Συμπαθητικό άτομο με κρεμαστά μάγουλα και ύφος για λύπηση, ανεξάρτητα από την πραγματική διάθεση που έχει. Θυμίζει έντονα το καρτούν Droopie. Ο όρος ίσως είναι ιδιωματικός, σκοτεινού ετύμου.
Συμπαθητικό άτομο με κρεμαστά μάγουλα και ύφος για λύπηση, ανεξάρτητα από την πραγματική διάθεση που έχει. Θυμίζει έντονα το καρτούν Droopie. Ο όρος ίσως είναι ιδιωματικός, σκοτεινού ετύμου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κρητικός ιδιωματισμός για τα κορίτσια της τρυφερής ηλικίας των 12-16. Στην ηλικία αυτή οι δροσερές νεαρές δεν έχουν αναπτύξει ακόμα τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου (δηλαδή τα στήθη δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα σε μπαλκόνια και η λεκάνη διατηρεί ακόμα μία ίσια γραμμή) και ο σωματότυπός τους δεν διαφέρει και πολύ από τα αγόρια (κοπέλια) της ίδιας ηλικίας. Παρόλα ταύτα τα «τουρναράκια» αποτελούν μια ιδιαίτερα δημοφιλή κατηγορία στις «ατζέντες» των καμακιών, ιδιαίτερα αυτών που ακολουθούν το μότο: «Αν η γυναίκα βγάλει δόντια...».
Τα τουρναράκια έχουν επηρεάσει και τον κρητικό πολιτισμό, αφού έχουν γραφτεί τραγούδια -όπως το ομώνυμο «Τουρναράκια»- που εκθειάζουν το μεγαλείο τους...
[I]Τα κορίτσα σερνικά τα λένε τουρναράκια
και χορό τον είχανε τα ντελικανιδάκια
τουρναράκια τουρναράκια ντου και παλαμάκια...[/I]
(εδώ).
Ο Σήφης με τον Μανωλιό πίνουνε ρακές...
Σήφης: - Πάμε τ' απόγεμα για τουρναράκια;
Μανωλιός: - Κουζουλάθηκες μωρέ;; 30 χρονών μαντράχαλοι τουρναράκια θα κυνηγάμε; Θες να μας κλείσουν μέσα;; Και δεν πάμε...
Got a better definition? Add it!
Ο ανήξερος, ο «Γερμανός», ο «Κινέζος».
Παλιομοδίτικη μάγκικη και εν γένει μικρασιάτικη λέξη, από το τουρκικό bilmem (= δεν ξέρω).
Τι μου παριστάνεις τώρα, ρε Σπύρο; Τον μπιλμέμ μου παριστάνεις;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που τη λένε για αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν λόγω εγωισμού ή μαλακοτριφτικότητας εγκεφάλου. Δεν μπορούν να κάνουν με άλλους παρά μόνο αν ακούγονται μόνο μα μόνο αυτοί. Έτσι διαλύουν τις παρέες τους ή τους συνεταιρισμούς στα επαγγελματικά ή τις οποιεσδήποτε σχέσεις τους, επειδή δεν μπορούν με άλλον. Αυτοί οι τύποι είναι κατά κανόνα μόνοι τους. Όταν λοιπόν βρεθούν δυο ή περισσότεροι τέτοιοι μαζί, πριν ακόμη μαλώσουν ή μετά, λέμε: «Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται».
Φράση συνηθισμένη στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία.
- Ο Χάρης με τον Μπάμπη άνοιξαν νετ καφέ.
- Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται, γρήγορα θα το κλείσουν.
- Καθόταν στο καφέ και οι τρεις χωριστά, ο καθένας από ένα τραπέζι. Είναι συνομήλικοι και πήγαν μαζί σχολείο και νομίζεις δεν γνωρίζονται.
- Τα γαϊδούρια κοπάδι γίνονται ρε Γιάννη; Λες και δεν ξέρεις...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μη Γύφτος στα Γύφτικα, ο μπαλαμός [θηλυκό: ι γκατζί (όχι με ήτα, γιατί αυτό το -ί είναι ινδικής προέλευσης), πληθυντικός για όλα τα γένη: ε γκατζέ]. Το τελικό -ς προστίθεται για τον εξελληνισμό της λέξης στο στόμα ελληνοφώνων. Παρόμοια χρησιμοποιούν οι Γιαπωνέζοι τον όρο gaijin (που μάλλον δεν σχετίζεται ετυμολογικά με το «γκατζό»).
Ήρθαν κάτι γκατζέ (πληθ.) και ρωτάγανε άμα ξέρουμε τίποτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος (στην πυργιώτικη αργκό).
- Αμάν, σκοτώθηκ' απάνω στη γωνιά του τραπεζού!
- Αφού 'σαι αντούβιανος, μάνα μ', τι περμένεις;
Επίσης και αντούβγαινος και αντούβιανο(ς)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος ή αντούβιανος, ο άγαρμπος, χωρίς χάρη και ισορροπία στις κινήσεις του (στην κεφαλλονίτικη slang). Συχνό σε άτομα με «σύνδρομο του Μαρφάν».
Ο όρος μάλλον από το στερητικό α- και το ουσιαστικό (ν)τάρα (= το αντίβαρο).
- Για τήρα το Λέλο, προβατεί και μπουρδουκλώνεται.
- Πούθε πηαίνεις ωρέ άταρεεε; (κράξιμο)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αγόρι στα γιούφτικα (Ρομανί), άλλως: τσαβό.
Υπάρχει και ι ρακλί, το κορίτσι. Πληθυντικός για όλα: ε ρακλέ.
- Σο κερές, ρακλό;
- Ρακλί είμαι ρε μπουλιάκο, σε μπερδεύει το μουστάκι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πόρνη στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό fahişe, αραβικής ή περσικής προέλευσης.
- Αρίσταρχε, να σου εξηγήσω... δεν είναι αυτό που νομίζεις...
- Άι σικτίρ μωρή φαχισέ, που μου κάμνεις και τη μπιλμέμ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τζεντζερές ή τζέντζερης: στα Πολίτικα και στα Ποντιακά είναι οικιακό μαγειρικό σκεύος. Κάποιοι το παραβάλλουν με το γνωστό μας τέντζερη, δηλαδή, την κατσαρόλα.
Χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη από κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, σε περιοχές όπως η Ημαθία, οι Σέρρες, η Κομοτηνή κ.α., όπου οι Ποντιακές καταβολές του καθημερινού λόγου δεν έχουν ακόμη εξασθενίσει.
Ως χαρακτηρισμός προσώπου χρησιμοποιείται σαν υβριστικό της διανόησης, συνώνυμο της βλακείας, ομόηχα με τον «τενεκέ» (θυμηθείτε τον «τενεκέ ξεγάνωτο» του αειμνήστου Βαγγέλη Γιαννόπουλου)...
σο σπίτ ντ'εμπαίνει ο τζεντζερές...και κάθεται σο κρύον
Got a better definition? Add it!