Further tags

Ο μαρτυρικώς καυλοσφαδάζων και καυλοπυρέσσων.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Μόλις ετελείωσε ο τριπλούς οργασμός, η Τζέην εξ οίκτου δια τον λαγνοσφαδάζοντα ανικανοποίητον μολοσσόν της... (ΛΟΓΟΚΡΙΝΕΤΑΙ!)
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 122)

Αισθητοποίησις της κυνογαμευθείσης κορασίδος. (από Khan, 01/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλιδερό, έγκαυλο τε και καυλωτικό.

Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά που χρησιμοποιούσε κι ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας ο Εμπειρίκος.

  1. Τι θα έλεγε άραγε ο κύριος Μακ Γκρέγκορ,εάν εμάνθανε ότι προ μιας και ημισείας ώρας, η μαμά της, αυτή η σοβαρή και ευγενική κυρία, είχε κάμει και αυτή μ α λ α κ ί α ν, όπως τα μικρά καυλιάρικα κορίτσια;
    (Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 129)

2.
Ένα ξανθό καυλιάρικο MILF που θα ήθελες να πηδήξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγνοβοών ιαχάς ερωτικάς ή / και γουτσισμούς από την υπέρμετρον καύλαν του.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Λυσσώντες και καυλοβοώντες κατά τον Εμπειρίκον, ηργάζοντο επί δεκατετραώρου βάσεως , ωστε η κρατική μηχανή να εργάζεται με ακρίβειαν του υπολογιστού των Αντικυθήρων!
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλιάρικο ή καυλιδερό υποκείμενο ή αντικείμενο, προκαλεί άμα τη εμφανίσει στύσεις. Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά, προσφιλής και στον σλανγιωτάτο ποιητή Ανδρέα τον Εμπειρίκο.

Ψευδογαλλιστί: καυλωτίκ.

Και η ψωλή του ανδρός, επάνω εις το μουνέττον, τι κολοσσός, πόσον σκληρά και πόσον φουσκωμένη! Και η χειρ του, επάνω στα βυζέττα της, πόσον αδρά και ισχυρά! Και τα μάτια των εραστών, πόσον στιλπνά και λιγωμένα! Και η κορασίς, πόσον καυλωτική και καυλωμένη!
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 41)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκπέμπω, παίζω ή, απλούστερα, είμαι στα fm σημαίνει ότι το βάρος μου κυμαίνεται από 87,5 έως 108 κιλά, όσο δηλαδή και τα MHz της συχνότητας σε αυτήν τη ραδιοφωνική μπάντα.

Αστεϊσμός για να τοποθετήσει κάποιος τον εαυτό του εντός (ή εκτός) ενός υποτιθέμενου ορίου βάρους.

- Τι δίαιτα και μαλακίες, μια χαρά είσαι!
- Ναι, μια χαρά αλλά χτυπήσαμε κατοστάρα.
- Όσο εκπέμπεις στα fm δεν έχεις ανάγκη. Φάε σκουμπρί, γαμάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προσφωνείται απαξιωτικά αλλά με πραότητα όταν κάτι πρέπει να υποβιβαστεί.

- «Σήμερα στον ΑΝΤ1 τα καλλιστεία για την Miss Ελλάς 2016».
- Της ψωλής μου τα μαλλιά. Άλλαξε κανάλι ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλοπυρέσσων ψώλων, εις της ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Καυλόψωλε!... Άααααχ!... Άαααα!... Άαααα!... Ώωωωω!... Άααααχ!... - Ώωωωωχ!... Ώωωωωχ!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μούνα!... Μουνίτσα!... Γλυκομουμούνα!...
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 40)

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σφόδρα καυλοπυρέσσων, ο σπαρασσόμενος από την την κραταιάν του στύσιν.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Τέλος, ενώ της έγλειφε πάντοτε εν τη πραματικότητι ο φύλαξ, η Φλώσσυ εφαντάσθη ότι ο πεόμορφος κρουνός μετετοπίσθη και ότι, έχων γεμίσει τον λουτήρα έως τον λαιμόν της, εστάθη παλλόμενος προ του ανοικτού της στόματος, και ότι έχυνε εντός αυτού αύθονον παχύ σπέρμα ως αληθινή ψωλή, ψωλή μεγάλη ως πέος ίππου ή όνου, ενώ εκείνη, καυλοσφαδάζουσα και ηδονιζομένη σφόδρα εις την φαντασίωσίν της, όπως και εις την πραγματικότητα, εδέχετο το ψωλόχυμα εν τη φαντασιώσει της, όπως μια διψαλέα γη δέχεται εν καιρώ θέρους και κατά την διάρκειαν φοβερού καύσωνος, μίαν καταρρακτώδη βροχήν, πίνουσα και καταπίνουσα το ανεξάντλητον σπέρμα, όπως η πυρωμένη γη τον χειμαρρώδη όμβρον.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 35)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία τςη προσφιλούς σε όλους φυλής των κλαρινογαμπρώνε. Ο κλάριν αποτελεί την μετεξέλιξη του βλαχοκυριλέ κάγκουρα:

  • Συχνά φέρει μαλλιά μακριά από πάνω (αλλά ξυρισμένα στα πλάγια), μπλουζάκι με V μέχρι τον μπούτσο (à la μαγιό του Borat), αμάνικα μπουφάν, παντελόνια-σωλήνες και πατούμενα Air Max.
  • Ενίοτε κραδαίνει μπλιμπλίκια τ. Apple χάριν εντυπωσιασμού, αλλά δεν το' χει καθόλου με την τεχνολογία.
  • Τσακωμένος με τα σαπούνια, ο κλάριν καμουφλάρει την βουκολική του οσμή θυμαριού και φασκόμηλου με σφοδρά αποσμητικά τ. Axe.
  • Από τους χίπστερ, δανείστηκε μούσια και τα τατουάζ, χωρίς όμως ειρωνικές αναφορές. Περισσότερο χιπστεροκάγκουρες, σε αντίθεση δε με τους «γνήσιους» χιπστεράδες δεν έχουν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, ανησυχίες ή φετίχ (πέραν του να πηδήσουν - συνήθως ανεπιτυχώς - καμιά εύκωλη μπίμπω). Για πλήρες crash test κλάριν vs χίπστερ, βλ. βινδεάκι του Mikeius, στον οποίον αποδίδεται και η πατρότης τση λεξιπλασίας.

    Σλανγκασίστ: Dr. Steve Brule.

1.
- ακου μαλακαμου τι εκανε ενας κλάριν σ'ενα γαμο.Ενω χορευε επεφτε κατω ξερος κ πηγαινε ο αλλος με ουίσκι κ τον ελουζε-ανασταση

2.
- Κλάριν, hipster και ψώνια ενωθείτε selfie,instagram,twitter

3.
Συναζιστή Thulsa όμως δεν απαντάς στο ερώτημα, είσαι το 40χρόνο κλάριν του webwar;

4.
Άμα είσαι κλάριν και γουστάρεις να φοράς τον σωλήνα παντελόνι ή κανένα κολάν της μάνας σου, τι να σου πω ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι διαφορές ή οι κόντρες εις την χιπχοπικήν. Τα ραπερόνια και οι λοουμπαπάδες λύνουν τα μπιφ τους με αμοιβαία χωσίματα φρήσταϊλ ριμών σε κλαμπ, ή με τσο και λο στο πεζοδρόμιο.

Εκ του μελαψοαγγλοσαξονικού beef (διαφωνία, κόντρα), το οποίο έχει αρχαιότερες ρίζες.

1.
κοιταξτε ρε σεις , μου κλεψανε τις ρυμες! θα αρχισει νεο μπιφ στην ελληνικη σκηνη!

2.
«Σε ραπ challenge που απηύθυνε ο Νικήτας Κλιντ στο Γιωργάκη δεν έλαβε καμία απάντηση, ενώ σε προσπάθειες του ιδίου να κλείσει τις συζητήσεις στο Facebook με ένα «έγινε οκ», ο 14χρονος συνέχιζε την κουβέντα. Φαίνεται πως πρέπει να περιμένουμε το αποτέλεσμα της μάχης της Παρασκευής για να λήξει μια για πάντα αυτό το «μπιφ»».

3.
Μογλη τιποτενιε θιφ; ξεκίνησες μπιφ και θα σου κανω τη μαπα πορτατιφ και μετα θα φαω ενα ροζμπιφ απεριτιφ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified