Further tags

Χαώδης κατάσταση, άνω-κάτω, ό,τι νά 'ναι όπως νά 'ναι, αλαλούμ. Αναφέρεται κυρίως για χώρο αλλά και για μία κατάσταση.

  1. - Τι κουβαλάει αυτός στην καρότσα, του αυτοκινήτου του; - Πωπώ... Τσιτσέλε μαρινέλε!

  2. - Πρόσεχε μη τα ρίξεις πάλι, γιατί την άλλη φορά έγιναν όλα τσιτσέλε μαρινέλε.

Marinele Pen (από GATZMAN, 20/11/10)Τουκανισμός: Ο εραστής της Τσιτσιολίνας θεωρείται ως ο 2ος σημαντικότερος καλλιτέχνης της εποχής μας (εμπορικώς τουλάχιστον). (από Khan, 21/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της πρότασης «που ρουφάνε».

Κοινώς ο... ποιητής θέλει ένα καλαμάκι για το καφέ-χυμό ή άλλο ποτό που θέλει να απολαύσει και δεν γίνεται χωρίς αυτό.

(Δείχνοντας τον καφέ-φραπέ:)

- Θα μου φέρεις ένα πουρουφάν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τέλειος, ο απίθανος, καύλα. Λέγεται με θαυμασμό και ενθουσιασμό.

- Καύλα ο καινούριος μου υπολογιστής ε;
- Καλά φίλε, είναι γαμάτος! Γρήγορα, φέρε μπύρες και μελομακάρονα και βάλε το Heroes να παίξουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δώσει υπερθετική ιδιότητα στο προσδιοριζόμενο όνομα. Συνώνυμα: απίθανος, φοβερός, μεγάλος, πολύς κτλ.

  1. Ρε πήγες και αγόρασες αυτήν την παπαριά που διαφημίζει η τηλεόραση; Τρελή απάτη, κορόιδο σε πιάσανε φιλαράκο!

  2. Με πήρε χαμπάρι ο διευθυντής που κοιμόμουνα στη δουλειά κι έφαγα τρελό γαμήσι! Παραλίγο να με απολύσει!

  3. Τρελό παιχτρόνι ο Λιθουανός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκάφος το οποίο έχει άσχημη πλεύση και κοπανάει στον καιρό.

Πού πας με την πατόζα με τέτοιον καιρό! Θα μας αναγκάσεις να σε μαζεύουμε σε λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως πράσινη συνήθως εννοείται η μπίρα Heineken, η οποία βγαίνει σε πράσινα μπουκάλια και κουτάκια.

Ρε μάστορη, πιάσε μια πράσινη ακόμα και τρεις άμστελ για τα καρντάσια.

Η κλασική πράσινη (από poniroskylo, 01/06/08)Πράσινο κουτάκι (από poniroskylo, 01/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασάλειμμα, μπογιάντισμα όπως-όπως, κακό μακιγιάζ στο πρόσωπο μιας γυναίκας.

- Ρίξε έναν μπαντανά παιδάκι μου να τελειώνουμε επιτέλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρακμή, αλλά και ο παρακμιακός, -ή, -ό. Από την γαλλική λέξη décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς» (παρεμπιπτόντως: οι dead can dance παίζουν με την προφορά της λέξης αυτής). Το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ανθρώπους, καταστάσεις, χώρους, μουσική.

  1. Είδα την Ράνια χθες. Χάλι. Ήταν υπερβολικά βαμμένη, ντυμένη σαν τρεντάκι ενώ έχει κλείσει τα πενήντα, την έπινε χαλαρά όλη την ώρα και δεν ήξερε πού πατούσε όταν σηκωθήκαμε, άσε που μιλούσε φωναχτά και έλεγε κάτι μαλακίες... Γάμησέ τα, πολύ ντέκα...

  2. Με πήγε να φάμε σε ένα εστιατόριο μες στη ντέκα. Ψευτοχρυσές πλαστικές καρέκλες, συνθετικά τραπεζομάντηλα, μουσική να κόβεις τις φλέβες σου, τα 'παιξα και δεν μπορούσα να φύγω, ήμασταν οι δυο μας μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη νήσο Φολέγανδρο και τη σφολιάτα. Χαϊδευτικά λέγεται και σφολάκι. Προσδιορίζει με τρόπο αρνητικό την ποιότητα έμψυχου ή άψυχου υλικού.

  1. - Τι έγινε εχθές με το γκομενάκι, όλα καλά;
    - Ντάξει μωρέ, σφολιατάκι ήταν!
  1. Ξύπνησα με χανγκόβερ σήμερα το πρωί, μάλλον φταίει το κρασί πού ήταν τρελό σφόλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασήμαντο, ανάξιο λόγου.

Αυτή είναι τραγουδίστρια του κώλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified