Λέξη μεγάλης υβριστικής ισχύος, όταν αυτή λέγεται σε άντρα. (1) Ο δόλιος, ο σιχαμένος, ο άκρως αντιπαθητικός, (2) αυτός που θέλουμε να τον σαπίσουμε στο ξύλο.
Να τον προσέχεις αυτόν, είναι μεγάλο μουνόπανο.
Έλα εδώ ρε μουνόπανο αν έχεις αρχίδια.
Λέξη μεγάλης υβριστικής ισχύος, όταν αυτή λέγεται σε άντρα. (1) Ο δόλιος, ο σιχαμένος, ο άκρως αντιπαθητικός, (2) αυτός που θέλουμε να τον σαπίσουμε στο ξύλο.
Να τον προσέχεις αυτόν, είναι μεγάλο μουνόπανο.
Έλα εδώ ρε μουνόπανο αν έχεις αρχίδια.
Got a better definition? Add it!
Ο ψευτομάγκας, που μόλις του κάνεις ΜΠΟΥ!!! αυτός χέζεται.
.
Got a better definition? Add it!
Από το τσόντα + βίος.
Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.
-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που του αρέσουν οι άσχημες.
Ρε κοίτα τον μπαζογλείφτη...
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται κυριολεκτικά στο πέος, αλλά χρησιμοποιείται και ως υβριστικός χαρακτηρισμός.
Μας έχει κάνει το λεβίδι κατσαβίδι ο δικός σου, πολύ πρήξιμο μιλάμε.
Μού 'πε η δικιά σου να πάμε για καφέ, και μου κουβάλησε και το λεβίδι τον γκόμενό της μαζί.
Ετυμολογία: (αρχιδο)λεβιές + -ίδι, υπό την επίδραση μάλλον του αρχίδι.
Got a better definition? Add it!
Η χανιώτισσα ψώλα. Ο όρος ουσιαστικά αναφέρεται σε όλες τις γκόμενες που κατάγονται και ζουν στα Χανιά Κρήτης.
- Άντε μωρή χανιώλα.
Got a better definition? Add it!
Η λούγκρα.
λούγκρα + Λουκρητία = λουγκρητία.
-Κοίτα το Λέλο τη λουγκρητία ρε. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!». Τσκ τσκ...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια έχει ωραίο κώλο, πεταχτό, που τραβάει τα βλέμματα.
- Ρε φίλε κόψε ένα κωλαντεράλ που έχει η γκόμενα...
- Ναι, απίστευτος κώλος!
Ετυμολογείται απο το κωλάντερο (δες και δίνω το κωλάντερο στο χέρι), με τη μετριαστική γαλλόφερνη κατάληξη -άλ.
Got a better definition? Add it!