Further tags

Μοδίστρα(ς) λεγόταν ο αμφιβόλου σεξουαλικού προσανατολισμού ναύτης, πολύ παλιά, βλ. έφαγα το καβλί του ναύτη = ταλαιπωρήθηκα, έφαγα ζόρι / πούτσα / γαμήθηκα κτλ.

Παίζει να προέρχεται απο την παναθεματισμένη τη ναυτική στολή, που θέλει σιδέρωμα, πέντε τσακίσεις, μπελαμάνα, κολαρίνα, λιγαδούρα, ίσιωμα το μαύρο μαντήλι, κορδέλλα με φιόγκο στην ασπιρίνη, παντελονόκουμπα που ανοίγουν μπροστά κι έχει δυο ματζαφλάρια στο πλάι, δηλαδή μπορεί και να σου πάρει κανά εικοσάλεπτο να ντυθείς...

Ο Τσιφόρος, αφιερώνει μια σχετική ιστορία «Ο Μοδίστρας» στα «Παραμύθια πίσω απο τα κάγκελα», με ένα ναύτη που αναγκάζεται ένεκα εκδουλεύσεως, να κάνει παραχωρήσεις εσωτερικής καύσεως ... Φαίνεται οτι ενώ το σώμα τραβάει αμφότερα τα φύλα
(βλ. Μοσχολιού «ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία», «ένα ναυτάκι αγάπησα κι εγώ» κτλ.), εν τούτοις, οι πουρές λούγκρες κάνουνε άγριο κυνηγητό στα ναυτάκια, όπως φαίνεται και απο την εμμονή του μεγάλου Τσαρούχη. Άλλωστε και οι ίδιοι οι ναύτες χαριεντίζονται μεταξύ τους, πετώντας ψευτοαδερφίστικα αστεία και προσφωνήσεις (π.χ. πού' σαι μωρή κυρία; / Μωρή κληρού / Μωρή κοπέλα κτλ). Το' χει η μπελαμάνα φαίνεται ...

Μάλιστα, σώζεται και η εξής αληθινή ιστορία: Κάποιος γνωστός γεροπούστης, εθεάθη Μεγάλη Παρασκευή αλαμπρατσέτα μ' ενα χαρτζηλικωμένο γαργαρότεκνο. Μια πικαρισμένη πουρόλουγκρα που τους εμπάνισε, είπε χαριτολογώντας στη «δικιά της»:

- Μωρή δε ντρέπεσαι; Μεγάλη Βδομάδα ν' αρταίνεσαι;

Η απάντηση ήρθε ατάκα:

- Καλέ δε βλέπεις; Θαλασσινό, νηστίσιμο!

- Ρε παιδιά, εντάξει ο φιόγκος; Μια ώρα τον πατικώνω...
- Φύγε απο 'δώ μωρή μοδίστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκούλια αποκαλούνται οι φέροντες κουκούλες και κραδαίνοντες μολότοφ διαδηλωτές.

Τα γνωστά-άγνωστα κουκούλια είναι πράκτορες της ασφάλειας κατά μερικούς, κωλοτρίφτες του ΣΥΝ κατ’ άλλους, ο ανθός της Ελληνικής νεολαίας κατά τους ίδιους.

- Το μόνο παράδοξο που βρίσκω εγώ είναι ότι ούτε λίγο ούτε πολύ (ο «Ριζοσπάστης») λέει (παραδέχεται;) ότι τα «κουκούλια» είναι «προϊόν» της ασφάλειας. Κάτι που με κάνει να απορώ πως και άφησε ο Περισσός να περάσει τέτοια αναφορά στο «Ρίζο»! Αφού ως τώρα υποτίθετο ότι τα «κουκούλια» είναι «παρά» τον ΣΥΝ, ο οποίος και τους χάιδευε τα αυτάκια.
(από εδώ)

- ...λίγο πιο κάτω δεν έχει ένα ποστ που αναρωτιόταν «τι κάνει η αριστερά» ή κάτι τέτοιο; Μάλλον νομίζει πως αυτοί που διέλυσαν την Αθήνα απόψε είναι μερικά κουκούλια και συναφή κωλόπαιδα. Σε άλλη πόλη ζουν.
(από εδώ)

\'Ετσι αυτοπροσιορίζονται τα κουκούλια (από Vrastaman, 30/06/09)είναι κουλ το κουκουλ... (από BuBis, 30/06/09)Burka-chic είναι très koo-kewl! (από Vrastaman, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Ο ατσούμπαλος ναυτάκος. Από την αλήστου μνήμης ταινία με το Μόσιο «Ο Ταμτάκος στο ναυτικό» (τύφλα να ' χει ο Λαρς φον Τρίερ ...)

Πιλάφι:
- Πού πα' ρε ταμτάκο;
Στραβόγιαννο:
- Με στείλανε να φορτώσω καύσιμα για άπαρση του Γλαύκου.
Πιλάφι:
- Δεν έχει έρθει το σήμα ακόμα. Έλα αργότερα ...

Σκηνοθεσία: Τάκης Βουγιουκλάκης (1985).  (από poniroskylo, 25/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Π. Ναυτικό, έτσι αποκαλείται ο βαθμοφόρος (Δον πιλάφας), που σε χώνει γλυκά (κατά το killing me softly with his song), ήτοι σου χώνει μπαλάκι μεν, αλλά προϊούσης της ιεραρχίας, της ευγένειάς του και του γεγονότος ότι ο και ίδιος δίνει το καλό παράδειγμα εργαζόμενος σκληρά, δεν μπορείς να αρνηθείς ή να κάνεις την κορόιδα, δε.

Συνήθως, σου μιλάει γλυκά, ευγενικά, απευθύνεται στο φιλότιμό σου και χρησιμοποιεί τα ρήματα στον πληθυντικό αριθμό, στην υποτακτική και με ένα ερωτηματικό στο τέλος: «Ρε συ Χρηστάρα, να πάμε μια τα σκουπίδια έξω;» Πονηρό το πιλάφι.

- Τί γίνεται ρε ; Πήγε 3 η ώρα. Δε θα πα' να την πέσεις ;

- Τί να κάνω, έχω το γλυκοχώστη άλφα-φι σήμερα και μου' χει αλλάξει τον ανανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική αργκό.

Ο τσάτσος του οπλονομείου (= επιλοχάδικο στους στρατέους, δηλ. του γραφείου, που υπάρχει σε κάθε υπηρεσία και που βγάζει βάρδιες, αγγαρείες κλπ. βλ. χωσίματα). Ο τύπος αυτός έχει την εξουσία να βγάζει τις βάρδιες-αγγαρείες και (φυσικά) ευλογεί τα γένια του πρώτα και άμα λάχει και τους κληρούχες του και οι άλλοι να πάνε κατά Καπερναούμ. Να το κάνουμε και κέρματα: Αυτός δεν μπαίνει ποτέ ένδον και μοιράζει εντελώς άδικα και καμιά φορά και σκόπιμα μπαλάκια στους άλλους, με τις ευλογίες του οπλονόμου (συνήθως ανθύπα μπακαούκα). Στην ερώτηση αφελούς, τύπου: «Πώς είναι δυνατό να γίνεται αυτό;», η απάντηση είναι εύκολη.

  1. Τα πιλάφια δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν τα βύσματα,

  2. Τα πιλάφια δεν θέλουν ν' αναλάβουν την ευθύνη της διανομής χωσιμάτων, για να μην δυσαρεστήσουν τους λοιπούς ναύτες (δεν ξέρεις ποτέ τί βύσμα έχει ο άλλος) και, το κυριότερο,

  3. Δεν συμφέρει το στράτευμα η ομόνοια των στρατευμένων (βλ. Άστους να σκοτωθούνε μεταξύ τους ...)

- Είδα το χοντρό απ' το θάλαμο στον Πόρο.
- Μπα; Τί κάνει αυτή η ψυχή;
- Έγινε οπλονομόπαιδο στον Παλάσκα και τους έχει πάει αίμα όλους, ο πούστης!
- Ούου στο διάολο το κωλόβυσμααααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκομμένος τύπος του εξοδούχος. Νεολογισμός που ευδοκιμεί στον ένδοξο Έψιλον Σίγμα (Ελληνικός Στρατός ντε), αυτή την κοιτίδα ανανέωσης της πατρίου ημών γλώσσης.

Γραμματικώς, είναι κατηγορηματικός προσδιορισμός, περιγράφει δλδ μια μη μόνιμη ιδιότητα του υποκειμένου, π.χ. ο Γιώργος είναι εξόδου απόψε (αλλά αύριο ποιος ξέρει, παίζει να τον φάει η μαρμάγκα και να χτυπήσει καμιά γερμανικούρα).

Διατί η συντόμευσις; Διότι στας ατελείωτας ώρας εντός του στρατοπέδου, τα κωλοφάνταρα, μη έχοντας πως να σκοτώσουν το χρόνο τους, ασελγούν επί της γλώσσας, όπως ακριβώς οι φυλακισμένοι και άλλες «ειδικές» πληθυσμιακές ομάδες. Πάνε κόντρα στην ορθοδοξία της επίσημης γλώσσας, και μεταχειρίζονται τους λόγιους τύπους της με τη δέουσα ασέβεια, όπως ακριβώς τους αξίζει: ακρωτηριάζοντάς τους.

Η φανταρίστικη ασέλγεια δεν περιορίζεται μόνο επί της γλώσσας. Ενίοτε επεκτείνεται και στο ίδιο το σώμα του φαντάρου (τατουάζ, τσαμπουκάδες, ντραγκς) ή - ακόμη καλύτερα - στο σώμα των συστρατιωτών του. Υπάρχουν διάφορα εξαιρετικά βίαια φανταρίστικα παιχνίδια για σκότωμα της ώρας, π.χ. ο περίφημος βεζίρης. Σε ακόμη πιο εξτρήμ καταστάσεις, λένε απλά πως στο στρατό ανακαλύπτεις τις κρυφές σου κλίσεις. Αλλά δε συνεχίζω μ' αυτά διότι αποτελούν αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Και κάτι τελευταίο. Το εξόδου ακούγεται και σαν γενική του έξοδος, κι όλοι έχουμε καταλάβει τα τελευταία χρόνια πόσο πιασάρικες είναι αυτές οι γενικές που αντικαθιστούν ονομαστικές, π.χ. ο τύπος είναι παμπλούτου (αντί πάμπλουτος), η κατάσταση είναι απαλεύτου (αντί απάλευτη), αυτά που μου λές είναι απιστεύτου (αντί απίστευτα) κ.ο.κ.

(στην παραμεθόριο)

- Μαλάκα, το βρίζουμε το κωλονήσι που μας στείλανε, αλλά έχει και τα καλά του. Πήγα χτες σ' ένα μπουρδελάκι στην πόλη που μου είχαν πει, κι η κοπέλα τα έσπαγε! Το καλύτερο τσιμπούκι της πενταετίας, άσε που τέτοιο θεόμουνο δεν παίζει με την καμία να γαμήσεις σε νορμάλ φάση. - Ναι ε; Καλά, θα πάω αύριο που είμαι εξόδου να ρίξω ένα βλέφαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βρωμιάρης κι ατημέλητος (λόγω βαρεμάρας ή εκ πεποιθήσεως κι όχι λόγω ανέχειας ή κάτι τέτοιο).

Από το «βρωμύλος» και το «βρωμόκωλος».

Αυτός που το είπε (πραγματική περίπτωση), απλά πήγε να πει για κάποιον κάτι απ τα δύο, αλλά τελικά μην έχοντας αποφασίσει προς στιγμήν ποιο θα χρησιμοποιήσει, τα ένωσε λίγο κι έκανε το «βρωμίκωλος».

Δηλαδή ήταν λέξη που ειπώθηκε, αλλά και σχηματίστηκε, κατά λάθος. Αλλά παρέμεινε...

...αυτός είναι βρρρωμ...ί...κωλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του αρχιεπιστολέα, συνήθως υψηλόβαθμου (αρχιπλοιάρχου, ναυαρχούκου κτλ) προϊσταμένου κεντρικής υπηρεσίας του ναυτικού.
Σλανγκιά του πολεμικού ναυτικού.

Τί θα γίνει ; Θα υπογράψει ο αρχιπιστολέρο να πούμε, ν' απολυθούμε καμιά φορά ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αισθάνεται ο πρώιμα ξεψαρωμένος νεοσύλλεκτος φαντάρος, κατά την γνώμη των λεουροειδών.

Νέος! Αισθάνεσαι παλιός αγόρι μου; Καλάαααα. Θα βρέξει το βράδυ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντρογυναίκα, η γυναίκα αλόγα, η ψηλή και άχαρη, η νταρντάνα στα χειροτερότερά της, αυτή που θα πεθάνει από καρκίνο του προστάτη. Μπορεί να είναι και τζιβιτζιλού, μπορεί όμως και να μην είναι.

Καθόσον η χρήση της έκφρασης προϋποθέτει μια έστω στοιχειώδη εξοικείωση με την πολιτική και τα διεθνή θέματα, θα την ακούσεις κυρίως σε πιο ιντελεκτουέλ / κολωνακιώτικους κύκλους, που αποφεύγουν συνειδητά την αναπαραγωγή λαϊκάντζικων και κακόηχων λέξεων, όπως οι παραπάνω.

Ο συνταγματάρχης Μουαμάρ ελ Καντάφι, δικτάτορας κατ' ουσίαν της Λιβύης από το 1969, είναι ένας ζωντανός πολιτικός θρύλος. Η εκκεντρικότητά του ξεπερνά κάθε όριο. Μορφή υπερτεράστια και γκροτέσκα, τροφοδοτεί με τα καμώματά του τα διεθνή Μήδια σε συνεχή βάση. Ιδίως οι διεθνείς επισκέψεις του φέρνουν σε περιφερόμενο τσίρκο, ένα πανηγύρι του τρελού: στήνει τη βεδουίνικη σκηνή του στα πάρκα των πόλεων, πραγματοποιεί αυτοκρατορικές εμφανίσεις με κουστωδίες και παράτες και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.

Οι επισκέψεις του Καντάφι είναι όμως κι ένα πανηγύρι του μουνιού, καθώς ο ίδιος, γνωστός μουνάκιας, συνοδεύεται πάντοτε από καμιά σαρανταριά και βάλε γυναίκες-σωματοφύλακες, για την προστασία του από τους κακούς απογόνους των αποικιοκρατών. Οι γυναίκες αυτές είναι και καλά πολεμικές μηχανές, εκπαιδευμένες σε ειδική κανταφοσχολή, δεμένες με όρκο ζωής και θανάτου προς τον ηγέτη. Υποτίθεται - εδώ γελάμε - πως παραμένουν παρθένες, οι κακές γλώσσες όμως λένε πως ο Καντάφας τις έχει περάσει από ένα χεράκι, έτσι να ξέρει τι ψωνίζει ο άνθρωπας..

Τα ιντερνάσιοναλ Μήδια αρέσκονται να τις ανεβάζουν και να τις κατεβάζουν ως ωραίες και σεξουλιάρικες, όμως η θλιβερή πραγματικότητα είναι πως οι περισσότερες μοιάζουν σα να έχουν τρακάρει με τρόλεϊ, μπαζόλες, ανδροειδή του κερατά... Αυτά βέβαια ισχύουν μάλλον για τα εκλεπτυσμένα λαϊφσταλάδικα γούστα μας, ενώ ως γνωστόν περί ορέξεως κολοκυθόπιτα..

- Μαλάκα πως σου φαίνεται η Γεωργία η ρεσεψιονίστ; Μου σκάει κάτι χαμόγελα τον τελευταίο καιρό όταν μπαίνω, κόλαση σε λέω...
- Εσύ αγόρι μου πρέπει να 'χεις να γαμήσεις πολύ καιρό. Ή μήπως να σου συστήσω κανά καλό οφθαλμίατρο; Ρε δε τη βλέπεις πως είναι η γυναίκα, καμήλα με τα όλα της, σαλάχι, υβρίδιο, ιππόκαμπος, σωματοφύλακας του Καντάφι και δε συμμαζεύεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified