Γενικά κάποιος που βρίσκεται υπό την έντονη επίρροια ουσιών ή/και αλκοόλ.
Αυτός που βρίσκεται υπό την επίρροια κοκαΐνης ή (σπανιότερα) γενικά ο χρήστης κοκαΐνης.
-Πω ρε, μες την τσίτα είναι ο Μπάμπης.
- Ε ναι ρε αφού είναι γνωστό κόκκαλο.
Γενικά κάποιος που βρίσκεται υπό την έντονη επίρροια ουσιών ή/και αλκοόλ.
Αυτός που βρίσκεται υπό την επίρροια κοκαΐνης ή (σπανιότερα) γενικά ο χρήστης κοκαΐνης.
-Πω ρε, μες την τσίτα είναι ο Μπάμπης.
- Ε ναι ρε αφού είναι γνωστό κόκκαλο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία του αποκαΐδι. Αρχικά: ο κατεστραμμένος από drugs, ξίδια και άλλες έξεις. Πλέον συνδέεται με κάθε είδους κολλήματα και μονομανίες, αλλά και συγκεκριμένες στυλιστικές επιλογές και το όλο πλασάρισμα.
- Πάμε Mall να δούμε καμμιά ταινία;
- Άσε ρε μαλάκα, είναι πήχτρα από emo καΐδια, μου έρχεται να τα ψεκάσω τα μαλακισμένα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι μεθυσμένος.
- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.
Got a better definition? Add it!
Βγαίνει από την λέξη μαστούρι, για ευκολία. Μετά την χρήση ουσιών από κάποιον που είναι φανερά υπό την επήρεια χόρτου.
- Χα... Κοίταξέ τον πως έχει γίνει... Λέει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Είναι πολύ στούρι!
Got a better definition? Add it!
Κάποια πολύ χοντρή ή κάποια που πίνει πολύ.
- Πολύ μπράσκα αυτή η γκόμενα.
Βλ. και χουφτιάρα, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.
Got a better definition? Add it!
Ο έμπορας ουσιών.
Πάω στον Μπομπ Ντίλιαν να μου πει κανα τραγούδι.
Got a better definition? Add it!
Το πρεζάκι.
- Τσεκάρισε τον κόμη τζάνκουλα, σέρνεται το λείψανο...
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που έχει γίνει λιώμα στο μεθύσι.
Ο Γιώργης έγινε κουρούμπελο απόψε!
Got a better definition? Add it!