Further tags

Κάποιος που είναι αρκετά φερέγγυος, δηλαδή με υπευθυνότητα, μακροπρόθεσμη προοπτική κτλ, ώστε να θεωρεί μια γυναίκα ότι αξίζει να μείνει έγκυος μαζί του. Πολλές φορές αυτή η φερεγγυότητα μεταφράζεται απλώς σε λεφτά αισθήματα.

Ο όρος καθιέρωθηκε από το άσμα του Λευτέρη Πανταζή/ Λε-Πα «Μείνε μαζί μου έγκυος, είμαι πολύ φερέγγυος!». Έκτοτε έχει επέλθει ορθογραφική σύγχυση ή μετατόπιση στην λέξη «φερέγγυος» και γράφεται με -γκ, αντί -γγ, ως «φερέγκυος», για να δηλώνει τον άξιο για γκάστρωμα.

Αντώνυμο: «Κάνε μαζί μου έκτρωση, έχω γιατρό με έκπτωση»

Συνώνυμο: μουνόδουλος (με λεπτή εννοιολογική διαφορά)

- Τι γίνεται με την Μπέτυ; Πάλι έγκυος! Τρία παιδιά έχει με τον Αριστοτέλη και πάει για το τέταρτο, σε πέντε χρόνια γάμου.
- Εμ, κοίτα, πώς όχι; Αφού το ξέρεις ότι ο Αριστοτέλης είναι πολύ φερέγκυος!
- Είναι δηλαδή τόσο υπεύθυνος;
- Κι έχει λεφτά αισθήματα!
- Α, κατάλαβα! Είναι πολλά τα λεφτά Άρη!

(από Khan, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στους τζογαδόρους, φανατικούς παίκτες τυχερών παιχνιδιών του ΟΠΑΠ, που παίζονται στα «Προποτζίδικα» της γειτονιάς...

- Αυτός είναι ρεμάλι, βρωμάει προποτζίλα...

Προπό. Στην υπηρεσία της Ελληνικής Επανάστασης! (από Hank, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα από τα εκατοντάδες συνώνυμα του πούστη, προφανώς από μία σλανγκική συγχώνευση του «αδελφή» και του «δελφίνι». Το αδελφίνι είναι ο εύχαρις συμπαθής πουστρίγκος, με κοινωνικές τάσεις, που ακολουθεί τους ναύτες και παρεμφερή επαγγέλματα, λ.χ. νταλικέρηδες κτλ., όπως το δελφίνι τα καράβια. Έχει μοναδικές ικανότητες στην ευκινησία και την κολύμβηση, κυρίως την παθητική. Είναι ο γκέι που αρέσει και στα παιδάκια, και γενικά, που εκτός από το να την τρίζει την όπισθεν, επιπλέον: το χαστουκίζει το δελφίνι, ή αν είναι πιο ακραίος, το μαστιγώνει το δελφίνι, το κολυμπάει το ύπτιο κ.ο.κ..

  1. - Φοβερός ο Σάκης! Τι ευκινησία! Τι κωλοτούμπες στον αέρα! Και τι χάρη! Τι χαριτωμενιά!
    - Σωστό αδελφίνι!

  2. - Αδελφίνι, αδελφινάκι, πάμε πιο γρήγορα, πάμε πιο γρήγορα,
    να δω τα σφαλιχτά του τα ματοτσίνορα, τα ματοτσίνορα...
    (σλανγκική παραλλαγή άσματος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κι αν ο Ζακ-Υβ Πουστώ είναι ο γκέι με γαλλική κουλτούρα, ο κιναιδουάρδος, ή κινεδουάρδος είναι ο γκέι με αγγλική κουλτούρα. Πρόκειται για συγχώνευση από τα «κίναιδος» και «Εδουάρδος», το μεν «κίναιδος» είναι αρχαία (και λόγια) λέξη για τον ομοφυλόφιλο, από το «κινώ την αιδώ», δηλαδή «προκαλώ ντροπή» (αν και υπάρχουν κάποια προβλήματα μ' αυτήν την προφανή ετυμολόγηση), ενώ το «Εδουάρδος» είναι φαντάζομαι από το γνωστό αγγλικό όνομα Edward.

Για την ρατσιστική αντίληψη που θέλει τους Άγγλους να αδελφίζουν δεν χρειάζεται να επεκταθώ, αρκεί το ανέκδοτο των '90ς, όταν είχε σκάσει το σκάνδαλο με τις «τρελές αγελάδες», που έλεγε: «-Γιατί στην Αγγλία υπάρχουν τρελές αγελάδες; -Γιατί οι ταύροι αποδείχτηκαν γκέι». Γενικά, ο κιναιδουάρδος, είναι ο γκέι που εκτός από το να την τρίζει την όπισθεν, επιπλέον: το γυαλίζει το Fuckingham, την καβαλάει την Camilla κ.ο.κ.

- Τι γίνεται με αυτήν την Αγγλίδα φίλη μας την Betty; Απ' όταν ήρθε στην Ρόδο έχει πάρει το μισό Φαληράκι! Τα ξέρει αυτά ο αρραβωνιαστικός της στο Λονδίνο, ο Edward;
- Έλα μωρέ, καλός κιναιδουάρδος είναι κι αυτός! Άσ' το κοριτσάκι να δει λίγο χαρά στα σκέλια του, γιατί θα καταλήξει σαν τις τρελές αγελάδες κι αυτή!

Πίνακας του ζωγράφου Edward Gay. (από Hank, 13/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρριόλα με δύο -ρο είναι η φανατική θαυμάστρια της Carrie Bradshaw και φανατική θεατής της σειράς Sex & the City. Είναι το κοριτσάκι που έχει ταυτιστεί με το ίνδαλμά του τόσο πολύ, που την έχει δει Carrie, και νομίζει ότι ο γκόμενός της έχει την περιουσία του Mr Big, για να της αγοράζει υποδήματα Manolo Blahnik των πεντακοσίων Ευρώ τουλάχιστον, σε κάθε ευκαιρία. Και γενικότερα το κοριτσάκι που το παίζει σεξουαλικός κυνηγός, και της αρέσει να διηγείται τις εμπειρίες από τα θηράματά της κ.ο.κ.

Υπάρχουν πολλές καρριόλες. Είναι και σαραντάρες στο ράφι, που την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενες, βγαίνουν σε παρέες τεσσάρων γυναικών (από «Χρυσό Κουφέτο»), για να μοιάζουν με την σειρά. Είναι και δεκαεφτάρικα πιπίνια, -καρριολίτσες που προσπαθούν να γίνουν Κάρι πριν την ώρα τους. Μερικές είναι καλές και αξίζει να ενθουσιαστείς μαζί τους, (get carrie-d away το αγγλικό pun), μερικές είναι πικάντικες σαν ινδικό κάρι, ενώ άλλες καρριόλες είναι απλώς καριόλες με ένα ρο, με τον γνωστό ορισμό: «σε αντίθεση με την πουτάνα που πάει με όλους, η καριόλα είναι αυτή που πάει με όλους εκτός από σένα». Αν σας τύχει καρριόλα, που δεν σας πολυενδιαφέρει, μπορείτε να γυρίσετε την καρριολιά εναντίον της, δηλαδή να την φτύνετε όποτε θέλετε, ή και να της φοράτε περικοκλάδες, και να δικαιολογείστε με το σκεπτικό ότι αυτά έκανε κι ο Μπιγκ στην Κάρρι, και τελικά σε καλό της βγήκαν!...

Μένιος: Η Λάουρα έχει γίνει πολύ καρριόλα τώρα τελευταία! Παίρνει την Λίλιαν, την Μόνικα και την Μπάρμπαρα, και βγαίνουν πάντα οι τέσσερεις τους!
Γιώργος: Κι εσύ τι κάνεις; Μ.: Θέλω να την συνοδεύσω, για να έχω κι ευκαιρία να δω την Λίλιαν, αλλά η καρριόλα μου το απαγορεύει αυστηρά. Θέλει να είναι μόνο γυναικοπαρέα για να συζητούν για τις κατακτήσεις τους, λέει...
Γ.: Ρε τις καρριολίτσες!

Διαφήμιση της Heineken, παρωδία αντίστοιχης σκηνής στο Sex & the City. (από Hank, 14/01/09)(από Khan, 08/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντετμημένος συνδυασμός του χαζός και βλάκας στα ποδανά (ως έχει και για τα δύο φύλα).

-Ωραίο γκομενάκι ρε συ αυτή η Ναταλί... (sic)
-Ωραία είναι αλλά λίγο ζόσβλα...

-Ζόσβλα είσαι ρε μαλά...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων είναι ο στριπτητζόφιλος που ενδιαφέρεται μόνο για την υπηρεσία του φραπέ και αναδεικνύεται σε μάστορα του να ξέρει να δέχεται την ανάλογη υπηρεσία των φραπεδιάρων κορασίδων.

Συνώνυμα: Master Frappadar

Πρέπει να το παραδεχτούμε, ο Βασίλης είναι ο φραπεδοκράτωρ, ο Master Frappadar του σάιτ!
(από το bourdela.com, παραφρασμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέο είδος πούτανου, που ψαρεύει πελατεία σχεδόν αποκλειστικά μέσω διαδιχτυών. Μια κύρια μορφή του είναι τα City-Tours ή «τουρίστριες».
Θέλει προσοχή, γιατί όπως και με τους e-πούτσους απ' την άλλη πλευρά, πέφτει πολύ φωτοψώνισμα και τα διαδικτυακώς φαινόμενα απατούν. Μπορεί να πας για e-πούτσισμα και να κάνεις όντως e-πούτσισμα, αλλά με την άλλη, την αρνητική έννοια. Όπως το λέει κι ο λαός μας «να πας για ανωμαλί****, και να βγεις αγγουρεμένος». Γενικά είναι ή του ύψους ή του βάθους. Τις προτιμούν και e-λληναράδες...

-Ρε συ αυτός ο e-πούτανος εδώ είναι φτυστή η Sylvia Saint!
-Δεν είναι φτυστή η Sylvia Saint, είναι η Sylvia Saint, που μας την παρουσιάζει το πρακτορείο ως Τζέσικα! Πάνε να μας πιάσουνε Κώτσους! Μακριά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που χαρακτηρίζεται από υπερβολικά κοντή αλλά καμαρωτή κορμοστασιά, περιποιημένη κόμη και ένδυση, παιχνιδιάρικη ματιά, αναβράζουσα και πολυσχιδή προσωπικότητα. Εκ των πιπίνι και πινέζα.

Οι πιπινέζες είναι ανατομικά πλήρη και αναλογικά άρτια θαύματα της νανοβιολογίας, με μόνο ελάττωμα την ελλιπή παραγωγή αυξητικής ορμόνης – πράγμα που δεν επηρεάζει ωστόσο την λίμπιντο. Έχουν το προσόν να είναι ιδιαίτερα φορητές, όπως πχ ένα σκυλάκι Miniature Pinscher, αλλά συχνά διαθέτουν και την εκνευριστικά υπερκινητική συμπεριφορά της εν λόγω ράτσας. Πρόκειται για το κολιμπρί των γυναικείου βασιλείου.

Τα συμπαγή αυτά πλάσματα διέπουν την εφηβία. Η ηλικία τους παραμένει ακαθόριστη και διατηρούν αιεθαλώς, συχνά μέχρι και το λυκόφως των δεύτερων -άντα, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά μιας λολίτας. Η διαθεσιμότητα και το πρόθυμο πνεύμα συνεργασίας τους εξορκίζει και απενοχοποιεί τα ανομολόγητα παιδοφιλικά ένστικτα ορισμένων. Παστάκι και μιλφέιγ μαζί!

Η συνωνυμία τους με την πρηξαρχίδω Πιπινέζα από την θρυλική Λιλιπούλολη του Μάνου Χατζιδάκι είναι απλά συμπτωματική.

- Ρε παιδέρα πάς γυρεύοντας να σε βάλουν μέσα με το πιπινάκι αυτό; στο Jumbo το ψώνησες βρε ανώμαλε;
- Για την θεία του Λίλιαν λες ρε παπάρα; Η πιπινέζα σε ρίχνει 5 χρόνια!
- Ζαγοραιιιιιιιίος!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οξύμωρο σχήμα από τα «διαφωτιστής» και «σκοταδιστής». Είναι όρος του Κώστα Ζουράρι και δηλώνει αυτόν που πιστεύει στα ιδεώδη του Διαφωτισμού και του καπιταλισμού με μη «διαφωτισμένο» ορθολογιστικό τρόπο, αλλά άκριτα. Δηλαδή περιεχόμενο ορθολογιστικό, μέθοδος ανορθολογική. Φαινόμενο παρόμοιο με μαρξιστές που πιστεύουν στην αταξική κοινωνία σαν να είναι μια θρησκευτική Δευτέρα Παρουσία, ή χριστιανοί που διαδίδουν το Ευαγγέλιο με μεθόδους Ιεράς Εξέτασης.

Ο φωταδιστής είναι αυτός που πιστεύει α πριόρι ότι το καπιταλιστικό σύστημα οπωσδήποτε θα βρει έναν τρόπο να αυτογιατρευτεί. Λ.χ. το οικολογικό πρόβλημα θα λυθεί με περισσότερη καπιταλιστική ανάπτυξη, που θα φέρει κι έρευνα, που κάποτε θα βρει τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Ή ότι η οικονομική κρίση θα λυθεί όχι με παρεμβατισμούς ή με (αυτο)κριτική του καπιταλισμού, αλλά με μια «δημιουργική καταστροφή» στα πλαίσια πάντα του καπιταλισμού. Χαρακτηριστικός τύπος «φωταδιστή» που πιστεύει στην τελευταία έννοια είναι λ.χ. ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω οικονομολογικά την σκέψη του, αλλά ο όρος αναφέρεται στο να έχεις α πριόρι να πεις πάντα ένα τσιτάτο υπέρ του Διαφωτισμού και του καπιταλιστικού Παραδείγματος, χωρίς να υιοθετείς εξίσου την κριτική μεθοδολογία, που απαιτεί ο γνήσιος ορθολογισμός.

  1. (Από βλόγιον που σατιρίζει την χρήση του όρου):
    Οι αντίπαλοι που χρησιμοποιούν λογικά επιχειρήματα, είναι φωταδιστές, προοδευτικάριοι και μίσθαρνα όργανα του άθεου διαφωτισμού.

  2. (παρομοίως σε άλλη διεύθυνση):
    Μα αυτή δεν ήταν η καρδιά της πολιτικής ρητορείας του κυρίου Χριστόδουλου τόσα χρόνια; Εμείς, ως Έλληνες και ορθόδοξοι, είμαστε διαφορετικοί μόνον και μόνον επειδή είμαστε Έλληνες και ορθόδοξοι - η ταυτολογία, ουροβόρος όπως κάθε ταυτολογία, μπορεί να αντιστραφεί και να επαναληφθεί όσες φορές το επιθυμείτε. Κι από πίσω το συναφές φολκλόρ, το οποίο σκέφτεται με μπαρόβια λογοπαίγνια του στυλ διαφωτισμός-φωταδισμός.

  3. (Από άρθρο του Κώστα Ζουράρι στους 4 Τροχούς)
    Oι ημέτεροι χάσκακες αγνόησαν το κορυφαίο έργο του εικοστού αιώνα, με το οποίο
    ανατέμνεται και ανατρέπεται πλήρως ο δυτικός φωταδισμός του ατόμου, του «μοναχικού
    εμπορεύματος» (κατά Mοσκώφ) και της ολοκληρωτικής βίας: τον «Eπαναστατημένο άνθρωπο» του
    A. Kαμύ. Oι ιθαγενείς μας αεριτζήδες των πανεπιστημίων φαίνεται ότι δεν κατάλαβαν γρυ (αν
    τον διάβασαν), από την αμείλικτη νεκροψία, που διενήργησε εις βάρος του δυτικού
    θεωρητικού πτώματος ο μέγας Nτοστογιέφσκι στους «Δαιμονισμένους». Tίποτα δεν χαμπάρισαν
    όλοι αυτοί οι ιδρυματικοί αλμπάνηδες των πανεπιστημίων «μας» από την νηπτική έκρηξη των
    υπερρεαλιστών του μεσοπολέμου (στα γράμματα, στα εικαστικά, στην πολιτική τους απόρριψη
    της Δύσης), έκρηψη νήψεως, η οποία τους ενώνει αρρήκτως με τους νηπτικούς Πατέρες της
    Oρθοδοξίας και τους Kολλυβάδες απελευθερωτές μας μέσα στην Tουρκοκρατία-Φραγκοκρατία.

  4. (από το indy.gr)
    Μέχρι τώρα ήξερα πως πατριάρχες έχει μόνο ο σκοταδισμός. Τώρα μού λέτε εδώ πως έχει κι ο φωταδισμός! Αρχίζω κι ανησυχώ σοβαρά. Άμα ο φωταδισμός δε φώτισε τα σκοτάδια, κι άμα πατριαρχεία κι ιερατεία φραγκάτα (όπως λέει ο σ. ΜρΧ) έχει κι ο φωταδισμός, τότε δεν πάμε καθόλου καλά. Τι ακριβώς τρέχει; Ισχύει το παλιό ξεκάθαρο όριο σκοταδισμός-φωταδισμός; Ή ο σκοταδισμός τρώει από τα μέσα και το φωταδισμό; Τελικά όλα γίνονται ΓΙΑ ΤΗ ΦΡΑΓΚΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ; Οπότε δεν έχει σημασία η χλαμύδα, αν είναι σκοταδιστικό ράσο ή φωταδιστικά γουνάκια; Κι αν είναι έτσι, τότε δε χρειάζεται ένα νέο πιο ξεκάθαρο όριο στη θέση τού παλιού (πάνε και 4 αιώνες από τότε άλλωστε). Μήπως πρέπει να βάλουμε το όριο: ΕΞΟΥΣΙΑ-ΑΝΤΕΞΟΥΣΙΑ στη θέση τού παλιωμένου σκοταδισμός-φωταδισμός; Εγώ αυτό υποστηρίζω. Γιατί δε με νοιάζει άμα το ιερατείο φοράει ράσα ή κοστουμάκι ή ζιβάγκο, αν έχει βγάλει θεολογική σχολή ή έχει πτυχία πυρηνικού επιστήμονα, αν βαστάει αγιαστούρα ή τα σχέδια για την επόμενη ατομική μπόμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified