Εντελώς (παραλλαγή: ντιπ-για-ντιπ.)
Είσαι ντιπ-για-ντιπ μαλάκας;
Εντελώς (παραλλαγή: ντιπ-για-ντιπ.)
Είσαι ντιπ-για-ντιπ μαλάκας;
Βλ. και μπίτι, μπήτι
Got a better definition? Add it!
Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Got a better definition? Add it!
Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.
- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...
Got a better definition? Add it!
Ο κομμάτιας, κυρίως λόγω αϋπνίας. Η κατάσταση συνοδεύεται από ηλίθιο, σπαστικό γέλιο, χωρίς πραγματικό λόγο.
- Είμαι να την πέφτω φίλε. Χαχαχα! Είμαι τελείως μανούρι... χαχαχα
Got a better definition? Add it!
Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Got a better definition? Add it!
στειλιάρι, στυλιάρι
Κατάσταση υπερβολικής μέθης κατά την οποία η αντίδραση σε οπτικοακουστικά ερεθίσματα είναι ανάλογη αυτής του ξύλινου χερουλιού τσάπας ή γκασμά.
Πολύ και αγριοβάρβαρο ξύλο. Συντάσσεται με το τρώω ή / και ρίχνω.
Άσ' τον ρε, δε βλέπεις ότι το παιδί είναι στειλιάρι;
Και εκεί που κάνω παιχνίδι με τη μικρή, πετάγονται 3 και μου ρίχνουν ένα στειλιάρι... 8 έπεφταν 1 μέτραγα.
Got a better definition? Add it!
Όταν αισθάνεσαι ένα συνδυασμό σκοτεινού συναισθήματος κι απόγνωσης. Σε σημείο που να μη μπορείς να κάνεις τίποτα ώστε να το αλλάξεις / διορθώσεις. Όση προσπάθεια και να κάνεις, πάλι «ζόφος» θα 'ναι.
Επίσης, η κατάσταση που συναντάς σε μαζικούς χώρους, π.χ. στο Πανεπιστήμιο, η οποία ναι μεν είναι αφόρητη κι απάλευτη, αλλά και πάλι δεν κάνεις τίποτα, παραμένεις εκεί προσκολλημένος.
Ο τύπος που βαριέται αφόρητα... που στέκεται εκεί στο σημείο μηδέν χωρίς να σαλεύει. Ο τύπος που είναι σε φάση μη κατανόησης του τί συμβαίνει γύρω του.
Προσοχή! Όχι για καταστάσεις μεταφυσικές, που έτσι κι αλλιώς ψιλοχρησιμοποιείται, αλλά για τη καθημερινότητά μας.
Χρησιμοποιείται με το ρήμα: «κάνω».
Είσαι ζόφος;
Got a better definition? Add it!
Χαμένος από χέρι, χωρίς περίπτωση θετικού αποτελέσματος ή έκβασης.
Καλά ρε, σε αυτό το ψωράλογο έβαλες όλα σου τα λεφτά; Αυτό είναι καμένο χαρτί.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που οι πράξεις του ή τα λόγια του δεν βγάζουν κανένα νόημα και δεν έχουν κανένα σκοπό. Αλλιώς: ο Ό,τι να 'ναι.
- Τι ασυναρτησίες λέει αυτός τόση ώρα; - Άφησε τον στο κόσμο του, είναι τελείως κουκουρούκου.
Got a better definition? Add it!
Για τον πούτσο, άχρηστο.
Τι κινητό είναι αυτό που δεν έχει ούτε κάμερα, για τον πέουλα είναι.
Got a better definition? Add it!