Further tags

Το «μικρότερης ηλικίας αρσενικό που φλερτάρεται από μεγαλύτερης ηλικίας κοπέλα»...

Έχει και το ρήμα «μπισκοτίζω» ...

  1. Μεταξύ φιλενάδων:
    - Τι κάνεις τον τελευταίο καιρό;; Είσαι μόνη;;
    - Όχι ακριβώς.,. μπισκοτίζω!! Βρίσκω μικρά μπισκοτάκια και τα τρώω!

  2. Μεταξύ μεγαλοκοπέλας και νεαρότερου αρσενικού:
    - Είσαι πολύ καλή!!!
    - Αχ μπισκοτάκι μου.. τέτοια μου λες και στο τέλος θα σε φάω!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται συνήθως από αναρχικούς σε άτομα της παραδοσιακής κοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά και ορισμένους εξωκοινοβουλευτικούς αριστερούς, και έχει να κάνει με την παθητική στάση που διακρίνει - κατά τους αναρχικούς - τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο τα τελευταία χρόνια. Η χρήση του όρου είναι παρεμφερής με το μικροαστούλης, αν και δεν είναι ακριβώς η ίδια. Ο όρος έχει πολλά κοινά με το «ρεφόρμι». Ο αριστερούλης είναι ο αριστερός που «καταδικάζει τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Συνήθως το συμπέρασμα ότι κάποιος είναι «αριστερούλης» έρχεται μετά από απογοήτευση όσων πίστευαν ότι ο εν λόγω αριστερός θα τους έβγαινε κάτι μεταξύ Χο Τσι Μινχ, Τσε Γκεβάρα και Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, και τελικά τους βγήκε αποτυχημένη απομίμηση του Ψαριανού. Στο ίδιο μήκος κύματος ο χρυσαυγίτης μπορεί να αποκαλέσει τον νεοδημοκράτη «δεξιούλη».

  2. Χαρακτηρισμός πάλι για αριστερούς, αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση. Εδώ, ο όρος είναι παρεμφερής με το «προοδευτικούλης» και θολοκουλτουριάρης, καθώς εννοεί την αριστερή ιντελιγκέντσια που έχει, ως γνωστόν, σαν προαιώνιο σκοπό της την επιβολή στην Ελλάδα του θεοκατάρατου Μπολσεβικισμού, στα πλαίσια μιας ευρύτερης εβραιομασονοσατανικοσιωνιστικής συνωμοσίας κατά Νίκο Κωνσταντινίδη.

  1. «Όσοι επενδύουν στο ρόλο του θύματος για να μαζέψουν στις κακομοίρικες οργανωσούλες τους δέκα καημένους αριστερούληδες παραπάνω, δεν σπέρνουν παρά την ηττοπάθεια απέναντι στο φασισμό.» (από ανάληψη ευθύνης στο Indymedia για εμπρησμούς).

  2. «Δεν πρόλαβαν να μπουν στην κυβέρνηση οι αριστερούληδες και άρχισαν τα σκάνδαλα» (από εθνικοπατριωτικόν ιστολόγιον στεγαζόμενο σε αμερικάνικο σέρβερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τουίτερ:

1) ο νιούμπης
με διπλή ανάγνωση:
α. όπως λεν και οι Epicuros και Gatzman στους ορισμούς τους, κλασσικός απαξιωτικός χαρακτηρισμός για νεότερο μέλος.
β. είναι τόσο νέος που ακόμα δεν έχει αλλάξει το αβατάρι του και χρησιμοποιεί το ντιφόλτ του τουί, δηλαδή ένα αυγό! [img]https://twimg0-a.akamaihd.net/sticky/default_profile_images/default_profile_6_bigger.png[/img]

2) ο ψεύτικος λογαριασμός: βασίζεται καθαρά στο αβατάρι, είτε πρόκειται για α. bot (παρ. 2), είτε β. για δεύτερο ή και πολλαπλούς λογαριασμούς χολιασμένου χρήστη ή συνηθέστερα ακόλουθου κάποιου «επώνυμου» χρήστη που τα πήρε με την κακή κριτική που έκανες στο ίνδαλμά του - σε έβρισε - τον μπλόκαρες - άνοιξε άλλο λογαριασμό - σε έβρισε - τον μπλόκαρες και ταλιμπάν...

Υποκατηγορία του 2β, άτομα σε διατεταγμένη υπηρεσία, συνήθως φανατικοί οπαδοί ή μέλη κομμάτων που ανοίγουν αμέτρητους λογαριασμούς, αφενός για να δείξουν ότι το κόμμα και ο πολιτικός της αρεσκείας τους έχει ρεύμα και για να υπερθεματίζουν τις απόψεις του και αφεδύο για να τραμπουκίζουν ομαδικά όποιον τολμήσει να φέρει αντίρρηση ή να κάνει κριτική στο κόμμα-θρησκεία.

  1. μπήκαν αυγά στην συζήτηση-στείλε DM

  2. Ένας λογαριασμός που φαίνεται να ανήκει σε κάποιον μπλόγκερ αλλά όλως τυχαία είναι ένας από τους followers του @gottadealgr αλλά και αρκετών «αυγών», δηλαδή λογαριασμών που μαζικά ακολουθούν τον ΣΚΑΪ και που είναι προφανώς ρομποτάκια αφού έχουν ένα δύο followers, μερικές φορές και κανέναν, δεν έχουν «μιλήσει» καθόλου ή ελάχιστα και ακολουθούν σχεδόν τους ίδιους λογαριασμούς. από εδώ

  3. την είπα στον @adonis και τώρα με ακολουθούν και με σπαμάρουν 8 αυγά lol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο όταν πράττει χωρίς έλεγχο κι αυτόβουλα, με σταρχιδέ διάθεση, αδιαφορία για τις συνέπειες, όλ' αυτά με την κακή έννοια, ότι βλάφτουν, δηλαδή, τους άλλους. Με άλλα λόγια, μια διεύρυνση και μια ψιλοχοντροδιολίσθηση έχει αρχίσει και παρατηρείται στο νόημα της λέξης, γιατί το να μη φορολογείσαι και να φοροδιαφεύγεις ήταν ένα κατά λίγο πολύ συγγνωστό παράπτωμα, αλλά τώρα έχει αρχίσει και ενοχλεί το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή τον καθένα μας ατομικά που νιώθει o μαλάκας της παρέας επειδή πληρώνει.

Κάτι σαν το πατρινό ερήμη.

  1. - Έρχεσαι ρε μαλάκα έτσι αφορολόγητος στο γραφείο ενώ λείπω και αρχίζεις τα τηλέφωνα σε κινητά κι όλα, κάτσε ρε μαλάκα...
    - Θα στα πληρώσω ρε φίλε! 27 του μήνα περιμένω κάτι λεφτά, πώς κάνεις έτσι!

  2. - Το παιδάκι έχει πρόβλημα, μπαίνει αφορολόγητο στο γραφείο των δασκάλων και παίρνει τις μπάλες και φωνάζουν οι γυμναστές, πρέπει κάτι να γίνει!
    - Αν είναι δυνατόν! Βεβαίως και κάτι πρέπει να γίνει.

  3. - Με έχει κουράσει, είναι τελείως γεια σου, σκάει αφορολόγητος ό,τι ώρα νά' ναι και θέλει να του πληρώνω ακόμα και την κόκα κόλα.
    - Κι εσύ όμως τον έχεις ευνουχίσει τον άνθρωπα...
    - Ναι, μωρέ, τον αγαπάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες πιτσαρίσματος, όλες κάργα αμερικλανιές.

- O Brian Duensing με υποδειγματικό πιτσάρισμα σε οκτώ innings, οδήγησε τους αποδεκατισμένους Minnesota Twins στη νίκη με 6-0 επί των Kansas City και παράλληλα στο πρώτο σουίπ μετά από τέσσερα χρόνια!
(εδώ)

- Στο Χόλιγουντ η ανωνυμία δεν απέχει παρά ένα βήμα από την επιτυχία, και αυτό το βήμα το λένε πιτσάρισμα. Πιτσάρω σημαίνει αφηγούμαι μια ιστορία με τον πιο δελεαστικό τρόπο, για να πουλήσει. Μέσα σ' έξι λεπτά το πολύ, ακόμα καλύτερα σε τέσσερα, στην ιδανική περίπτωση δύο. (εκεί)

- Κοβω ξερω γω κανα chop και το ριχνω και ενα Pitching στα 300 Cents για παραδειγμα υπαρχει καποιος τροπος/ορισμος (πεστος οπως θες τσπν) ωστε να ρυθμισω το μπασο με τετοιο τροπο ωστε να εφαρμοστει «ακριβως-περιπου» στο chop (που εκοψα) οσον αφορα τα cent;
- δοκιμασε να πιτσαρεις και το μπασο οσο πιτσαρες το sample και βρες την μελωδια λιγο πιο πανω
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό αρσενικό μονογενές.

Ο κατ 'επάγγελμα κατά συρροήν και καθ' έξιν διακοψιματίας-αντιρρησίας. Ενδημεί στα πάνελς (tres chic) και μοναδικό σκοπό έχει να ανεβάζει στα ύψη την πίεση συνομιλητών τε και τηλεθεατών.

Υπάρχειβεβαίως βεβαίως και αυτός της διπλανής πόρτας, μη υστερών κατελάστιχον των αστέρων του γυαλιού.

Άτομα ψυχο...τέτοιο και ψυχο...έτσι.Τον ψυχολόγο μου μέσααάα... Δε θυμάμαι πως μου τα είπε ο παλιομλκς. Αλλά και πάλι πώς να θυμάμαι αφού τον διέκοψα.

  1. Μαμά:
    Βρε πουλάκι μου τι θα πει δε μου αρέσουν τα σαλιγκάρια; Δοκίμασε πρώτα. Μην είσαι απεναντίας.

  2. Βρασίδα μου, μήπως δεν είναι καλή ιδέα να βγείτε για ψάρεμα με 8 μποφόρ;
    Απεναντίας: Περμαθούλα μου. Μ'αυτόν τον καιρό βγαίνουν οι καλύτεροι λούτσοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδής, ποτέ των ποτών δεν θα υπεπίπτα σε σεχ με το συγκεκριμένο ατομάκι. Γιατί είναι μπάζο τ. «να μασάς σκατά και να φτύνεις» ή/και μαλακισμένο ή/και δεν γουστάρω να παίξω ρώσικη ρουλέτα μη τσιμπήσω κάνα σκουλαμέντο ή τίποτε καργιόλια.

Χρησιμοποιείται από όλα τα φύλα.

Εναλλακτικά: ούτε με ξένο (μ)πούτσο.

- Λίλιαν, είσαι μια αραχνοΰφαντη πικροθαλασσιά του πάθους που με στέλνει με ένα βλέμμα στο ανθοπωλείο να αγοράσω τριαντάφυλλα...
- Ούτε με χίλιες καπότες, ΜΧΣ!

- (...) μα εγώ δεν μιλάω για αυτόν που είναι μίλια μακριά, αλλά για αυτόν που στα λιμέρια μας μικρόβια κουβαλά, που οι συναναστροφές του είναι μολυσματικές και ούτε με χίλιες καπότες δεν γλιτώνεις απ’ αυτές...
(χιπχοπάκι, εδώ)

0.27 (από Vrastaman, 04/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του μισογύνης, ο κουλ τύπος που δεν τραβάει κανένα σκάλωμα με τις γυναίκες.

Πάσα (Δ.Π.): Ιρονίκ.

- έχουμε καταλάβει οτι είσαι μισογύνης, αλλιώς δεν εξηγείται που είσαι 40 χρονών και σου φτιάχνει η μαμά σου τηγανίτες.
- εγω μαριαννακι ειμαι αγαπογυνης και τηγανιτες φτιαχνω μονος μου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάποιος άσπονδος φίλος ή εχθρός σε κουρδίζει προκειμένου να σε κάνει τούρμπο.

Βλ. επίσης και τον εξαιρετικό αυτο-μότο ορισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που υποκαθιστά / αντικαθιστά την παλιότερη μένω παγωτό, έμεινα ενεός, σάστισα (και κάτι παραπάνω). Είμαι ανίκανος να αντιδράσω σε κάτι που εξελίσσεται μπροστά μου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί (εξωραϊστικά) και για να εννοήσει ότι κράτησα την ψυχραιμία μου. Επίσης υπονοεί σε πολλές χρήσεις του πως δείλιασα - χέστηκα, άλλαξα πάνες.

Προέλευση: Βλ. κασιδιάζω.

Μόλις σηκώθηκε ο νταβάς, έμεινα παυλόπουλος.

Βλ. επίσης μένω Προκόπης, πάκι bah' ching.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified