Further tags

Ο τσιφούτης και κακομοίρης, ο μίζερος τσιγκούνης. Η λέξη προέρχεται από παλιά ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, στην οποία ο βασικός ήρωας είναι έμπορος λαδιού και απίστευτος τσιγκούνης, αν και υπερβολικά πλούσιος.

- Εντάξει, να νοικιάσουμε αυτοκίνητο, αλλά όχι το Hyundai, αφού είναι κατά 5 ευρώ ακριβότερο.
- Καλά ρε γερο-Λαδά, θα δώσουμε 5 ευρώ λιγότερα για να πάρουμε παλιό αυτοκίνητο σε πολύ χειρότερη κατάσταση; Μη τρελαθούμε τώρα... Με μισθό 3.500 ευρώ το μήνα, πώς μπορεί να είσαι τέτοιος γερο-Λαδάς;

Από τον ομώνυμο χαρακτήρα του μυθιστορήματος «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», του Νίκου Καζαντζάκη. Προφανώς ο φίλος εννοεί τη μεταφορά του βιβλίου σε σειρά στην κρατική τηλεόραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που: - προσπαθεί να λύσει τα ανεξήγητα και του αρέσει να μπερδεύεται σε δολοπλοκίες, υποπτεύεται τους πάντες και τα πάντα, δεν εμπιστεύεται κανέναν, δεν του παίρνεις μυστικό, είναι μόνιμα καχύποπτος, το μυαλό του πάει πάντα στο πονηρό και φαντάζεται συνεχώς ιστορίες συνωμοσίας ακόμα κι αν αυτές δεν υφίστανται. Συνώνυμη έκφραση για άντρα:
Πουαρώ
Συνώνυμη εκφράσεις για γυναίκα:
Αγκάθα Κρίστι

- Όταν ο Δημήτρης ακούει για ακρίβεια ψάχνει τους ενόχους, όχι όμως τους οφθαλμοφανείς, αλλά αυτούς που κινούν τα νήματα. Όσο πιο μυστήριο έχει το story τόσο πιο αληθινό το βρίσκει. Όταν πάλι ακούει για φτήνια φαντάζεται μαύρο χρήμα, λαμογιά, κακή ποιότητα, εξαπάτηση εργαζομένων - Καλά, τι Σέρλοκ Χόλμς είναι αυτός ρε; Μιλάμε... το άτομο δεν παίζεται με τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης ολκής. Ο όρος επικράτησε από την ερμηνεία του Δήμου Σταρένιου στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», όπου υποδύθηκε τον ρόλο του τσιγκούνη γερο-Λαδά.

- Ρε Σταρένιο, 80 χρονών είσαι, παιδιά σκυλιά δεν έχεις... Ζήσε λίγο τη ζωή σου. Μαζεύεις, μαζεύεις... Μαζί σου θα τα πάρεις;

ο ηθοποιός Δήμος Σταρένιος (1905-1983) (από allivegp, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντοστούπης, ή αυτός που έχει μαλλί αφάνα σαν αράπης της δεκαετίας του '70.

  1. Άντε κουρέψου ρε, σα χόμπιτ έγινες.

  2. Σιγά μη βγω με αυτήν, το χόμπιτ... Με τακούνι φτάνει το ένα μέτρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified