κοιτώ από θέση.

Ποιος ξέρει δηλαδή ποιος καμένος αρχαιόκαυλος καραβανάς το εμπνεύστηκε όταν τον έβαλαν να κάνει copy paste τα εγχειρίδια του αμερικάνικου στρατού.

Στο Τεχνικό όμως που υπηρέτησε ο γράφων αυτή η λέξη ήταν ολοζώντανη. Χρησιμοποιούταν κατά κόρον από τεχνικάριους, οδηγούς και λέουρες ανθστές. Και πάντα με πονηρό, συνωμοτικό ύφος, όπως κάθε γνήσια σλανγκ. Έπρεπε να την ξέρεις γιατί αλλιώς ανήκες στους άλλους, την πλέμπα, τους αμύητους. Κι αν την ήξερες μπορεί και να έκλεβες τη σειρά προς το συνεργείο.

  1. Το αλεξιβόρβορο είναι από την ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων και προδιαγραφών / προκηρύξεων. (απ' εδώ)

  2. (Λόχος Τεχνικού. Ουρά από παπάκια απ' έξω. Μαύροι με φραπέδες περιμένουν σε μια σκιά. 50άρης Ανθστής πλησιάζει φαντάρο που περιφέρεται ακάλυπτος και με τη φανέλα)
    - Σειρούλα, μπορείς να δεις λίγο την καναδέζα;
    - Πλάκα μας κάνεις ρε ψηλέ; Δεν βλέπεις πόσοι περιμένουν;
    - Όχι μωρέ, το αλεξιβόρβορο θέλω να δεις.
    - Καλά, φέρτη μέσα.

(από Vrastaman, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το Ζ ή ζετάκι της Honda όπως ελέγετο χαϊδευτικά.

Σπάνια έβρισκες να αγοράσεις κάποιο σε φτηνή τιμή κι έτσι κατέληγες με κάνα παπάκι στρογγυλοφάναρο στις αρχές των ογδόνταζ. Όποιος το είχε συνήθως δεν το πούλαγε και το πρόσεχε σαν κατοικίδιο. Το βράδυ το έβαζε να κοιμηθεί εντός της οικίας , και πολλές φορές δίπλα του. Tο κύριο όνομά του ήταν monkey Z50, αλλά επικράτησε ο σλανγκισμός μπόμπος προφ λόγω του πολύ μικρού του μεγέθους.

Το πρώτο Ζετάκι γεννήθηκε το 1967, αλλά η παραγωγή του ή η εισαγωγή του στην χώρα μας ήταν περιορισμένη. Το εκπληκτικό με το μοτοσακάκι αυτό ήταν ότι λόγω του μεγέθους του είχε πολύ καλή αναλογία βάρους-ιπποδύναμης και έριχνε στ' αυτιά στα άλλα πενηντάρια της πιάτσας (παπάκια όλων των εταιρειών, Νταξάκια, τσάλυ, τσάπυ, σιγουάι και αρβί). Ήταν πάντα πανέμορφο σε όλες του τις εκδόσεις και ειδικά στις επετειακές, τόσο ώστε να λυπάσαι να το βάλεις στα νερά έτσι που σε τέτοιες φάσεις το έπαιρνες αγκαλιά και το πέρναγες απέναντι.

Πρόγονος του ήταν το Gorilla, αυτό με το μεγάλο κι άσχημο ρεζερβουάρ με το οποίο πάντως συνυπήρξαν στην γραμμή παραγωγής για καμιά δεκαετία, όπως ο homo sapiens με τον homo neaderdalensis ένα πράμα.

Μιλάμε για μηχανάκι έρωτα που μπορεί ακόμη και τώρα να κοσμεί το καθιστικό μας.

Υστεριόγραφο: η κινέζικη εταιρεία lifan έβγαλε τα τελευταία χρόνια κάτι σε κλόπυ πέιστ σαν ζετάκι αλλά μην το πάρετε, τα γραναζάκια του κινητήρα είναι από χώμα.

Από το Δ.Π., λημματοδότης ο Betatzis.

  1. (απο δω)
    «Έμενα δεν μου άρεσαν οι μεγάλες και γρήγορες μηχανές άλλα οι mini.. Honda Monkey η' αλλιώς ζετακι η' μπομπος..»

  2. (από αγγελίες lost and found)
    «Στο διάστημα μεταξύ 9-20 Αυγούστου 2008 εκλάπη μηχανάκι HONDA MONKEY Z50JP από την περιοχή των Αμπελοκήπων στην Αθήνα μέσα από το PARKING ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ. Το συγκεκριμένο μηχανάκι συχνά αναφέρεται ως «μπόμπος» ή «ζετάκι» και ειναι χρώματος ΜΠΛΕ (σκούρο μεταλλικό) με λευκό στις πλαϊνές όψεις του ντεπόζιτου βενζίνης. »

(από παρέκει)
«iparxei k ena montelo . legete Z einai paragogis mesa sto 70 kai to evgaze i honda.
episis iparxei to chally, kai o antagonistis tou to chappy.
ola ta simerina me ta koloonomata, ta kinezika dld, einai apla apomimiseis.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified