Further tags

Τύπος αεριτζή, τρακαδόρου, που κυκλοφορεί με ακάλυπτες επιταγές.

Ο ακάλυπτος ήταν χαρακτήρας κωμικής σειράς που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Α. Καφετζόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Εβραίος, ο αβάπτιστος, εις την ρατσιστικήν.

- Οι αλάδωτοι κυβερνούν συνωμοτικά τον κόσμο!
- Ξεκόλλα ρε, το πολύ το raus-raus το βαριέται και ο Klaus!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής έκφρασης alpha male, προερχόμενης από την ηθολογία, και η οποία σημαίνει τον άνδρα που είναι πολύ αρρενωπός, κυριαρχικός, ηγεμονικός, ανταγωνιστικός, τεστοστερονάτος κ.ο.κ.

Καλό είναι ο πρόεδρος μιας χώρας να μην είναι και πολύ αλφάς, γιατί μπορεί να σου κάνει κανέναν πόλεμο στο ξεκούδουνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα από τεμπελιά, αμέλεια, κατά το ξερόλας. Αυτός που έχει αναγάγει σε δόγμα το μην κάνεις σήμερα, ό,τι μπορείς να αφήσεις για αύριο.

- Πότε θα πλύνεις τα πιάτα;
- Αύριο!
- Ο αυριόλας ξαναχτυπά!

Σχετικά λήμματα: ασαυρία, Xες αύριον τα σπουδαία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που ξημεροβραδιάζεται στο γυμναστήριο, για να φτιάξει σώμα.

  1. Αν είσαι ο τύπος ο γυμναστηριακός, αυτός που προσέχει τη διατροφή του και το fitness είναι μονόδρομος, μονόδρομος είναι και το Garden Bar. (Φέισμπουκ).
  2. Όλη η αλήθεια για τους γυμναστηριακούς και τις παραλίες. (Τικ Τοκ).
  3. Πώς βιώνει ένας γυμναστηριακός την αποχή του από τον φυσικό του χώρο. (Ratpack).

Got a better definition? Add it!

Published

Ουσιαστικοποίηση της έκφρασης "δεν νιώθει". Χαρακτηρίζει αυτόν που δεν εκτιμάει, δεν καταλαβαίνει, δεν τον νοιάζει, δεν τον θίγει ή/και δεν τον συγκινεί τίποτα. Ο χοντρόπετσος, ο παχύδερμος, ο άνιωθος.

Τούντορ, ο μαθητευόμενος μάγος, ο δεχόμενος χαρτάκι από τους ανωτέρους του, ο κολληματίας, ο δενιώθογλου.

από ΠΑΟΚτσήδικο φόρουμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από διαφήμιση των 80ς με τον Παπαναστασίου: Ο Παπαναστασίου εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει (αν θυμάμαι καλά) ή σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Αλλά έμεινε ο Παπαναστασίου να λέγεται «ο εισαγόμενος». Κι επειδή ήταν μια προδρομική μορφή τρέντουλου έμεινε η φράση: «Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος;». Πρβλ.το «Μα ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;» της ίδιας εποχής.

Συνώνυμα: μεγάλος, τεράστιος, ανοξείδωτος, τρισδιάστατος, ευρυζωνικός, ασύρματος.

Σλάνγκος 1: Κι άλλη αγγλιά λημματογράφησες; Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος; Στηρίζουμε τις ελληνικές σλανγκιές ρεεεεεεεε!
Σλάνγκος 2: Καλά ρε φιλάρα, αλλά αν εσένα η γκόμενά σου, αρχίζει να σου λέει έρχομαι, έρχομαι, να μην σου έχει μάθει το slang.gr τι σημαίνει;
Σ.1: Θα της απαντήσω γκελ μπουρντά, που είναι και ελληνικό!

Μήδι; Εισαγόμενο απ\' το συσιφόνι! (από Dirty Talking, 18/05/09)Από την ταινία "Λαλάκης ο Εισαγόμενος" με τον ομώνυμο ήρωα. (από the_inq, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την γνωστή φράση έλα μωρέ, την οποία έχουμε πει ουκ ολίγες φορές, αλλά στο στόμα αυτής της ομοταξίας αποκτά άλλο, πιο προχωρημένο, νόημα.

Δεν τον αγγίζει τίποτε. Δεν δεν δίνει δυάρα για ότι συμβαίνει γύρω του. Ό,τι και να συμβεί δεν αξίζει κάτι περισσότερο από ένα «έλα μωρέ...». Το νταξ και το νταξναούμ, είναι πολύ φτωχά για να εκφράσουν την δική του απαξίωση των πάντων. Ο κουλ τύπος είναι πολύ ζεστός γι' αυτούς. Δεν είναι ούτε ο γνωστός χαβαλές, ή αυτός που παίρνει λίγο σταρχιδιαμόλ για ν' αντεπεξέλθει μία πρόσκαιρα δύσκολη κατάσταση. Όοοχι, αυτός από μικρό παιδί έχει πάρει τόσες πολλές και μεγάλες δόσεις γραψαρχιδίνης επί καθημερινής βάσεως, που του έχουν δημιουργήσει μία χρόνια απάθεια για τα τεκταινόμενα. Μπροστά του ο κλασικός Άγγλος φλεγματικός, μοιάζει τρομοκρατημένο παιδάκι.

Ένα μικρό, αλλά υπολογίσιμο, ποσοστό των συμπατριωτών μας έχει δημιουργήσει αυτή την ξεχωριστή κατηγορία και ολόκληρη ομοταξία, οι «ελαμωρέδες», έχει συσταθεί για χάρη τους στην κοινωνοβιολογία. Βασικός πυρήνας της ομοταξίας, ο απανταχού Ελληνάρας.

Ενώ ο πραγματικός σκοπός της φράσης έλα μωρέ, είναι ν' ανυψώσει το ηθικό και να δώσει κουράγιο και θάρρος στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος, οι ελαμωρέδες έχουν προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα. Εξαφανίζουν το πρόβλημα!

Ακόμα και αν τους αναγγείλεις την έναρξη του Γ' ΠΠ, δεν θα εισπράξεις τίποτε περισσότερο από ένα απαξιωτικό «έλα μωρέ...».

Σημ. Στην ομοταξία ελαμωρέδες αναφέρθηκε ο συνθέτης Τάκης Μουσαφίρης.

  1. Ρε συ, δύσκολα τα πράγματα για τον Θανάση. Έμεινε άνεργος και έχει τρία παιδιά. Κάτι πρέπει να κάνουμε σαν φίλοι.
    — Ναι; Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι, κάτι θα γίνει. Γλείφε την φραπεδούμπα σου.

  2. — Άντε πάλι, νέα απειλή βρήκαν για να μας έχουν στην πρίζα. Η γρίππη των χοίρων είναι σοβαρή.
    — Έλα μωρέ, και γιατί κάνεις έτσι; Λες και είσαι χοίρος!

  3. — Τί έχεις να πεις για την νέα αστυνομική βία; Πάλι πιστόλι τράβηξαν και πυροβολούσαν αδιακρίτως.
    — Έλα μωρέ, σιγά το πράγμα. Εξάλλου όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, κ.λπ. Δεν πάμε για μια φραπεδιά να τσουλήσει η ώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο οποίος είτε είναι μεγάλος φιδέμπορας είτε εξαιρετικά γαμάτος. Είναι αυτός ο φίλος ο οποίος αφηγείται φοβερά και τρομερά σκηνικά που του συνέβησαν τα οποία είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς. Εναλλακτικά είναι ο τύπος που παραπονιέται συνέχεια και παρουσιάζει ένα τραβηγμένο επιχείρημα επειδή δε θέλει ή δε μπορεί να κάνει κάτι.

Παράδειγμα 1
-Μαλάκες καλυφτείτε, έρχεται ο ιστορίας ο Πέτρος θα μας πει ότι φάσωσε κάνα μοντέλο πάλι.

Παράδειγμα 2
-Δε θέλω να πάω σ' αυτό το μαγαζί ρε, δεν έχει τουαλέτες με πόρτες που να κλείνουν μέχρι κάτω και δε μπορώ να κατουρήσω!
-Πάμε ρε μαλάκα ιστορία να πιούμε μια μπύρα να πούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που συνέχεια λέει και περηφανεύεται για κάτι αλλά ποτέ δεν το αποδεικνύει.
Καικαλάς = υποκριτής = ψευτόμαγκας.
Από το και καλά.

Ο καικαλάς ο Κώστας πάλι μίλαγε για το όταν πλάκωνε τον αδερφό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified