Further tags

1. Παγετός. Όταν οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας, ερχόμενοι σε επαφή με επιφάνειες με θερμοκρασία μικρότερη του μηδενός, περνούν κατευθείαν στην στερεή κατάσταση (δεν μεσολαβεί η υγρή κατάσταση), παγώνουν οι χυμοί των φυτών, καταστρέφονται οι σοδειές και κλείνουν τους δρόμους με τα τρακτέρ οι αγρότες. Στο πιο λάιτ το τσάφι αναφέρεται στην γνωστή πάχνη, που έχει εμπνεύσει και ποιητές. Λαμβάνοντας υπόψη τους προλαλήσαντες, αυτό που στην Αττική το 'χουμε ακούσει ως τσάφι, στην Βόνιτσα το λένε τσαφ.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα πέφτω και ρίχνω.
Παραδείγματα 1, 2, 3.

2. Δυνατή παγωνιά, κρύο που ξυρίζει, συνήθως με φορέα παγωμένο αέρα, ειδικά όταν στέκεσαι σε σημείο που «μπάζει» (ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει).

Με αυτή την έννοια δεν πρόκειται για κείνο το κρύο που νοιώθεις να σε περονιάζει η υγρασία μέχρι τα κόκαλα – το τσάφι είναι εκείνο το κρύο που το νοιώθεις ξηρό, που μπορεί να μην σε διαπερνά, όμως σου παγώνει την επιδερμίδα σε σημείο πλήρους αναισθησίας. Τσάφι είναι το κρύο που παγώνει τις μύτες και τα αυτιά και τα ξεραίνει μέχρι της αίσθησης ότι θα ακολουθήσει αποκόλληση και πτώση, εντελώς ανώδυνη πάντως, γιατί ήδη αναμένεται να έχει προηγηθεί η νέκρωση των ιστών.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα κόβω, θερίζω, ξυρίζω, κουρεύω και συνώνυμα. Παράδειγμα 4.

3. Παραλία στην Λέσβο. Δήμος Γέρας, δημοτικό διαμέρισμα Σκοπέλου, παραλίτσα Τσάφι.

4. Κύριο όνομα κυρίως αμερικάνικης υπηκοότητας – έχουμε κάμποσους, σαν να λέμε σε γούγλε γούγλε (μη εξαντλητική αναφορά): Έχει σε γερουσιαστή Λ. Τσάφι, από το Ρόουντ Αϊλαντ (2006), έχει και σε αστροναύτη Ρ. Τσάφι του Απόλλων 1 που σκοτώθηκε τον Γενάρη του 1967, έχει και σε Τ. Τσάφι, μέλος της μυστικής οργάνωσης του Γέιλ Κρανίο και Οστά (λέει).

Πάσα: την πήρα μόνη μου από τον Ιησού στο τσαφωμένη, κατόπιν προτροπής του μπούμπη.

Παράδειγμα 1 - εδώ (η πρόγνωση του καιρού):
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: 1-31 Ξερόχιονο (καθαρό χιόνι που στρώνεται άμεσα) όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, βαρυχειμωνιά και γιαλοπάγιο, δηλαδή δυνατή παγωνιά (τσάφι).

Παράδειγμα 2 - εδώ:
Δύο άστεγοι απλώνουν τα χαρτόνια τους. Οδός Αθηνάς κοντά στην Ομόνοια, είκοσι μέτρα πριν το δημαρχείο. Αίφνης, το τσάφι της νύχτας ραγίζει από μία κραυγή […] (σ.ς. έχουμε εδώ λοιπόν μια περίπτωση όπου ο πάγος έχει πέσει μονομπλόκ στο μυαλό του ποιητή, εξαιρετικό παράδειγμα για την έννοια τσάφι / πάγος).

Παράδειγμα 3 - εδώ:
Ενα τέτοιο πρωί γιορτινής αργίας, με το που βγήκα απ' την εξώπορτα τα 'χασα και είπα να κάνω πάλι πίσω στη γνώριμη θαλπωρή του σπιτιού. […] Είχε ρίξει τσάφι αποβραδίς, πάγωσαν τα νερά κι η πάχνη περιπλανιόταν χαμηλά• σαν να 'μουνα πάνω απ' τα σύννεφα εγώ, και να 'βλεπα έναν μικρούλη κόσμο κάτω.

Παράδειγμα 4 – (πραγματικό περιστατικό, το οποίον ενέπνευσε τον ορισμό):
Γενάρης, μπαλκόνι, μπάζει, φωνή:
-Πωωω κορίτσια, πα να μπούμε μέσα ρε, κόβει το τσάφι εδώ έξω, θα μας θερίσει! -Άντε μωρή βλαμένη, αμ μας έσκασες μύτη με το τιραντέ πρωτοχρονιάτικο, αμ δε μας αφήνεις να κάνουμε τσιγάρο με την ησυχία μας, πού να μπούμε ηλίθια, είναι τα μωρά μέσα...
-Εχμ.
-Έμπα μόνη σου, εγώ θα το κάνω μέχρι τελευταία τζούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπερτολούτσι (το), ουσιαστικό.

1) Χρησιμοποιείται κυρίως από θηλυπρεπείς άντρες (κοινώς: πουστράκια) για να δηλωθεί πως αυτό που φοράνε αντιπροσωπεύει το ακριβό, αηδιαστικό και πισωγλεντικό τους γουστο.

2) Συχνά με τον όρο «μπερτολουτσίστικος» χαρακτηρίζεται εκείνος που έχει χάσει την τιμή του (ο ξεπαρθενιασμένος) χωρίς όμως να το επιδιώκει.

Ευρέτης της σημαντικής αυτής λέξης ήταν ο ίδιος ο Αχιλλέας στη μονομαχία του με τον Έκτορα, ο τελευταίος χάραξε την πανάκριβη πανοπλία του ήρωά μας κι έτσι ο Big Άχι (δηλ. το τραβέλι) φώναξε με μανία:

- Μαλάκα! Το Μπερτολούτσι!!! Σε γάμησα!
- Σιγά το Μπερτολούτσι, πλασιόν είναι, απο τους μαύρους ΤΟ έχεις πάρει (λάθος του Έκτορα, ήθελε να πει «τον»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαϊδευτικά το αιρκοντίσιον. Αιρκοντίσιον > αρκουδίσιον > αρκούδι. Ταιριάζει σε μικρά κλιματιστικά αυτοκινήτου. Όχι τίποτα θηρία επαγγελματικά.

- Κορίτσια μήπως ενοχλεί το αρκούδι πίσω που κάθεστε, να το κλείσω;
- Όχι, απλά θα πληρώνεις τους γιατρούς μετά που θα αρρωστήσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουνιστό ή κουνητό λέμε χαϊδευτικά το κινητό μας τηλέφωνο. Πόσο μάλλον που έχει και δόνηση.

- Είδες το κουνιστό μου πουθενά μωρή;
- Όχι...
- Ρε μήπως το πήρες κατά λάθος;
- Ναι και το έχω βάλει στον κώλο μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμάκι που χρησιμοποιούμε για να πιούμε.

Εκ του σχήματος και του ρουφήγματος.

- Ρε Σώτο... Δε μπορώ να πιω απ' αυτόν το σωλήνα που μου 'βαλε τη γκαζόζα ρε γαμώτη μου...
- Ζήτα της ένα ρουφοκαυλέτο ρε παιδί μου κι εσύ... Σε μια κουταλιά νερό πνίγεσαι άχχχρηστο κουφάρι...
- Ρε Σώτο... Πείνασα ρε... Δεν ξέρω γιατί αλλά μου ήρθε ξαφνικά όρεξη για σουβλάκι...

(από barbas, 28/09/09)(από barbas, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αστεϊστική αντωνυμία του waterproof (αδιάβροχο).

Από το αγγλικό water (νερό) και το ρουφάω.

- Πήγα χθες παραλία και ξέχασα ο μπινές να βγάλω το ρολόι μου...
- Και; Τι έγινε; Χάλασε;
- Γαμησέ τα. Wateρουφ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γιαλαντζί φραπέ. Παρασκευάζεται όπως ο φραπέ αλλά δεν χτυπιέται, απλά ανακατεύεις ζάχαρη και καφέ, με το κουταλάκι. Για ποιο λόγο; Έλα μου ντε! Χρόνια μες στα μπαρς, ποτέ δεν το κατάλαβα.

— Μάκη πιάσε δυο μέτριους χωρίς κι έναν με λίγη ζάχαρη αχτύπητο!
— Έφτασε παλουκάρι.
— Εδώ οι μέτριοι, και ο κουταλάτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προέρχεται από μετάφραση ηχητικού ακούσματος. Ακούς ένα θόρυβο έντονο κάποιου πράγματος που σκάει! Μπράφ! Και επειδή δεν γνωρίζεις πώς να το ονομάσεις το λες στρακαστρούκα.

Κάποια βεγγαλικά για παράδειγμα τα λένε στρακαστρούκες.

Μου πήραν τα αυτιά οι στρακαστρούκες το Πάσχα! Ασιχτίρ!

(από electron, 26/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοσδήποτε ανήρ άνω των 60 ετών θα θεωρούσε ότι η λέξη αυτή πηγάζει από τα παραμύθια ή είναι προϊόν μυθοπλασίας που είναι αποτέλεσμα έντονης κατάποσης μπύρας, τσίπουρου με σαφράν ή ούζου.
Κι όμως δρακουλίνια δεν είναι τα παιδιά του δράκου, αυτού του αγαπημένου μυθολογικού τέρατος, ούτε του Γιάγκου Δράκου της Λάμψης.

Δρακουλίνια ονομάζουμε ένα είδος γαριδακίων που κυκλοφορούν στο εμπόριο που το σχήμα τους θυμίζει έντονα τη μασέλα του Δράκουλα με τους μυτερούς κυνόδοντες.

- Πιτσίνια ή δρακουλίνια; Τι να φάω σήμερα;
- Όχι άλλα γαριδάκια ρε! Παχαίνουν.. Πάρε κάνα σουβλάκι!
- Ναι.. Έτσι θα κάνω γράμμωση δηλαδή ε;

(από The_Tongue, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι, δεν πρόκειται για το κομμάτι σάρκας στου πετεινού την κεφάλα, αλλά για ΤΟ κομμάτι σάρκας του αιδοίου! Τα μουνόχειλα!

Γιακουμής: Πού πήγες διακοπές εφέτο;

Παναής: Πήγα στη Χαλκιδική! Μαλάκα moon storm στα μπαράκια!

Γιακουμής: Αχ, τι μου θύμησες ρε ξεφτιλόμουνο...

Παναής: Για λέγε!!

Γιακουμής: Όταν ήμουν φαντάρος, είχα γνωρίσει μια παντρεμένη και όταν έλειπε ο άντρας πήγαινα και την ξεφτίλιζα στον μπούτσο!! Μιλάμε η γκόμενα είχε μια μουνάρα, 4 κιλά λειρί!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified