Further tags

Αυτοσχέδιο μουσικό όργανο (οποιουδήποτε είδους) το οποίο κατασκεύαζαν κατά καιρούς οι πάλαι ποτέ θαμώνες της παραλίας του Ρούκουνα στην Ανάφη (τότε, πριν πλακώσουν οι φλώροι).

- Θυμάσαι που είχες φτιάξει ένα ρουκουνόφωνο και παίζαμε;
- Εγώ το θυμάμαι, εσύ πού το θυμήθηκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευτυχής σύνθεση του γαλλικού tres joli = πολύ όμορφο και του τουρκικού αμάν = έλεος (αυτό δις, για να δείξει το μέγεθος του προβλήματος). Αν είναι απαραίτητη η μετάφραση - υπέροχα, κι ο Θεός βοηθός.

Ευρηματική αποκρυστάλλωση ενός περιρρέοντος τουρκομπαρόκ, σε πρώτο χρόνο η φράση χρησιμοποιείται για να θάψει κάτι (ρούχο, κόσμημα, γκάτζετ, σαλονάκι κλπ) στο οποίο ο ιδιοκτήτης προφανώς έχει επενδύσει πολλά αλλά το οποίο, τελικά, είναι κακόγουστο, δυσλειτουργικό και εν γένει μάπα.

Σε δεύτερο χρόνο, ένας έμπειρος χρήστης της φράσης μπορεί να την επικαλεσθεί και με διάθεση αυτοσαρκασμού όταν θέλει να δείξει ότι, ακόμη κι αν τα πράγματα φαίνονται νορμάλ, έχει φάει τέτοια απανωτά χαστούκια από τη μοίρα που, κυριολεκτικά, έχει λαλήσει και μιλάει γαλλικά σε ρυθμό αμανέ.

Κάτι για την εκφορά της φράσης. Την λέμε είτε με απολύτως άπταιστη γαλλική προφορά είτε, αν αυτό δεν είναι εφικτό, με την πιο βαριά Ελληνική που μπορούμε. Μέση λύση δεν χωράει.

  1. - Πώς σου φαίνεται το συνολάκι της Εύας, χρυσέ μου;
    - Ααα, τι να σου πω ... τρε ζολί κι αμάν αμάν ... και αν δε βάλουμε το λαμέ το γοβάκι στις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου πού θα το βάλουμε;

  2. - Άλεκο μου ... πόσα χρόνια, ρε παιδάκι μου ... μια χαρά σε βλέπω ...
    - Κι από καλά, καλύτερα Κώστη μου ... τρε ζολί κι αμάν αμάν ... τρία στεντ και ζάχαρο εκατόν οχτακόσια ... ε, δεν είναι να το κάνουμε και θέμα τώρα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται από γυναίκες, κοριτσάκια και αδελφές. Σημαίνει βρίσκομαι μέσα σε κάτι μαλακό και ζεστό (μην πάει ο νους σας στο πονηρό, είναι υγρό αυτό το τελευταίο), στεγνό, μπορεί να είναι ρούχο, μαξιλάρι, πάπλωμα, κλπ. Γενικά είμαι προστατευμένη από κάθε κακό και νιώθω πάαρα πολύ άνετα. Ωσεκτουτού δεν χρειάζομαι κανέναν. Συνοδεύεται από το τραγούδι εκείνο που έλεγε: I don't want anybody else, when I think about you I touch myself.

επίθετο: χουχουλιάρικο

Καλά, ε; Αυτό που πήρες είναι πολύ χουχουλιάρικο! Θα το φοράς στο σπίτι όλη μέρα και θα χουχουλιάζεις...

το χουχούλιασμα σε ένα ιδανικό κόσμο (από xalikoutis, 10/10/08)Blondie - I touch myself... ;) (από Cunning Linguist, 28/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φράκτης που η επιφάνεια του δεν είναι λεία, κοινώς η μάντρα.

- Πού χτύπησες;
- Άσε... Την ώρα του σεισμού πανικοβλήθηκα και πήδησα τον αγριόφρακτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φόβητρο αυτών που έχουν πάει στρατό προς αυτούς που πρόκειται να πάνε. Τους πουλάνε δηλαδή την ιστορία ότι κατά τις εισαγωγικές ιατρικές εξετάσεις σου βάζουν κωλοβυθόμετρο για να δουν αν είσαι γκέι.

- Και τι γίνεται όταν πηγαίνεις πρώτη μέρα στον στρατό ρε Τάκη; Πες μου εσύ που έχεις πάει, γιατί φεύγω σε μια εβδομάδα και αρχίζω να αγχώνομαι...
- Α, μην ανησυχείς αγόρι μου! Καταρχήν γδύνεστε όλοι μαζί οι νεοσύλλεκτοι και σας κάνουν τις ιατρικές εξετάσεις...
- Τι λες, με το που θα πάω στον στρατό θα πρέπει να ξεβρακωθώ μπροστά σε όλους δηλαδή;
- Ε βέβαια, πώς αλλιώς θα σου κάνουνε την κωλοβυθομέτρηση;
- Κωλοβυθομέτρηση; Τι είναι αυτό;;
- Α τίποτα, σου βάζουνε ένα κωλοβυθόμετρο στον κώλο για να δούνε αν είσαι πούστης...
- Τι λες ρε;! Σοβαρά μιλάς;;
- Άραξε ρε ψάρακα, σε δουλεύω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το άχρηστο, συνώνυμο με την μούφα.

- Πώπω, μου έχει σπάσει τα νεύρα το PC μου, δεν boot-άρει καν. Μα τι μπρίκι πήγα και αγόρασα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού adaptor. Οι ορισμοί που δίνουν τα λεξικά είναι προσαρμοστής ή προσαρμογεύς ή και προσαρμογεύς ρευματολήπτου. Επεξηγούν δε ενίοτε ότι πρόκειται για βύσμα συνδέσεως το οποίο χρησιμοποιούμε όταν οι ακροδέκτες του βύσματος που έχουμε δεν είναι συμβατοί με τις υποδοχές της πρίζας όπου πρέπει να μπει.

Ακριβώς επειδή όλα αυτά είναι εξαιρετικά μπερδεμένα λέμε αντάπτορας και καθαρίζουμε τη θέση μας. Ο αντάπτορας είναι ένα μαραφέτι που έχει την σωστή υποδοχή για να πάρει την αρσενική πρίζα που διαθέτουμε αλλά και τα σωστά γκαβλιτσέκια για να μπει στη συνέχεια στη θηλυκή πρίζα που είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε.

Ο όρος USB αντάπτορας είναι απολύτως καθιερωμένος.

- Αγάπη, πήρες αντάπτορα για το λάπτοπ για το Λονδίνο;
- Πήρα έναν για το κινητό ... δεν πήρες όμως κι εσύ; - Εγώ πήρα τέσσερις αλλά να πάρεις κι εσύ τους δικούς σου ...
- Τέσσερις; Γιατί τέσσερις αντάπτορες ρε Βούλα; Και γιατί να μην πάρω κι εγώ έναν απ'αυτούς;
- Έ, χρειάζονται ... Ένας για τοn φορτιστή του κινητού, ένας για το σιδεράκι, ένας για το σεσουάρ, κι ένας για το Silkepil ...
- Δηλαδή, για να καταλάβω ... την ώρα που θα φορτίζει το τηλέφωνο τη νύχτα εσύ συγχρόνως θα σιδερώνεις, θα στεγνώνεις τα μαλλιά σου και θα μαδάς τις τρίχες απ'τα πόδια σου ...
- Ε, δεν ξέρεις πώς έρχονται τα πράγματα ... κι ύστερα να ψάχνω να βρίσκω αντάπτορα ενώ βιάζομαι ...
- Ναι, ΟΚ, καλύτερα να ψάχνεις να βρεις πρίζες για τους τέσσερις αντάπτορες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη παντός καιρού. Αναφέρεται σε οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν ξέρουμε πώς ακριβώς το λένε. Μπορεί να είναι εξάρτημα, εργαλείο ή συσκευή, συνήθως μικρού ή μετρίου μεγέθους. Δεν είναι κακή επιλογή αν πρέπει οπωσδήποτε να μεταφράσουμε το gadget και είναι καλή μετάφραση για το widget. Για όσους τους απασχολούν αυτά.

Όπως και η συγγενής λέξη ματζαφλάρι, και το μαραφέτι χρησιμοποιείται ως ευφημισμός για το πέος.

  1. Graphics Tablet είναι εκείνο το μαραφέτι που χρησιμοποιείς στυλό και το σκίτσο μεταφέρεται στον υπολογιστή (Από forum για anime)

  2. Όλισβος ονομάζεται το εργαλείο εκείνο που αντικαθιστά το μαραφέτι που λείπει (ναυτικός - οδοιπόρος - χαμένο κορμί), ή το μαραφέτι που πάσχει από αφλογιστία / κοκορογαμία / μαλθακότητα (χαλβάς, πρόωρος εκσπερματιστής, ανίκανος) ή το μαραφέτι που δεν προσφέρεται (ποιος τη γαμεί αυτή). (Από το gourounia.livepage.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό disco ball: η ασημένια μπάλα (ψηφιδωτή με καθρεφτάκια) που έγινε πολύ της μόδας στα 70s-80s. Ήταν κρεμασμένη πάνω από τις πίστες των ντισκοτέκ και περιστρεφόταν με έναν ειδικό μηχανισμό. Πάνω της έπεφταν προβολείς τους οποίους αντανακλούσε καλειδοσκοπικά κι έτσι γινόταν εφέ. Αποτελεί πλέον καλτ αντικείμενο και συναντάται σε διάφορους χώρους ως διακοσμητικό στοιχείο.

- Πήγαμε προχθές σ' ένα 80s πάρτι γαμάτο! Προβόλια, ντισκόμπαλα και Boney M!

(από Cunning Linguist, 30/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενοχλητικό αντικείμενο με την μοναδική ιδιότητα να βρίσκεται πάντα στην απολύτως λάθος θέση. Η χρησιμότητά του είναι συνήθως αντιστρόφως ανάλογη του όγκου του και αποτελεί μόνιμο εμπόδιο σ' αυτό που θέλουμε να κάνουμε βιαστικά ή με ακρίβεια, με αποτέλεσμα να τα κάνουμε γιάμπαλα ή να αγοράζουμε οικόπεδο.

Φυσικός εχθρός του οποιουδήποτε μπόρδοκλα είναι η μίνιμαλ τάση στην εσωτερική διακόσμηση, ενώ το κιτς, το μπαρόκ, το ρουστίκ, το κλασικό και γενικά όλα τα υπόλοιπα στυλ διακόσμησης αποτελούν το φυσικό του περιβάλλον.

1
- Μεγάλος μπόρδοκλας αυτός ο μπουφές της θείας σου της Μερόπης...
- Μετρημένα τα λόγια σου για τη θεία μου αχαΐρευτε. Είχες δει εσύ στο χωριό σου τέτοιο μπουφέ...

2
- Και κάνω μία έτσι να πιάσω το τηλεσβηστρόλ από το πάσο και δίνω μία σ' αυτή τη μαλακία το λαμπατέρ που έβαλε η γυναίκα μου (και πλήρωσε ο μαλάκας βέβαια...) και φεύγει στο πάτωμα και γίνεται γιάμπαλα. Και της το 'χα πει ότι είναι μέγας μπόρδοκλας κι εκείνη μου 'πε ότι εγώ είμαι ατσούμπαλος και το λαμπατέρ είναι λέει αντικείμενο τέχνης, αλλά πού να ξέρω εγώ από τέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published