Further tags

Ο εξυπνάκιας, αυτός που νομίζει ότι είναι έξυπνος, ή πολύ προχώ, ή ότι μπορεί να κάνει πουστιές σε βάρος των άλλων, χωρίς αυτοί να αντιδρούν, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είναι λάθος, κατά το «τα έξυπνα πουλιά από την μύτη πιάνονται». Αυτός που χρησιμοποιεί την έκφραση, δηλαδή, σατιρίζει συνήθως το πομπώδες και δήθεν πρωτοποριακό, αλλά κατ' ουσίαν κοινότοπο και ίσως και την λούμπα στην οποία πέφτει το εξυπνοπούλι.

  1. Η πλάκα είναι ότι με ΔΝΤ και ΕΚΤ από πίσω είναι πιο σίγουρες από ποτέ οι καταθέσεις και οι τραπεζικοί οργανισμοί....
    Αλλά τα εξυπνοπουλια έμαθαν το e-banking οπότε τι σημασία έχουν όλα αυτά... (Εδώ).

  2. Ρε δημοσιογραφικά εξυπνοπούλια των καναλιών που μάθατε τα «ισοδύναμα» μέτρα, για πείτε μου το «ισοδύναμο» των αυτοκτονιών. (Εδώ).

  3. εγώ φτιάχνω λίστα με τα εξυπνοπούλια που θα επιλέξουν ΝΔ σε αυτές τις εκλογές για να έχω να γελάω με τις κωλοτούμπες που θα λέτε μετά το καλοκαίρι. Τις ακούω ήδη της ατάκες «μας κορόιδεψαν», «δεν ξέραμε» και πάει λέγοντας. 2η 5ετία Καραμανλή θα ζήσουμε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για δύο ανθρώπους με τις ίδιες κατά κανόνα αρνητικές ιδιότητες και συνήθειες, οι οποίοι ταιριάζουν και γίνονται φίλοι ή παντρεύονται.

Σαν να λέμε «δείξε μου τον φίλο σου να σε πω ποιος είσαι», «βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του», «βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ», «όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα» και «όμοιος ομοίω αεί πελάζει».

Ήταν δύο φίλοι και πίνανε καφέ... Έξω από την καφετέρια περνάει ένας παλιός τους φίλος μαζί με το κωλόπαιδο της γειτονιάς.
- Ρε φίλε Αλέκο... γιατί ο Νίκος μας παράτησε για αυτόν;... Είναι ο χειρότερος άνθρωπος που ξέρω.
- Ένα έχω να σε πω... Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνω κάποιον με πειράγματα, προκλήσεις και ερεθίσματα προκειμένου να τεντωθούν τα νεύρα του (ωσάν χορδές κιθάρας) και να μανουριάσει.

Καρακλασικό, στα όρια του μη σλανγκ. Εναλλακτικά, τουρμπίζω.

- Δεν θα πάρω μηχανάκι. μεταχείρο ή καινουργίλα η κατάληξη είναι ίδια. = δεν μας παίρνει, οικονομικά, εργατικά, ΔΝΤακά, βάλε και την αεροπλανάτη παντόφλα μετά την στούκα , @@ μάντολες και χαλβαδόπιττα αμυγδάλου. Και σταμάτα να με κουρδίζεις, δεν χρειάζεται, είμαι αυτοκουρδιζόμενο πορτοκάλι.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκιτζής.

Ο οδοντίατρος ήταν αλμπάνης και το σφράγισμα έφυγε σε 2 μέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή (αλλά και αυτός) που δεν πατά πόδι στο σπίτι, που όλο λείπει και τριγυρνά δεξιά κι αριστερά -χαμένο κορμνί με φωνάζουν κι αλήτης γιατί δεν πηγαίνω τα βράδια στο σπίτι σ' ένα πράμα.

Μια διάσημη γυρίστρω, εδώ.

Σ.ς.: Αν κάποιος από σας μπορεί, ας ανεβάσει και το σχετικό μήδι, γιατί δεν μπορώ να ανοίξω τα γιουτουμπάκια, πρόβλημα στον η/υ μου αφού.

1, Και εσύ από ότι φαίνεσαι είσαι γυρίστρω σαν και εμάς και βιάζομαι να φτιάξει ο καιρός να πηγαίνουμε πολλές πολλές βόλτες!

  1. μανααααααααααααααααα ηρθε η γυριστρω )D) βαλε της να φαει φασολια ειναι απο τα χερακια μου και τα εφτιαξα πριν 3 μερες )D)

  2. Που το ανακάλυψες εσυ, μικρή γυρίστρω; Καιρό έχω να πάω....(από τον σεπτέμβριο νομίζω) Οντως καλό μαγαζάκι, ιδίως όταν έχει καλό καιρό.

από το νέτι όλα.

Εφτασέεεε (από Khan, 23/07/12)Και αυτοπροσώπως ο Λάκης... (από Khan, 23/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιομοδίτικο (μπα σε καλό μου, πώς μού συνέβη εμένα αυτό;) σλανγκοτέτοιο, πώς τα λένε μωρέ αυτά με τα τρία γένη, επίθετα νομίζω, που τεσπα έχει την έννοια του ύπουλου, του άτιμου, του αναξιόπιστου, του μπαγάσα, ενίοτε όμως και με μια χαϊδευτική νυάνς μεγαλόψυχης ανεκτικότητας τ. «βρε τον κερατά!».

Γιά κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο η λέξη δεν επιβίωσε ούτε στον γραπτό, ούτε στον προφορικό λόγο μετά την δεκαετία του '60, άντε πρώιμα '70. Πιθανώς η πίστη της να μην ήταν και τόσο βαθιά, ή τα κέρατά της να μην χωρούσαν να διαβούν τις πύλες της Μεταπολίτευσης. Who nose....

  1. - Ψόφησε, ρε, ψόφησε;
    - Τώρα πιά, τα κακάρωσε!
    - Μωρέ, εφτάψυχο το κερατόπιστο! Τρείς ώραις έκανε να ξεψυχήση!
    - Ζωή σε λόγου σου!
    - Βρε, το άτιμο!

(Μιχαήλ Μητσάκης «Θεάματα του Ψυρρή» (1890).
Μιχαήλ Μητσάκης «Πεζογραφήματα», εκδ. Νεφέλη 1988.
Η μοναδική (αρκούδως φρικτή) ιντερνετική αναφορά στη λέξη μνημονεύει αυτό το κείμενο και βρίσκεται εδώ).

  1. - Τι θα με κάνεις; Θα με δείρεις;
    - Όχι εσένα. Τον κόκκινο που 'χεις μες στην ψυχή σου.
    - Δε χωρίζουνε. Θα σκοτώσεις κι εμένα;
    - Έχουμε μιά μέθοδο που τα χωρίζει. Το «πλύσιμο».
    - Δε βγαίνει. Το μικρόβιο αυτό, Μακ, είναι πολύ κερατόπιστο. Άκου το αυτό από μένα. Σκοτώνεις τον άνθρωπο, μα το μικρόβιο δε σκοτώνεται.

Ο Μακ καταξέσκισε ένα πανάκριβο πούρο.
- Στο διάολο, είπε. Αυτή η κερατόπιστη Ελλάδα μού χάλασε δυό Αμερικανίδες!

(Μεν. Λουντέμη «Λύσσα». Πρέπει να το διέπραξε εξηντατόσο, άντε το πολύ εβδομηντακάτι, ώχου μωρέ κουμπάρε, δε μ' απαρατάς με τα σορόπια πρωινιάτικα λέω 'γω...).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικό επιφώνημα, συνοδευτικό τριών μεγάλων κατηγοριών χοιρονομιών μανουριάσματος:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μπριζώνω.

Πάσα: Galadriel.

- Ποιος πούστης σε πρόγκηξε; Άσε ρε, βγήκε και είπε σε όλον τον κόσμο ότι δεν κερνάω ποτέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιπλήττω αυστηρά, ξεχέζω.

- Ο Πάγκαλος πρόγκηξε λίγο την Όλγα Τρέμη, λέγοντας της ότι επιθυμεί την κατάλυση του συντάγματος και ανέβηκε η πίεση της παρουσιάστριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified