Further tags

Η γκόμενα που πάει με ΑΠΑΝΤΕΣ.

-Φίλε, εχθές γάμησα τη Μαρία. Εντωμεταξύ αυτή, έχει πάει με τον Πέτρο, τον Κώστα, το Δημήτρη, τον Αντρέα, τον Τάσο, ακόμα κι ο μανάβης της γειτονιάς την έχει πηδήξει.
-Ποια Μαρία λες ρε; Αυτή που της είχα ξεσκίσει τα βάρδουλα προχθές και την ίδια ώρα έπαιρνε τσιμπούκια από το Μιχάλη; Σου λέω είναι τσουτσουνοπαίρνοβα η γκόμενα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ σπάνιο ψάρι που συναντάται πάρα πολυ σπάνια στην παραλία της περιοχής Δουνέικα στο Νομό Ηλείας.
Προσοχή: Εάν τυχόν το συναντήσετε ποτέ, υπάρχει να σας μπει στο κώλο!

Πετράν και Αλέκος είναι καθ' οδόν για Δουνέικα.

Πέτρος:- Ρε μαλάκα τι ακούγετε «μπα μπα μπαπ» κατω απο το αμάξι;
Αλέκος:- Πουτσομούρες θα είναι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.

Πέτρος: Πω, πω Νίκο κοιτά ένα μουνί!!!
Νίκος: Τι μουνί ρε Πετράν, σαν πουτσομούρα είναι!!!
Αλέκος: Από τα Δουνέικα θα είναι ρε!!!

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κι αυτός είναι πούστης, όπως και ο πισωγλέντης και πολλοί πολλοί άλλοι.

Ακα: πουτσογλεντζές.

- Τον χορεύει τον καρσιλαμά ο Πέρι! Μεγάλος πουτσογλέντης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, κοινώς δια εμάς ο πούστης.

- Τον βλέπεις, όλο κουνιέται ο κωλοβρέχτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευνουχιστική γκόμενα, το αιδοίο οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata.

Ο όρος «μουνούχω» εφευρεθείς υπό του Βραστανδρός παράγεται από το ρήμα μουνουχάω= ευνουχίζω, με την θηλυκή κατάληξη «-ω», όπως «μαλάκω», και δίνει την έμφαση στον ευνουχισμό, και στην ψυχολογική διάστασή του, κι όχι σε οποιοδήποτε άλλο κίνδυνο ελλοχεύει στην δαγκανομούνα. «Ευνουχομούνα» για χάρη μεγαλύτερης ακρίβειας.

Βέβαια, το «δαγκανομούνα» παραμένει ο πιο πλούσιος σλανγκικά όρος κι έτσι το παρόν λήμμα αποτελεί απλώς ένα ταπεινό σχόλιο στην περιεκτική ανάρτηση της Mes, περιγράφοντας ένα θέμα, που έχει απασχολήσει και τα λήμματα οδοντογλειφίδα, η, οδοντόπαστα, η, δαγκωτό και πουτσοκεφαλοκλείδωμα.

Για τον Freud, ο μύθος της Μέδουσας που σε απολιθώνει με το πρόσωπό της σήμαινε αυτό ακριβώς το πράγμα, ήτοι το ευνουχιστικό αιδοίο, γι' αυτό προτείνω εναλλακτικά και τον όρο «Μύδουσα», κατά το «μύδι», που επίσης έχει απασχολήσει κατά κόρον την πρόσφατη βιβλιογραφία. Η «Μέδουσα» απασχόλησε και τον Sartre, που ανέπτυξε στην φιλοσοφία και λογοτεχνία του το θέμα του γυναικείου βλέμματος που σε απολιθώνει.

-Τι κάνει ο Δημήτρης;
-Δημητρούλα πες τον καλύτερα!
-Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω;
-Την θυμάσαι την γραμματέα του την Λάουρα;
-Αν την θυμάμαι λέει!
-Της είπε «σκύψε ευλογημένη» κι αυτή αντί να τα πάρει στην κράνα κυριολεκτικά, τα πήρε μεταφορικά και τού 'κανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα!
-Δηλαδή τον χάνουμε τον Μητσάκο;
-Ακόμα στην Εντατική είναι! Θα την γλιτώσει την ζωή του, αλλά σαν θα βγει, θα είναι σαν να τον εγχείρησε ο Tom Pusti!
-Έλα!
-Σου λέω, φοβερή μουνούχω!

"Η Μέδουσα", πίνακας του Peter Paul Rubens. (από Hank, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καυλί με την δεύτερη έννοια: «Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης». Κατά το «γόβα-στιλέτο».

-Φοβερό καυλέτο η Λίλιαν!
-Μες στην πρωτοτυπία είσαι ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published

Επίθετο, που προκύπτει από το «πεοφοβία» (ρωτήστε τις/ τους Γιαλόμες τι σημαίνει) και το στερητικό άλφα.

Σλανγκιστί σημαίνει τον αθεόφοβο γκέι που όχι μόνο δεν φοβάται το πέος, αλλά και το αναζητεί- επιζητεί. Δηλαδή είναι ο παραπάνω από κραγμένος, είναι ο αδίστακτος γκέουλας που δεν θα κάνει πίσω μπροστά σε τίποτα!

Μπορεί να χαρακτηρίσει και κοπέλα τελειωμένη, και κυριολεκτικά, εννοώ και γυναίκα.

Ο όρος εισήχθη στην σλανγκικήν από τον Ιησού.

- Τι κάνει ο Σάκης; Ακόμα το κάνει το ωτοστόπ;
- Αν το κάνει λέει! Γύρισε όλην την Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ σε νταλικέρηδες ο απεόφοβος! Ως το Μαρόκο έφτασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν κάποιος δικαιολογείται για κάτι που δεν κατάφερε.

Είναι συνώνυμο με το «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».

- Καλά ρε, τι καρσιλαμάδες σε χόρεψε ο Γιάννης χτες στον αγώνα, μιλάμε σου 'σκασε κάτι ντριπλίδια...
- Σιγά τον παίχτη, ήμουνα κουρασμένος επειδή την προηγούμενη μέρα γαμούσα την Μαίρη, αλλιώς ούτε μπάλα δεν θα ακουμπούσε.
- Καλά, καλά, την κοντή την πούτσα δεν την φταίει το μαλλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός και προσβλητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτη άτομο γένους θηλυκού. Από το ρήμα πετάω, απλούστατα σημαίνει ότι η θήλυ είναι για πέταμα (αν δεν έχει ήδη πεταχτεί στα σκουπίδια...).

Η πεταμένη είναι κάτι αντίστοιχο με τον τελειωμένο (συνήθως γένους αρσενικού): σε καμία περίπτωση όμορφη, με δυσκολίες εύρεσης συντρόφου (ερωτικού τε και πνευματικού), με ελάχιστους, αν όχι ανύπαρκτους, θαυμαστές.

Συχνάκις απαντάται η γνωστή έκφραση «είναι για πέταμα» ή και η γενική της ιδιότητας «του πεταμού».

- Θα σε αφήσω, δεν αντέχω άλλο. Όλες οι φίλες μου περνάνε σαν πριγκίπισσες, μόνο εγώ υποφέρω και μένω μαζί σου.
- Τι είναι αυτά που λες μωρή πεταμένη; Ποιος θα σε αντέξει με το χαρακτήρα που έχεις;

Ε, δεν την λες και άσχημη... (από ThomasTheBarbarian, 24/06/14)

Βλ. και του πεταματού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified