Further tags

Το λέμε για κάποιον που πετάγεται και μας διακόπτει συνεχώς την κουβέντα, όπως το πέος πετάγεται όταν το μάτι αντιληφθεί παρουσία θηλυκού στα πέριξ, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών. Όπως δηλαδή το κάτω κεφάλι αγνοεί το πάνω κεφάλι προκειμένου να εγερθεί. Με αυτόν τον τρόπο θέλουμε να εκφράσουμε την αγανάκτηση μας για κάποιον που επανειλημμένα δείχνει πως δε σέβεται τους ομιλούντες και θέλουμε να εκτονωθούμε έτσι από μία συμπεριφορά που θεωρούμε ανάρμοστη και εκνευριστική.

Τον σιχάθηκα τον Αλέξανδρο. Εκεί που πας να μιλήσεις, σαν πούτσα πετάγεται και σου γαμάει την κουβέντα. Απαράδεκτος ο μαλάκας...

Βλ. και πετάγομαι σαν την πορδή, σφηνόπουτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, για τους ηλικιωμένους άντρες που παρά τα έτη που τους βαραίνουν εξακολουθούν να είναι ενεργοί σεξουαλικά.

- Τον είδες τον Νίκο; Τα 70 πλησιάζει αλλά, το μαλλί βαμβάκι και η ψωλή φαρμάκι.

Ντούρος-Ντούρος Κουμουνδούρος (από Vrastaman, 12/09/08)H λίμνη των Καθαρμών, που αονομάστηκε Κουμουνδούρου γιατί ηταν δίπλα στο κτήμα του (από GATZMAN, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυθικό αυτό οστρακόδερμο φέρει δαγκάνες και συνουσιάζεται με σαύρες.

Οι επιστήμονες το ανεκάλυψαν την δεκαετία 90, μέσα από σειρά ανέκδοτων, και έκτοτε κυκλοφορεί σε πολλές εκδόσεις: καβουρογαμόσαυρος ο αμμώδης, ο χερσαίος, ο αποτρόπαιος, Αιτωλοακαρνάνας, κοκ.

Η έκφραση σήμερα χρησιμοποιείται για να περιγράψει γεύματα θαλασσινών με αμφίβολα συστατικά και φρεσκάδα, όπως κατ’ αναλογία η λέξη γκοτζίλα αναφέρεται σε ύποπτα κρεατικά.

Ιάπων σεφ: Σάς άρεσε το kani sashimi σεβαστέ κύριε Hino Takataka;

Hino Takataka: Με λίγο murasaki παραπάνω, ο καβουρογαμόσαυρός σας θα ήτο εξαίσιος!

(προσβεβλημένος, ο σενσέι σεφ εκτελεί σεπούκου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χαρακτηρίζει το μαλάκα με ειδικό βάρος, που ειδικεύεται στις χοντρές μαλακίες. Μπορεί να μη σκοράρει πολλές μαλακίες ανά second αλλά όταν περάσει στη δράση, μένει αξέχαστος. Συνήθως σε ερώτηση.

- Που λες μιλούσαμε με τα γκομενάκια όμορφα κι ωραία και πετάγεται ο Στρατής κι αρχίζει τα γνωστά περί μεγάλου έρωτα, ειλικρίνειας και κολοκύθια τούμπανα. Περιττό να σου πω ότι σε δέκα λεπτά οι γκόμενες είχανε πάει γι' άλλα.
- Πάλι τα ίδια, μα καλά πόσα κιλά μαλάκας είναι;
- Εμ!; Τα γκομενάκια να πηδηχτούνε θέλανε...

Βλ. και μαλάκας πολλών μποφώρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αναφέρεται στην ικανότητα εξωτερίκευσης του εσωτερικού διαλόγου με τον οποίο λειτουργεί η συνείδηση (διυποκειμενικότητα)...ή πιο απλά για τον πολυλογά και κατά κανόνα παπαρολόγο ή και μπουρμπούραγα άθρωπο. Στην τηλεόραση βάζει μια άνω τελεία και δίνει το λόγο στον εαυτό του. Στην καθημερινότητα μονοπωλεί τη συζήτηση, τη γνώση και την άποψη (προσοχή, καμιά φορά στην αρχή της συναναστροφής οι συγκεκριμένοι τύποι είναι λιγομίλητοι - τελούν σε φάση φόρτισης).

- Με ζάλισε πάλι ο Αριστοτέλης...τι ήτανε να του μιλήσω, όλα τα είπε πάλι μόνος του...
- Καλά δεν τό ξερες; Ο τύπος διακόπτει τον εαυτό του λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυφοπρόστυχη έκφραση που λεγότανε/λέγεται στην Κρήτη από γυναίκες για γυναίκες. Πρόκειται για έπαινο προς τις πολύ δουλευταρούδες χωρικές, οι οποίες τα κατάφερναν σε όλες τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες (τρύγος, ελιές, άρμεγμα, βοσκή, τυροκομικά, σκάψιμο, κόψιμο ξύλων, πότισμα, κλάδεμα, θέρισμα, αλώνισμα και ξανά από την αρχή) το ίδιο καλά με τους άντρες, ενώ έκαναν φυσικά και όλα τα οικιακά. Έτσι, η μόνη δουλειά που δε μπορούσαν εκ φύσεως να κάνουν ήταν να τον κερνάνε (όχι ρακί, ρακί κερνούσαν).

Η φράση απαρχαιώθηκε όταν διαδόθηκαν και στην επαρχία τα στραπ-ον.

βλ. φωτό

(από xalikoutis, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέμε για να τονίσουμε πόσο μυστήριος είναι κάποιος άνθρωπος. Πιο συγκεκριμένα αφορά ανθρώπους που δεν εκφράζονται και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το χαρακτήρα ή τις σκέψεις τους.

- Ρε ο Μηνάς πολύ καλό παιδί ρε συ και πολύ χιούμορ...
- Ναι ρε καλό παιδάκι δεν λέω, αλλά μυστήριο τρένο, αδελφάκι μου...

(από nick, 16/09/08)(από xalikoutis, 20/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει με μεγάλη όρεξη, βουρ στον πατσά, γιούργια στον νταμπλά με τα κουλούργια κλπ αλλά κυρίως για σεξουαλικές επιθέσεις. Επίσης αφορά στο ξερογλείψιμο που ζωγραφίζεται στο πρόσωπο κάποιου όταν είναι έτοιμος για το συγκεκριμένο ντου (βλ. και το παρεμφερές θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει). Η φράση προέρχεται από τον τρόπο που οι σκύλες κωλοτρίβονται σε παλούκια (=καζίκια) και λοιπά αιχμηρά όταν έχουν οίστρο. Από Κρήτη.

- Την είδες ρε την ψώλα τη Βάσω, μόλις είδε το τουτού, άρχισε τα σάλια. Και πριν τον είχε στο κλάσιμο το γυαλαμπούκα...
- Σαν τη σκύλα στο καζίκι! Ου να μου χαθεί...

(από xalikoutis, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο το οποίο:

α. είναι υπερβολικά άσχημο
β. είναι τόσο ταλαιπωρημένο (3ήμερο ξενύχτι, πιώμα, μπάφους) που δεν βλέπεται.

Η έκφραση οφείλεται πιθανότατα στην εμφάνιση οποιουδήποτε νορμάλ ανθρώπου γύρω στις 3 π.μ., όπου (ιατρικώς αποδεδειγμένα), ο μεταβολισμός έχει βαρέσει μπιέλα και το άτομο μοιάζει με ήρωα του George Romero που βγήκε παγανιά.

  1. - Ρε συ, αυτή που πάει προς το μπαρ την έκοψες από μπροστά;
    - Την έκοψα ρε φίλε. Σαν τρεις ώρες νύχτα είναι. Ούτε με χαρτοσακούλα δεν χτυπιέται σου λέω...

  2. - Πω πω αδερφέ, μόλις γύρισα από 5ήμερο στην Ίμπιζα...
    - Το κατάλαβα, σαν τρεις ώρες νύχτα είσαι μεγάλε...

O master τρεις ώρες νύχτα! (από Desperado, 18/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική έκφραση, η οποία περιγράφει το σοβαρό και βλοσυρό ύφος που επιδεικνύουν κάποιοι σε διάφορες καταστάσεις, προκειμένου να δημιουργήσουν εντυπώσεις φόβου και σεβασμού. Συνώνυμο του υπερόπτη. Οι Καρδινάλιοι ως γνωστόν είναι ανώτατοι κληρικοί της καθολικής εκκλησίας, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στην εκλογή του πάπα και να εκλεγούν οι ίδιοι, κάτι αντίστοιχο με τους Ορθόδοξους Επισκόπους. Πριν τη Γαλλική Επανάσταση, όταν η Εκκλησία στη Δύση είχε ακόμα πολιτική δύναμη, οι καρδινάλιοι ήταν συνώνυμο της διαφθοράς και της κατάχρησης εξουσίας.

  1. Ποιος είσαι εσύ ρε, που θα έρθεις στο σπίτι μου την ημέρα της γιορτής μου με υφάκι σαράντα καρδιναλίων, για να μου πεις να μην κάνω θόρυβο.

  2. — Πάμε κλαμπάκι σήμερα;
    — Άσε ρε, που θα πάμε να φάμε στη μάπα τις ψωνάρες που σε κοιτάνε με υφάκι σαράντα καρδιναλίων μόλις πας να πεις μία κουβέντα. Δε γαμιούνται λέω εγώ;

(από krepsinis, 18/09/08)Στο 0.42. (από Khan, 22/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified