Further tags

Προέρχεται από το αγγλικό top το οποίο και σημαίνει κορυφή, κορυφαίος γενικότερα, και το συνθετικό μουν- από την λέξη μουνάρα. Αυτονοήτως αντιλαμβάνεσθε ότι πρόκειται για την κορυφαία μουνάρα γκόμενα στην κυριολεξία.

Σπανιότερα χρησιμοποιείται και για αντικείμενα που τυγχάνουν σεβασμού για την σχεδιασή τους, όπως αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες κ.ά.

- Και νόμιζα την Τασία για μουνάρα, μέχρι που είδα την Ασπασία!!! Τι τοπ-μουν είναι αυτό!!!!!!!

Δες και τοπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οδηγεί έχοντας πάντα αναμμένη την ενδεικτική λυχνία (λαμπάκι) προειδοποίησης έλλειψης καυσίμου στο αυτοκίνητό του.
Συνήθως αγνοεί επιδεικτικά τα πρατήρια βενζίνης και, ακόμη και όταν αναγκαστεί να ανεφοδιάσει επιτέλους το όχημά του, το ποσό της βενζίνης που βάζει είναι της τάξεως των 10 ευρώ. Έχουν αναφερθεί ωστόσο και περιστατικά κατά τα οποία ο άτυχος πρατηριούχος πληρώθηκε με κέρματα.

Τα αίτια της ψυχανωμαλίας αυτής δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα, αν και πιστεύεται πως οφείλεται στην ανάγκη δημιουργίας ψευδαίσθησης οικονομίας, καθώς ο καψολαμπάκιας αποφεύγει να δει άμεσα να φεύγει από το πορτοφόλι του προς την τσέπη του βενζινά ένα π.χ. ολόκληρο καφετί 50ευρο.

Τέλος, σύμφωνα με ανεπίσημες ερμηνείες του φαινομένου, ο καψολαμπάκιας ενδέχεται να ερεθίζεται από τον ήχο που κάνει ο κινητήρας όταν καίει χαλίκια, σκουπίδια και κάθε λογής φλόκι και πουρί που η βενζίνη εναποθέτει γλυκά στον πάτο του ρεζερβουάρ, μετά τα αλλεπάλληλα και υπεράριθμα γεμίσματα, νιώθοντας παράλληλα αυτοπεποίθηση για την αντοχή και τις επιδόσεις του αγαπημένου του οχήματος κάτω από αυτές της αντίξοες συνθήκες χρήσης.

  1. Ρε Γιάννη, γιατί είσαι τόσο καψολαμπάκιας; Θα μείνουμε πάλι στη μέση του πουθενά!

  2. Και του τα 'λεγα του καψολαμπάκια πως θα του μείνει ο κύλινδρος της Lancia στο χέρι κάποια μέρα...

  3. Έχεις κάνει τα βενζινάδικα εκκλησάκια ρε καψολαμπάκια!

  4. Shell γράφει η ταμπέλα, όχι ουφάδικο ρε καψολαμπάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο πάνω στην ράτσα ενός σκύλου.

Ξεκίνησε ως μαργαριτάρι μπάρμπα-Μπρίλιων και κυρα-περμαθουλών, ανίκανων να ξεχωρίσουν τον πρωκτό τους από μια τρύπα στο χώμα:

[I]- Γιαννάκη, τι μάρκα είναι το σκυλάκι σου;
- Μπεεε εμ βε, μανδάμ.[/I]

Μοιραίως υιοθετήθηκε με θέρμη από ζωόφιλους αστειάτορες μαοϊστές.

Σ.ς.: οι εγχώριες μάρκες σκύλων περιλαμβάνουν τον Ελληνικό Ιχνηλάτη (άκα Γκέκα), τον Ελληνικό Ποιμενικό, και το Κανίς – Γκριφόν GTI.

- Τι μάρκα είναι ο σκύλος και πόσα κυβικά; (γκρ)

- Τι «μάρκα» σκύλο να αγοράσω για να τον «κυκλοφορώ»;
(γκρρ!)

- Μπορει να μου πεις καποιος ζωοφιλος τι μαρκα σκυλος ειναι;; καποιος μου ειπαν οτι ειναι επωνυμος σκυλος...
(γκρρρ!!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική ορολογία των μαστόρων αυτοκινήτων (συνεργειατζήδων).

Προέρχεται από αστοχία στη ρύθμιση του οδοντωτού ιμάντα χρονισμού του κινητήρα, σε σχέση με τα οδοντωτά γρανάζια εκκεντροφόρων και στροφάλου. Ο ιμάντας αυτός έχει μόνο μια σωστή θέση όπου πρέπει να τοποθετηθεί ώστε να λειτουργήσει ο κινητήρας σωστά, αλλιώς σημειώνεται αρρυθμία και δουλεύει λάθος, κοινώς ρετάρει.

Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος δεν πάει καλά, το έχει χαμένο.

  1. - Ρε τι έγινε με τον άλλον σήμερα, πήγε να με αρπάξει στα καλά καθούμενα. - Α, καλά άστο, μην ασχολείσαι με αυτόν, πηδάει δόντι.

  2. Πήδηξες δόντι ρε παπάρα;Τι σαματάς είναι αυτός μέρα μεσημέρι;

(από Παπαντώνης, 27/09/11)

Σχετικό: ρετάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σινάφια μηχανόβιων αποτελεί υποτιμητικό χαρακτηρισμό για τον οδηγό ΙΧ -κυρίως- αυτοκινήτου (το οποίο, όπως πολύ καλά ξέρει ο Σαραντάπηχος, αποκαλούν κουτί, οπότε και εξού).

Χρησιμοποιείται υπονοώντας τη γνωστή αλαζονική συμπεριφορά του οποιουδήποτε οτινάνα εποχούμενου σε τετράτροχο, απέναντι στους «διτροχάκηδες» κάθε είδους, μόνο και μόνο γιατί μπορεί λόγω συγκριτικού μεγέθους.

Συμπεριφορά που οφείλεται, επιπλέον, είτε σε άγνοια, είτε ακόμη και σε ζήλια, σαν αποτέλεσμα μιας φλούφλικης ανατροφής που από τη φυσική ακολουθία ξύλινο αλογάκι – τρίκυκλο ποδηλατάκι – πατίνι - ποδήλατο – παπί – μηχανή - αυτοκίνητο παρέκαμψε ό,τι δίτροχο η μαμά θεωρεί μη ασφαλές.

  1. Πριν σαράντα μέρες περίπου βλάκας κουτάκιας έριξε κάτω την κόρη μου, υλικές ζημίες ευτυχώς. Μετά από δέκα μέρες περίπου άλλος κουτάκιας χτυπάει το χχ του γιού μου σταματημένο, αλλαγή μούρης πάει κι αυτό. Χτες το μεσημέρι άλλος κουτάκιας κοπάνησε με την όπισθεν την δικιά μου Paneuropean, πάει μούρη, καθρέπτες, φέριγκ, φτερό. Γαμώ την γκαντεμιά μου .

  2. (…)Με τη μηχανή υπάρχουν 3 τρόποι (σ.τ.σ.: να περάσεις τα διόδια δίχως να πληρώσεις):
    α) περνάς ανάμεσα από το τελείωμα της μπάρας και τον κώνο, β) φτάνεις ως την μπάρα και σπρώχνεις σιγά σιγά, γ) όταν πληρώνει ο κουτάκιας η μπάρα είναι ανοιχτή, περνάς ανάμεσα απ το αυτοκίνητο και τον τοίχο και φεύγεις κύριος.

(Όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την λέξη motor και αναφέρεται συνήθως στο μηχανάκι το οποίο έχουν στην κατοχή τους οι μοτόρηδες (διότι δεν τους ανήκει δικαιωματικά), που βγάζει αυτόν τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει το τύμπανο του αφτιού σου να δονείται ασύστολα.

Ο μοτόρης αναφέρεται συνήθως σε κάγκουρες οι οποίοι το παίζουν ραλιάρηδες με τα οχήματά τους (μηχανάκια τους),
αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα από Κ.Ο.Κ., αλλά ούτε ένα χαρακτηριστικό από τα μηχανάκια τους.

- Κατεβαίναν οι κάγκουρες την λεωφόρο με τα μοτόρια τους και ήταν λες και γινόταν πόλεμος απ' έξω...

- Κατέβαινε καβάλα πάνω στο ΑΤΙ (μηχανάκι) ο μοτόρης, το 'παιζε και αλήτης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τον κάγκουρας ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική έκφραση για τον κάγκουρα.

Χαρακτηρίζει συνήθως όσους φοράνε γυαλιά Arnette (άσπρος σκελετός με μαύρους φακούς) και οδηγάνε μηχανάκι (περισσότερες φορές Honda Glx 90).

- Περνάμε την πλατεία και βλέπω στην γωνία αραγμένους 5 κάγκουρες με τα Μοτόρι - Μοτόρης τους να με κοιτάνε στραβά...
- Και τι έκανες ρε μαλάκα;
- Τι να κάνω ρε ...Συνέχισα να περπατάω προς το μέρος τους... ΤΙ ΝΑ ΚΛΑΣΟΥΝ ΟΙ ΑΡΝΕΤΑΚΗΔΕΣ ΡΕ... !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το άτομο που καταπιάνεται με ένα αντικείμενο (συνήθως όχημα) και άσχετα με τις δυνατότητες του οχήματος το φέρνει μονίμως στα όριά του.

Κοίτα τον καυλομάχο, πάλι σούζα-πάντα το πάει το μηχανάκι! Είναι κι αυτός καλός καυλομάχος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψηλόφτερες ονομάζονται οι μοτοσυκλέτες οι οποίες είτε προορίζονται για καθαρή χρήση στο χώμα (εντούρο – μοτοκρός), είτε έχουν χωματερό χαρακτήρα (ψευδοεντούρο και κάποια on-off), ενώ ψηλόφτεροι οι αναβάτες τους.

Σε αυτές τις μοτοσυκλέτες, το εμπρός φτερό (λασπωτήρας) δεν βρίσκεται, όπως σε όλες τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες, 3-4 εκατοστά πάνω από τον τροχό, αλλά αισθητά ψηλότερα. Λόγος; Ο εξής: επειδή προορίζονται για χρήση στο χώμα-βουνό (και κυρίως κατά την χειμερινή περίοδο που λόγω των βροχών το χώμα είναι πιο μαλακό), πράγμα που πολλές φορές συνεπάγεται αρκετή, έως και πάρα πολύ λάσπη, εάν το φτερό ήταν «χαμηλά» η λάσπη θα «χτιζόταν» από κάτω και, μόλις θα ξεραινόταν, είτε απλά θα έτριβε το ελαστικό ή και στην χειρότερη θα μπορούσε να μπλοκάρει τον τροχό.

Λοιπον.. φιλοι μου οπως οι περισσοτεροι απο εδω γνωρίζετε.. τελικα ανεβηκα κατηγορια και μαλιστα εγινα ψηλοφτερος χωματινος.. εδώ

ετσι πρεπει! ο ψηλοφτερος μονο με βροχη και λασπη βγαινει! ειναι ενα πραγμα σαν τα σαλιγκαρια! εδώ

Μαουνα το ΤΑακι αλλα μπορει να παει σχεδον παντου οπου πανε και τα ελαφρα ψηλοφτερα ;) Και οχι απλα να περασει αλλα να παει εντουραδικα και να δωσει ευχαριστηση στον αναβατη ;D
εδώ

(από euripidisk, 13/09/12)(από euripidisk, 13/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματίζεται κατά το μουνοπαγίδα (αλλά και τα πουτσοπαγίδα, γκομενοπαγίδα). Πρόκειται για κάτι που προσελκύει έγκαυλο άνδρα, και τον εμπλέκει σε μπελάδες, και αυτό είναι κυρίως δύο κατηγοριών:

  1. Γκομενέτα μουνάρες ή μεζέδες.

  2. Εντυπωσιακά οχήματα, και κυρίως μηχανές.

Πάσα: Vrastaman.

  1. Παντως το μηχανακι ειναι καυλοπαγιδα...
    οσοι το εχουν οδηγησει μετα το σκεφτονται πολυ σοβαρα...
    οποτε αν φοβαστε οτι μπορει να σας αρεσει μην το παρετε για βολτα.. (Εδώ).

  2. με σιλικονε προσοντα και αμφιλεγομενες επιδοσεις....εσχατως αρχιζει και εχει καποιες θετικες κριτικες απο καποιους οπως ειπαμε....ειναι παντως καυλοπαγιδα.... (από μπουρδελοσάη)

  3. to neo sex symbol-kavlopagida einai edw!!! (Από το φατσοβιβλίο).

Got a better definition? Add it!

Published