Further tags

Είναι το εντελώς χύμα παλικάρι, αυτός που δεν ασχολείται με τους τύπους και τα προβλεπόμενα, φοράει ό,τι νά 'ναι, κάνει τα δικά του και δεν πα να γ$%#@&* το σύμπαν. Ψιλορεμάλι βασικά, τα κίνητρά του έχουν μια ακαθόριστη σχέση με κάποια αντίδραση στο κατεστημένο, αλλά πιο πολύ η φάση είναι «άααααραξε μωρέ και δεν βαριέσαιιιι...» (ή αλλιώς: «ό,τι 'ναι νά 'ρθει θε να ρθει, κι αν δεν ερθεί, μαγκιά του!» [βλ. το σχετικό βίντεο])

Χρησιμοποιείται πάρα πολύ στον στρατό για τους φαντάρους (ή τους αξιωματικούς) που τα έχουνε όλα γραμμένα στ'@@ τους.

Από το γνωστό παρτάλι (κυριολεκτικά: το κουρέλι).

  1. (από εδώ)
    «ΥΕΑ στα τεθωρακισμένα είμαι [...] Βέβαια εκπαιδεύεσαι. Ο πιο πάρταλος δικός μας είναι καλύτερος από τον πιο τέντα φαντάρο (ή έστω από ένα καλό φαντάρο) αλλά τι να το κάνεις.»

  2. (από εδώ)
    «Τ/ΓΕΣ λόχο μεταφορών με κλειστά μάτια φίλε μου. Πολύ καλά στελέχη (άραγε ο Σίμος ο Λευτέρης και ο Πουπουνάκης είναι ακόμα στα πολιτικά οχήματα;) και αραλίκι. Βύσμα δεν χρειάχεται, απλά να έχεις κάμποσο καίρο δίπλωμα οδήγησης και να μην φαίνεσαι πάρταλος!!»

  3. (από εδώ)
    «Τώρα δηλαδή που ο μπυροθρεμμένος Μήτρο έβαλε 3 γκόλ τί ζόρι τραβάς πάλι; Μπόρεί το παιδί να είναι πάρταλος μεγάλος αλλά ρε γαμώτο όταν παίζει το κολλάει το παστέλι τι να κάνουμε;»

Απαράδεκτοι - "Ό,τι \'ναι νά \'ρθει θε να ρθει, κι αν δεν ερθεί, μαγκιά του!" (από Cunning Linguist, 07/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αφορά εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έπαψαν να είναι κουτόφραγκοι και να τρώνε βελανίδια ενώ εμείς τρώμε κοκορέτσια.

- Πήγα να πάρω δάνειο για εκείνο το εξοχικό στα Σέκλανα και δεν με δώσαν οι μαλάκες
- Ε καλά σε κάναν ρε ψηλέ, τι δάνειο και συ, αφού δεν πάνε καλά τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας.
- Ναι έχουν θυμώσει οι Ευρω-πέοι, αντί να μας δώσουν δάνειο θέλουν να μας κόψουν και το δώρο, τα μουνιά της λάσπης.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ανώτατο βαθμό αξιωματικού τεμπελχανά, μοναδικό καθήκον του οποίου είναι η λάξευση (ξύσιμο) των όρχεών του σε καθημερινή βάση και σε πολύ τακτά χρονικά διαστήματα. Τα διακριτικά του είναι σε σειρά ένα αστέρι, ένας όρχις και ένα νύχι (που δηλώνει την ιδιότητά του). Ταξίναρχους πολλούς συναντάμε στις δημόσιες υπηρεσίες (κυρίως), στον ιδιωτικό τομέα επιχειρήσεων, ακόμα και στο ίδιο μας το σπίτι ενίοτε.

  1. - «Ρε συ, χτες περίμενα δύο ώρες στον κισέ του ταχυδρομείου να παραλάβω το δέμα μου, και ο βλάκας ο υπάλληλος χαζολογούσε στο τηλέφωνο»
    - «Όπως φαίνεται, έπεσες σε ταξίναρχο»

  2. - «Ρε συ, αυτός ο καινούριος που ήρθε στην εταιρία, τίποτα δεν κάνει, όλη την ώρα στο pc είναι καθισμένος και μαλακίζεται»
    - «Κι αυτός ταξίναρχος είναι, όπως οι περισσότεροι εδώ μέσα»

(από patsis, 08/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Στον στρατό:) ο αξιωματικός ή το στέλεχος που έχει την κακιά συνήθεια να χώνει τους φαντάρους να κάνουν αγγαρείες, δουλειές και γενικότερα διάφορα πράγματα που το απόλυτο σάπισμα στο οποίο έχουν περιέλθει οι σειρούλες λόγω της θητείας τους σε καμία περίπτωση δεν τους επιτρέπει να κάνουν με τη στοιχειώδη καλή διάθεση. Άλλωστε κατά 99% κάποια βλακεία δουλειά χωρίς νόημα, τιμητική, μισθό και ένσημα θα είναι, οπότε το προληπτικό φίδιασμα επιβάλλεται!

  1. - Πού είσαι ρε μαλάκα και σε ψάχνει ο Σειρηνάκης;
    - Πάλι δουλειές θέλει να με φορτώσει ο Χοσέ γαμώ την τύχη μου;!

  2. (στο στρατιωτικό πρατήριο Λήμνου)
    Φαντάρος: Γεια...
    Λοχίας: Καλημέρα! Για φτιάξε τα πράγματα στα ράφια και πετάξου στις αποθήκες να φέρεις χαρτοπετσέτες που τελείωσαν. Και να έχεις τον νου σου γιατί σε κάνα μισάωρο θα έρθουν τα γάλατα, να τους χτυπήσεις τιμές και να τα βάλεις στα ράφια.
    Φαντάρος (μουρμουρίζοντας): Α ρε Χοσέ, γαμώ την καλημέρα σου!!

  3. (από το διήγημα «Μεσάνυχτα στην αίθουσα επιχειρήσεων» που γράφτηκε σε στιγμές βαρεμάρας στο στρατηγείο της ΑΣΔΕΝ)
    «[...]Τότε ο Χοσέ πρόβαλε μέσα στην αίθουσα με βήμα αργό, αθόρυβο. Πλησίασε τον νεαρό με το αγνό και ανυποψίαστο πρόσωπο. Ήταν μόνοι. Ο Τέντυ ένιωσε το στιβαρό, δασύτριχο χέρι του Χοσέ να ακουμπάει τρυφερά την πλάτη του και ψέλλισε, άθελά του, ένα επιφώνημα έκπληξης. Αμέσως ντράπηκε και χαμήλωσε τα μάτια.

«Ώρα να φύγουμε κι εμείς, να ξεκουραστούμε», του είπε γλυκά ο Χοσέ. «Ας περιμένουμε πρώτα τους αντικαταστάτες μας Κύριε», αποκρίθηκε ο νέος. «Είναι διαταγή», ανταπάντησε ο Χοσέ κι ένα μεγάλο -παιδικό θα έλεγε κανείς- χαμόγελο σχηματίστηκε στο όμορφό του πρόσωπο, μα τα μάτια του πρόδιδαν μια αναντίρρητη εντολή.»

(από alamo, 02/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ένα κομμάτι σχοινί (λεπτό περίπου 6 mm διαμέτρου) που από την μια μεριά έχει μια λούπα και από το άλλο το τραβάς αφού πρώτα έχεις βάλει στην λούπα ένα μικρο πανάκι και το έχεις τοποθετήσει μέσα στην κάννη ενός πυροβόλου όπλου.

Τραβώντας το μέσα από την κάννη την καθαρίζεις. Όσοι πήγαν στον στρατό να υπηρετήσουν την μαμά Ελλάδα το γνωρίζουν καλά. Έχει περάσει στην slang σαν προσβλητική ενέργεια προκειμένου να τόνε χώσει κάποιος στον βρωμόκολο κάποιου η κάποιας.

Σημειωτέον, είναι τέχνη να ξέρεις να χρησιμοποιείς την κωλοτρυπίδα σου για αιδοίον κατά μαρτυρία γνωστού μου κίναιδου - όχι τίποτε άλλο αλλά να προλάβω κάνα Βράστα να μου τη λέει («αυτοαναφορικό, ε;»).

Γιασά ρε Μήτσε με τα μάκτρο σου!!

Συζήτηση κολομπαράδων:
Ρε τόνε γαμάς αυτόνε τον πούστη;; — Όπα ρε μαλάκα, τι είναι ρε η πούτσα μου, σχοινοκαθαριστήρας;

Ο Σάκης παραθερίζει στις Κάννες. (από Vrastaman, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αναλαμβάνει να πιάσει - χωρίς να πέσουν κάτω - την σακούλα με τα σουβλάκια που πετάει ο σουβλατζής από έξω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου προς τα μέσα. Παίζουν και στοιχήματα: αν του πέσουν κάτω, χάνει τα δικά του σουβλάκια ή πληρώνει την παραγγελία όλων.

Από το νετ.

- Χώσε ρε τον νέουρα από πλούσιο μπαμπά να κάνει τον καλαθά στην βορειοδυτική γωνιά μπας και του πέσουν να φάω απόψε τσάμπα γιατί είμαι πανί με πανί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον που είναι αδερφή, αλλά πλέον και για γυναίκα με πολυτάραχη ερωτική ζωή. Προέρχεται από τη στρατιωτική slang.

Ο Άρης ρε; Τη γυαλίζει την κάννη, σου λέω!

βλ. και την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιός φαντάρος, στη στρατιωτική σλανγκ. Υπάρχει και ο μεταγενέστερος, ψευδοκαθαρευουσιάνικος τύπος «παλαίουρας».

- Ο Μηνάς όλο αράζει, εμείς έχουμε γαμηθεί στο γόπινγκ.
- Ε, γίνε κι εσύ πάλιουρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο εξόχου γκαντεμιάς, κωλοκατάστασης και εν γένει ανεπιθύμητων εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα και τομείς (π.χ. σχέσεις, εργασία, στρατό, τροχαίες παραβάσεις καιτελειωμόδενέχει...)

Εβραίος χρησιμοποιείται στο στρατό για φαντάρους μουλτιπιπωμένους, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει στα καλά καθούμενα, απροειδοποίητα και καθ'εξακολούθηση.

Να μην συγχέεται με τον Μητσοτάκη, σπανίως η γκαντεμιά του τσιμπουκομαγνήτη φέρει παράπλευρες απώλειες, είναι επί το πλείστον αυτοκαταστροφική.

Αντίθετο του κωλόφαρδου!

  1. - Τί'ν'αυτός ο Λάκης ρε, δέκα αυτοκίνητα παρκαρισμένα παράνομα, μόνο το δικό του έγραψε η τροχαία.
    - Τσιμπουκομαγνήτης, λέμε, τσε βάλε!

  2. - Πάλι τιμωρημένος ο Καραμήτρος; Τί έγινε;
    - Τι να γίνει, κοιμόταν στο σκοπέτο.
    - Από πίπα σε πίπα τον πάει ή μου φαίνεται;
    - Έλα ρε, διάσημος τσιμπουκομαγνήτης το παλουκάρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λουφάρει, που την κάνει με ελαφρά όταν τον καλεί το καθήκον, που κάνει τον γερμανό όταν πρόκειται να του ανατεθεί κάτι. Παλαιός και ακόμη δόκιμος σλαγκοόρος, που έχει μπει και σε κάποια λεξικά. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο στρατό.

- Πάλι αγγαρεία σε χώσανε, ρε;
- Ναι, αλλά αυτή τη φορά θα δώσω 20 Ευρώ στο γύφτο να την κάνει.
- Α, ρε λουφαδόρε! Μη σε πάρουνε πρέφα μόνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified