Further tags

Αυτός που είναι εθισμένος με την ταχύτητα και πηγαίνει συνεχώς τέζα.
Είναι ο συνήθης τύπος κατόχου πεζώ ραλί και συχνάζει στα λιμανάκια κλπ.

- Ρε δεν πάμε στα λιμανάκια να χαζέψουμε κανέναν γκαβλόγκαζο να περάσει η ώρα;
- Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σβούροι: πιτσιρικάδες με πειραγμένα μηχανάκια που γυρνάνε γύρω γύρω στην πόλη. Λέγεται στην Κρήτη για τους κάγκουρες κλπ.

Σβούρος στην Κρήτη = ο μπάμπουρας, σβουρίζω= γυρίζω γύρω γύρω και κάνω θόρυβο.

Τι πέτσακες και μαλακίες ρε φίλε... τι μαλακία την κάνανε οι σβούροι που μαζεύονται στην Αγορά / στα Λιοντάρια. Που τους είδες εσύ τους πέτσακες; Άμα ήτανε πέτσακες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεάρος και ριψοκίνδυνος οδηγός μηχανοκίνητου δικύκλου υψηλού κυβισμού.

Συνήθως μειωμένων ικανοτήτων και αντίληψης λόγω του νεαρού της ηλικίας. Σπανίως φέρει κράνος με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να προσφέρει όργανα σε καλή κατάταση, επίσης λόγω του νεαρού της ηλικίας (ιδίως οι οφθαλμοί δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για διάβασμα σχεδόν ποτέ, αλλιώς θα έβαζε κράνος).

- Τι κάνει ρε το άτομο με το ζουζουρού (για να θυμηθούμε τα παλιά);
- Άντε ρε τον δωρητή!

Got a better definition? Add it!

Published

Ξαδερφάκι του γκαζοφονιά.

Οpel manta και εξάτμιση μπουρί ο γκαζόβλαχος!

(από βουκεφάλας, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διανοητικά καθυστερημένος, ο πειραγμένος δηλαδή. Προέρχεται από την γλώσσα των αυτοκινήτων που μετά από μία άσχημη τράκα αρπάζει το σασί και δεν γίνεται να διορθωθεί 100%.

- Ρε, μου έβρισε τη μάνα χωρίς να του πω τίποτα!
- Μη δίνεις σημασία ρε, το παιδί είναι αρπαγμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουν τους πιτσιρικάδες με φτιαγμένα παπιά ή scooter, κυρίως στο νομό Ηλείας. Είναι ένα στάδιο που κάθε νεαρός περνάει με το πρώτο του όχημα και αν τον σημαδέψει ανεπανόρθωτα ο χαρακτηρισμός αυτός, όταν μεγαλώσει και αποκτήσει αμάξι θα γίνει ένας κάγκουρας.
Ετυμολογικά ίσως έχει σχέση με το γκατζόλι (το γαϊδούρι του Έβρου), δηλαδή το μηχανάκι με ό,τι του φορτώνει ο καθένας.

- Ρε τον γκάτζουρα, πώς το έκανε έτσι το παπί.

- Σκάσανε τα γκατζούρια.

- Το γκατζούρι μας πήρε τα αυτιά με την εξάτμιση-σωλήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Ιάπωνες, οι Γιαπωνέζοι. Σε αντίθεση με άλλους χαρακτηρισμούς (π.χ. βλέπε σχιστομάτης και το σχόλιο στο κιτρινιάρης), η λέξη τζαπόνια έχει, σε γενικές γραμμές, θετικές συνδηλώσεις: ναι μεν οι Γιαπωνέζοι είναι περίεργοι (τρώνε ωμά ψάρια κλπ), στερούνται φαντασίας και αντιγράφουν τα πάντα, αλλά είναι και εργατικοί, πειθαρχημένοι και φτιάχνουν καλές μοτοσυκλέτες και εξαιρετικές οθόνες πλάσματος.

Η λέξη τζαπόνια χρησιμοποιείται κυρίως στους κύκλους του αυτοκινήτου και της μοτοσυκλέτας όπου, εκτός από τον λαό που τα κατασκεύασε, μερικές φορές υπονοεί και τα Ιαπωνικής κατασκευής μηχανήματα - βλ. παραδείγματα 4 & 5.

  1. Ένας λαός απρόβλεπτος, που λατρεύει τον πρωινό ύπνο και το αραλίκι, αλλά έρχεται δεύτερος σ' εργατικότητα στον κόσμο μετά τα τζαπόνια. (Από το ΚΛΙΚ, Τα ρεμάλια οι Έλληνες του Θάνου Καραϊσκου)

  2. Επόμενος σταθμός Ρώμη. Εκεί πετύχαμε την απόβαση των γιαπωνέζων. Ήταν να μην αποφασίσουν τα τζαπόνια να ντυθούν ευρωπαϊκά... Bογκάνε τα Gucci, τα Prada, τα Ferragamo. (Από 4Τ)

  3. Εκεί όμως που τα Τζαπόνια είναι φοβεροί είναι στην ικανότητά τους να μελετούν και να μαθαίνουν. Τελικά φτιάχνουν μηχανές χιλιάδες φορές ανώτερες από αυτό που αντέγραψαν. (Από forum www.yaris.gr)

  4. Ξέρεις, δεν είδα κανέναν να λέει ότι τα γιαπωνέζικα σκουριάζουν... Κι ας έχω δει πολλά τζαπόνια της δεκαετίας του '70 σαπισμένα, τόσα περίπου όσα και ιταλικά. (Από το forum www.alfisti.gr)

  5. Θα έχει πολύ πλάκα στα συγκριτικά την άνοιξη, εκτός από τα κλασσικά 4 τζαπόνια και την ιταλίδα, θα έχουμε και αυτό και το Buell. Επιτέλους! (Από το forum motocikleta.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος οδηγού που ενδημεί στην τιμημένη πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας. Μπορείς παντού να κάνεις μαλακίες με το αμάξι, από μανουριές και ταρζανιές μέχρι να γίνεσαι χάρος ή σπαζαρχίδας, όταν μιλάς στο κινητό και χάνει όλη η κοινωνία το φανάρι για να στρίψει αριστερά.

Για να γίνεις μιναρολεβιές, όμως, πρέπει να κλείνεις τη Μαιζώνος επειδή θες να ανέβεις την Αράτου και ξέμεινες στη μέση, να διπλοπαρκάρεις το έντρυ μοντέλο της Πόρσε μπροστά στη Ραδινού ή να διπλοπαρκάρεις (πάλι) στη Μαιζώνος (δυο βήματα απ' το προηγούμενο σημείο), επειδή πρέπει να αφήσεις τη γκόμενα στην 'Όλγας. Σημειωτέον ότι σε εκείνο το σημείο και η πρώτη σειρά παρκαρίσματος είναι παράνομη.

Το επιστέγασμα μιναρολεβιέ, το οποίο, δυστυχώς δεν θα συνοδευτεί από ντοκουμέντο, είναι το εξής έργο μοντέρνας γλυπτικής. Δύο παπάκια, παράλληλα μεταξύ τους, κάθετα στο πεζοδρόμιο και συνδεόμενα με μαδέρι που ακουμπάει ανάμεσα στη σέλα και το τιμόνι, βρίσκονται διπλοπαρκαρισμένα και φυλάνε την κενή θέση παρκαρίσματος μπροστά από ξυλουργείο. Τύπος τριπλοπαρκάρει το άθλιο αγροτικό του για να πάει στο τυροπιτάδικο που βρίσκεται απέναντι, και του οποίου ο ιδιοκτήτης μουφάρει ασύστολα ότι οι μπουγάτσες του είναι καλύτερες από της Θεσσαλονίκης, γιατί αυτός «τους ξέρει αυτούς». Η Κορίνθου είναι σχεδόν κλειστή.

Πρέπει, εν κατακλείδι, να είσαι ταυτόχρονα και μινάρας και λεβιές, μάλλον υποτιμητικός χαρακτηρισμός οδηγού. Αν και από μόνο του το λεβιές παραπέμπει σε αρνητικούς φαλλικούς συνειρμούς που θα έκαναν τον Μέγα Αντιπατρινό Φρόυντ να κοκκινίσει.

Τα ως άνω παραδείγματα αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη ότι το είδος όντως ενδημεί στην Πάτρα και ότι ο μαλάκας πατρινός οδηγός έχει μια διαφορετική χροιά, οπότε αξίζει μια ειδική ορολογία.

Με το παρόν λήμμα, εισηγούμαι την ένταξη του μαθήματος «Πατρινογνωσία» στο πρόγραμμα σπουδών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.

(πραγματικό γεγονός, το αρχοντικό-υπεράνω-γαμάω-τάω ύφος του τύπου ήταν όλα τα λεφτά)
- Ρε μινάρι, σου λέω ανέβαινα χτες την Καρόλου και ένας θεός μιναρολεβιές είχε διπλοπαρκάρει αριστερά στο δρόμο, αλάρμ τίποτα, στ' αρχίδια του, και έδινε επικά γλωσσόφιλα στην πατσόλα γκόμενα ενώ γύρω του γινόταν ο χαμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η οδηγός που γουστάρει (καυλό-) να γκαζώνει (-γκαζο) πολύ και να τρέχει με το αμάξι. Έχουμε σχήμα συνεκδοχής, δηλαδή χρησιμοποιείται το γκάζι για να δηλώσει τον οδηγό (όπως όταν λέμε π.χ. γερό τιμόνι).

- Καυλόγκαζο είσαι Δημητρούλα ε; Το τρέχεις το αμάξι βλέπω!
- Ε, άμα είμαι στην εθνική του δίνω να καταλάβει!

Ο κ. Καυλόγκαζος μετά της συζύγου, σε χαλαρωτική και ρομαντική τσάρκα με το παϊτόνι. (από patsis, 29/06/09)

Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, γκαζοφονιάς, χάρος. Ο όρος επίσης αναφέρεται και στο όχημα, εκτός από τον οδηγό, π.χ.: καυλόγκαζο μηχανάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.

(το παράδειγμα, άλλη ώρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified