Further tags

Επιφώνημα θαυμασμού για μεγάλα, εντυπωσιακά και χυτά βυζιά.

- Κοίτα τις βυζάρες της νάρας απέναντι!
- Όμιτζι, Βύζους Κράιστ!

(από electron, 08/01/10)(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Αγγλικού high. Κάτι το χλιδάτο, όμως και κιτσάτο. Γκλαμουριά, μάλλον απροσδόκητη. Χρήση, συνήθως, ειρωνική. Συνήθως είπαμε.

- Και με το που προσγειωνόμαστε, περιμένει σωφέρ. Με καπέλο. Και μας πάει στη Ρολζρόις. Που έχει μπαρ. Που είναι πίτα στις σαμπάνιες. Χαϊλίκια πράματα.
- Νταξ, αφού είσαι χάι μεγάλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρτό σπαθί που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Τούρκους (βλ. εικόνα 1).

Για κάποιο λόγο που διαφεύγει της προσοχής μου, η εταιρεία καλλυντικών Caron θεώρησε σκόπιμο να ονομάσει έτσι μία κολόνια της την δεκαετία του '80 (βλ. εικόνα 2).

Το σχετικό διαφημιστικό σποτ έδειχνε την κατασκευή ενός γιαταγανιού και μία παθιάρικη και καλά φωνή έλεγε «Yatagan. Eau de Cologne irresistible. De Caron.» Ήταν θέμα χρόνου να γίνει η οπτικοακουστική σύνδεση και ο όρος «yatagan» να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις μυτόγκες τύπου γιαταγάνι, [μπουγατσομάχαιρο] και Μορφονιός (βλ. εικόνα 3).

- Ωραίο παιδί ο Φώντας, δε λέω, αλλά το γιαταγκάν, πού το βάζεις;
- Ναι, σιγά ρε Μόνικα Μπελούτσι που σου πέφτει και λίγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σαβουριάζει ό,τι φαγητό βρει μπροστά του, ιδίως τα βρώμικα, π.χ. σουβλάκια και πίτσες.

- Ρε μαλάκα, τον είδες τον Βαγγελάκη πόσο πάχυνε;
- Λογικό είναι ρε φίλε, αφού είναι του πούτσου φασφουντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αδιαφορεί για τις συνέπειες των πράξεών του, και δη για αυτές που γυρίζουν στον ίδιο. Προέρχεται προφανώς από τους βομβιστές αυτοκτονίας.

Κατ' επέκτασιν, ο ασυλλόγιστος, ο σταρχίδιατου, αυτός που κάνει κάτι επειδή εντάξει, και όχι γιατί το ευνοούν οι συνθήκες.

  1. - Πω, ρε πούστη, χάζευα και πέρασα την Πατησίων ταλιμπάν. Πώς και δεν με μάζεψε κάνας ταρίφας...

  2. Με την έννοια του στ@@του:
    - Κατέβηκα ταλιμπάν Μαθηματικά Ι και πήρα πουλαδέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πωλών μούρη. Δεν χρειάζεται άλλη εξήγηση, διότι ο Έλλην το έχει αναγάγει σε επιστήμη και μην κάνετε όλοι ότι δεν ξέρετε για ποιους μιλάω... Ενίοτε προφέρεται λανθασμένα Pull Moore. Όλη η ιστορία είναι ότι και καλά παραπέμπει σε όνομα, οπότε μην το χαλάτε. Δεν υπάρχει όνομα Pull.

- ...και σκάει μύτη το σούργελο με την Μερσέντα και τη Ρολεξιά στο βγάλσιμο και λέει ότι τον καθυστέρησαν στον Καρούζο γιατί είχε παραγγείλει 6 κοστούμια και τους είχε χαλάσει και καλά το μηχάνημα για την πλατινένια American Express...
- Τι λε ρε μεγάλε; Paul Moore ο δικός σου.
- Ναι ρε ο χθεσινός.

Ναι, αλλά το Pull παραπέμπει σε άλλο χαρακτηριστικό των Ελλήνων... Στο εθνικό μας σπορ δηλαδή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την λέξη disqualified. Εμφανίζεται συχνά και ως DQ. Υποδηλώνει την απόρριψη προς έναν γκόμενο/γκόμενα όταν αυτός/-ή είτε δεν βλέπεται, είτε μας ξενερώνει.

- Πώς σου φαίνεται αυτή ρε Θανάση; Κορμί θανατηφόρο...
- Άπαπα, δεν βλέπεις τη μύτη πως είναι σαν πιγκουίνος;! D.Q. σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τό σοφιστικέ άτομο. Η γυναίκα (ή ο άνδρας) που έχει γνώσεις, κομψούς τρόπους και έντονη προσωπικότητα, αλλά είναι και λίγο σνόμπ.
Εκφραση βγαλμένη απο το τσιγάρο Pall Mall το οποίο απευθύνθηκε στις υψηλές εισοδηματικές τάξεις και εχει μνημονευθεί σε πλήθος μυθιστορήματα.

Χτές στο ΤΡΙΒΙΑΛ ΠΕΡΣΟΥΙΤ έπαιξε μια τύπισσα που μας πήρε και τα σώβρακα. Ήρθε με τον Σταύρο και στην αρχή δεν ήθελε να παίξει, κάθησε πιο πίσω και λέγαμε οτι δεν θα ξέρει τίποτα, αλλά μάλλον δεν ήθελε να μας ψαρώσει. Πολύ ΠΑΛ ΜΑΛ .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικό επίθετο για γυναίκα. Πιθανόν προέρχεται από τη φράση «στάχτη και μπούρμπερη» συνδυασμένο ηχητικά με την μάρκα ρούχων Burberry.

Αναφέρεται σε γυναίκες που προσπαθούν να ντυθούν επιδεικτικά με μάρκες (ενίοτε και faux), χωρίς το ντύσιμο να συνάδει με τον πολιτισμό τους, την συμπεριφορά τους και συχνότατα την βαριά προφορά τους.

- Για δες τη βλαχομπούρμπερη την Μαρία, σαν την λατέρνα ντύθηκε πάλι και μας μοστράρει τα φιρμάτα...

- Η Καίτη η βλαχομπούρμπερη, πάει στην λαϊκή να ψωνίσει κολοκυθάκια με την καρό καπαρντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεοσύλλεκτος φαντάρος ή συνηθέστερα ο νεοφερμένος στη μονάδα.

Πιθανότατα προέρχεται ετυμολογικά από τις αγγλικές λέξεις: new + fish

Συνώνυμα: ψάρι, ψάρακας, αρουραίος.

Εφτά νιούφηδες ήρθαν σήμερα, τέρμα οι αγγαρείες για μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified