Further tags

Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.

  1. Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...

  2. Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...

  3. Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...

(από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης.

ροκ = αντισυμβατικός, παλαβός, άγριος, αχαλίνωτος, θυελλώδης, έκλυτος, άναρχος. Όταν αναφερόμαστε σε ροκ κατάσταση, εννοούμε ότι θυμίζει ροκ συναυλία.

Η κατάσταση στο γραφείο είναι τελείως ροκ.

«Γιατι εσυ ξέρεις στο κρεβάτι τι θα πεί ροκ εντ ρόλ...» Σιδηρόπουλος (1985) (από vikar, 08/07/11)

Δες και τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λυσσάρα, η πεινασμένη, η νυμφομανής, η τρελαμένη, η γυναίκα που διψάει για άντρες...

Έμεινε στην προφορική ιστορία από τα χαρακτηριστικά της ομώνυμης γάτας - ηρωίδας του Αρκά.

- Κοίτα τη Λουκρητία πως με κοιτάζει και γλύφει το καλαμάκι του καφέ...

(από filologas, 20/03/08)(από xalikoutis, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζουμερό, γεμάτο καμπύλες σε όλα τα σωστά σημεία μωρό, όπου «μωρό» προφανώς είναι γυναίκα στον καιρό της, για να μην παρεξηγούμεθα κιόλας. Εκτιμώ ότι ιδιαίτερη προσπάθεια έχει (επιτυχώς) καταβληθεί από τον άγνωστο λεξιπλάστη του παρελθόντος ώστε να συνδέσει την αίσθηση των γεμάτων χεριών που αφήνει το ζουμπουρλούδικο γκομενάκι στον καλό της με την αίσθηση του γεμάτου στόματος κατά την εκφορά της λέξης. Ωρρραία πράματα.

- Ωρρραίο γκομενάκι η Βαρβάρα. Ζουμπουρλούδ'κο!
- Αυτό δεν είναι γκομενάκι ρε μεγάλε. Μιλάμε για τρία στρέμματα γυναίκα.

(από acg, 20/03/08)Ένοχα μυστικά! (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)

Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο

Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.

- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης κυριλέ - προέρχεται από το εκκλησιαστικό Κύριε ελέησον.

Η κατάληξη -έησον πιθανόν να υιοθετήθηκε και από την ομόηχη αγγλική κατάληξη -ation.

- Πολύ κυριλέησον είσαι ντυμένος σήμερα βρε αδερφάκι μου. Γιατί δεν μου το είπες και ήρθα με τα σκισμένα τζίν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευτυχής σύνθεση του γαλλικού tres joli = πολύ όμορφο και του τουρκικού αμάν = έλεος (αυτό δις, για να δείξει το μέγεθος του προβλήματος). Αν είναι απαραίτητη η μετάφραση - υπέροχα, κι ο Θεός βοηθός.

Ευρηματική αποκρυστάλλωση ενός περιρρέοντος τουρκομπαρόκ, σε πρώτο χρόνο η φράση χρησιμοποιείται για να θάψει κάτι (ρούχο, κόσμημα, γκάτζετ, σαλονάκι κλπ) στο οποίο ο ιδιοκτήτης προφανώς έχει επενδύσει πολλά αλλά το οποίο, τελικά, είναι κακόγουστο, δυσλειτουργικό και εν γένει μάπα.

Σε δεύτερο χρόνο, ένας έμπειρος χρήστης της φράσης μπορεί να την επικαλεσθεί και με διάθεση αυτοσαρκασμού όταν θέλει να δείξει ότι, ακόμη κι αν τα πράγματα φαίνονται νορμάλ, έχει φάει τέτοια απανωτά χαστούκια από τη μοίρα που, κυριολεκτικά, έχει λαλήσει και μιλάει γαλλικά σε ρυθμό αμανέ.

Κάτι για την εκφορά της φράσης. Την λέμε είτε με απολύτως άπταιστη γαλλική προφορά είτε, αν αυτό δεν είναι εφικτό, με την πιο βαριά Ελληνική που μπορούμε. Μέση λύση δεν χωράει.

  1. - Πώς σου φαίνεται το συνολάκι της Εύας, χρυσέ μου;
    - Ααα, τι να σου πω ... τρε ζολί κι αμάν αμάν ... και αν δε βάλουμε το λαμέ το γοβάκι στις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου πού θα το βάλουμε;

  2. - Άλεκο μου ... πόσα χρόνια, ρε παιδάκι μου ... μια χαρά σε βλέπω ...
    - Κι από καλά, καλύτερα Κώστη μου ... τρε ζολί κι αμάν αμάν ... τρία στεντ και ζάχαρο εκατόν οχτακόσια ... ε, δεν είναι να το κάνουμε και θέμα τώρα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κατάλαβα, αφαιρέθηκα, απέτυχα σε μια προσπάθεια μου να βοηθήσω ή να επιτελέσω μια εργασία.

Προέρχεται από το Δεν νιώθω φιστίκι (κάστανο).

  1. - Μαλάκα τι ασπίδα έχει αυτός ο paladin; Πωω! Δε νιώθει Κάσιους!

  2. - Πάλι μας έκαψε ο Μπάμπης, ρούφηξε τα γκολάκια σαν ανάπηρος!
    - Αφού δε νιώθει Κάσιους ο μαλάκας μωρέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που κινούνται ή εξελίσσονται πιο αργά απ' ό,τι θα έπρεπε. Συνήθως χρησιμοποιείται αποδοκιμαστικά.

  1. Τί υπαινίσσεσαι λέγοντας ότι είμαι τα ζώα μου αργά; Σε πληροφορώ αγαπητέ μου ότι είμαι γκαζιάρα και κυριολεκτικά και γενικά! (απο ιστολόγιο)

  2. «Τα ζώα μου αργά... οι Δήμαρχοι με τα απόβλητα: Από το... αφτί τράβηξε χθες τους Δημάρχους, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Β. Αιγαίου Γιάννης Λέκκας, γιατί ο Νομός μας είναι ο μόνος που δεν έχει δημιουργήσει ακόμα τους φορείς διαχείρισης στερεών αποβλήτων.» (από τον τύπο)

Δες και αργοκάικο, αργοκάραβο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως μια χοντρή γυναίκα, με μεγάλο κώλο τον οποίο κουνάει πάρα πολύ περπατώντας. Προέρχεται ίσως από το θέμα και χαρακτήρα του ρήματος κουνιόταν. Δηλαδή: κουνιέται, κουνιόταν - - Κουνιότα

Κοίτα μαλάκα την κουνιότα πώς τον πάει πέρα δώθε !!

Britain\'s got Talent: η χοντρή που ξεσήκωσε το σύμπαν. (από Galadriel, 16/04/09)Η ίδια κυρία του μηδιού #1 χωρίς τα σημαιάκια της απόκρυψης. (από Galadriel, 16/04/09)(από perkins, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified