Further tags

Μπαμπαδίστικος περιπαικτικός όρος για τον εύπιστο τύπο, που χάφτει ό,τι παραμύθι τον ταΐσουν. Δηλαδή είναι συνώνυμο του χαζός / κορόιδο κλπ.

Λέγεται και χάφτας / χαύτας, εξ ου και η περιοχή των Χαυτείων στην Αθήνα (Σταδίου-Αιόλου-Απελλού) απο έναν προ αιώνος πλανόδιο πωλητή τροφίμων (γλυκισμάτων;) που έχαφτε την πραμάτεια του ένεκα λίμας.

Πιθανόν η αμερικάνικη έκφραση sucker (κορόιδο) και η σπανιόλικη mamon (βλάξ < mamar: ρουφώ, βυζαίνω), να έχουν κοινό παρονομαστή με τον χάφτα / χαφταλεύρα, την έννοια της άμεσης και άνευ ετέρου τινός κατανάλωσης – ενσωμάτωσης στον οργανισμό του θύματος έξωθεν παρεχομένων προϊόντων (υλικών ή άυλων, κουβέντες) αμφιβόλου αξιοπιστίας.

Άλλωστε με την ίδια χροιά του ενστικτώδους χλαπακιάσματος μούφας, λέγεται και η έκφραση «δόλωμα» / «καθετή» / «συρτή» κλπ, που ρίχνει κάποιος πονηρός για να «τσιμπήσει» το ψάρι.

Στο τάβλι, υπάρχει σχετική έκφραση «το τυράκι το είδες, τη φάκα δεν είδες», που αναφέρεται σε φαινομενικά έκθετο πούλι, που σπεύδει να τσακώσει ο αντίπαλος-ποντίκι, ενώ ο παίκτης του έχει στήσει παγίδα (π.χ. πιάνει ο αντίπαλος όλο χαρά ένα αδιάφορο πούλι κι ο παίκτης πιάνει τη γωνία κτλ).

- Μαλάκα δε σου ’πα, με πήρε χτες βράδυ τηλέφωνο η Σούλα και μου ζήτησε το τηλέφωνό σου!
- Αλήθεια; Δηλαδή με γουστάρει;
- Δες τον, γελάν και τ’ αφτιά του! Μη γελάς μαλάκα - στο ’παμε για πλάκα! Μωρ’ τί χαφταλεύρας είσαι συ; Σιγά μη μ’ έπαιρνε και τηλέφωνο βραδιάτικα για τα μούτρα σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήταν σφιγμένο και δεν επέτρεπε μετακινήσεις, αλλά τώρα λασκάρισε, ξέσφιξε και είναι ένα βήμα πριν το ξεβίδωμα: λασκάρισε η βίδα του σημάνει ότι τρελάθηκε η, αλλιώς, του έστριψε.

Και μου ήρθε, τέλη κυκλοφορίας φίλε μου, 1.821 ευρώπουλα! Τι να κάνω ο άνθρωπος, με τιμωρούν που δεν έχω χρήματα να πάρω καινούργιο, τους έχει λασκάρει στα οικονομικά επιτελεία και προσπαθούν να μας τα κλέψουν από όπου μπορούν. Αλλά δεν μου έστριψε να τα πλερώσω, θα αλλάξω κινητήρα από 2000 cc σε 1800 cc και θα πάρουν μόνο 351 ευρώπουλα οι ΗΛΙΘΙΟΙ που σταμάτησαν την απόσυρσή για να πληρώσει ο κοσμάκης τα αυξημένα τέλη κυκλοφορίας! Και αντί να δώσουν, θα πάρουν αλλά λογάριασαν χωρίς τον ξενοδόχο: οι παραδόσεις πινακίδων είναι πολλαπλασιασμένες αυτές τις μέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση που δηλώνει άνθρωπο ποταπό ή ανάξιο / ανίκανο να κάνει οτιδήποτε. Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιείται και η έκφραση «ψωλή γαϊδάρου».

  1. - Τώρα που πήρα το δίπλωμα, θα κυκλοφοράω το αμάξι ελεύθερα.
    - Άντε μωρή ψωλή λαγού, που θες κι αμάξι...

  2. - Θέλεις να κουβαλήσω τα ψώνια σου μέχρι στο σπίτι; - Τι να κουβαλήσεις μωρή ψωλή λαγού, ούτε μισό κιλό δεν μπορείς να σηκώσεις...

Δες και πούτσα από λαγό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tα έχει χάσει, του/της έστριψε η βίδα, απολωλό το πνεύμα κι άλλα τέτοια χαριτωμένα που καλύτερα να μην συνεχίσω γιατί θα το ξημερώσω και δε λέει.

- Πήγα να δω χθες τους παππούδες και ζήσαμε πάλι μεγάλες στιγμές. Να κρατάει ο παππούς ένα γλαστράκι και να σημαδεύει το γείτονα. Νομίζω ότι έχει αρχίσει και κλοτσάει τις βόλτες.

-Μην το νομίζεις, να είσαι σίγουρη. Όχι τίποτα άλλο την κακομοίρα τη γιαγιά σκέφτομαι, αυτή τα τραβάει όλα, ο παππούς καλά την έχει στην τρέλα του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκφραση αυτή περιγράφει έναν άνθρωπο που στις φωνές, στις μαγκιές και στα λόγια τα πάει περίφημα αλλά, αν σκύψει, βλέπει κανείς την σκληρή πραγματικότητα, έναν κώλο ανοιχτό σαν χουνί. Με άλλα λόγια ο δήθεν μάγκας, ο κουράδας. Αξιόλογο συνώνυμο αποτελεί το μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι.

- Πάλι φασαρίες έκανε ο Βασίλης στο γραφείο του προϊσταμένου.
- Άστον ρε τον βλάκα, μαγκιά φωνή και κώλο χουνί είναι, αν κάνεις πως τον πλησιάζεις χέζεται πάνω του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου αποδίδεται ένας αρνητικός χαρακτηρισμός (συνήθως του γκέι) αβάσιμα, συνήθως μετά από παρεξήγηση ή παρανόηση.

- Δεν είναι γκέι ρε, αυτό είναι σίγουρο!
- Ναι, αλλά έτσι όπως το κουνάει, θα του βγει το όνομα στο τέλος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται γι αυτούς που μεγαλοπιάνονται, ή γι' αυτούς που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ενώ η πραγματικότητα τους διαψεύδει, π.χ. όταν κάποιος συζητά συνέχεια για πολύ ακριβά αυτοκίνητα, αλλά τελικά κυκλοφορεί με παλιό Ζάσταβα που καίει λάδια.

  1. - Είδα το Νίκο και μου είπε ότι κοιτάει για πισίνα.
    - Τι λέει, μωρέ, ο φαντασμένος, αφού χρωστάει παντού και κάνει τράκα ακόμα και τσιγάρα. Η μύτη μας στον ουρανό κι ο κώλος μας στις στάχτες.

  2. Η Βάσω παράτησε τη δουλειά γιατί, λέει, δεν μπορεί να ανέχεται το μακρύ και το κοντό του καθενός. Εν τω μεταξύ δεν έχει μία. Τι να πω; Η μύτη μας στον ουρανό κι ο κώλος μας στις στάχτες…

(από panos1962, 19/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, η οποία στην πλήρη μορφή της έχει ως «δικηγόρος απλήρωτος – σκατά μπουκωμένος» και αντιτείνεται έναντι κάποιου που πετάγεται σαν πορδή εν τω μέσω μιας αντιδικίας, στην οποία δεν του πέφτει κανείς απολύτως λόγος. Κι όπου όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος (sic = το σωστό είναι πείθει και όχι πίπτει)...

Σχετικές εκφράσεις: Εσύ τί πετάγεσαι; Δικηγόρος είσαι; / Το δικηγόρο μας παριστάνεις; / Δικηγόρο δεν είχαμε-δικηγόρο βάλαμε! / Δεν ζήτησα δικηγόρο κλπ.

Η έκφραση αντιστοιχεί στην ορθότατη συναλλακτική συνήθεια, κατά την οποίαν ο εντολέας προπληρώνει τον εντολοδόχο δικηγόρο του και ταυτόχρονα του αναθέτει τον χειρισμό της υπόθεσής του, ώστε ο τελευταίος να νομιμοποιείται να αναμιχθεί σε οικογενειακές, προσωπικές, επαγγελματικές κλπ αντιδικίες του πρώτου, να ζητήσει επίσημα έγγραφα απο δημόσιες αρχές και να παραστεί για λογαριασμό του στα δικαστήρια.

Άνευ πληρωμής, εντολή δεν υπάρχει.

Παρ’ όλα αυτά στην νυν και αεί προβιομηχανική Ελλάδα, καίτοι υφίσταται η σοφή λαϊκή ρήση «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους», όλο και θα’ ρθει κάποιος πτωχός συγγενής, κάνας φίλος απ’ τα παλιά φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις (και προβλήματα), κάνας συγχωριανός, τίποτε καλόβολοι γείτονες κλπ και θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο ζωγράφος, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος ο δικηγόρος (σου λέει «άσε μην τον δυσαρεστήσω και θα μου φέρει κανέναν άλλον που πληρώνει») θ’ αναλάβει την υπόθεση έναντι πενιχρής ή και μηδενικής αμοιβής.

Στην συνέχεια όμως, ο δικηγόρος θα ψιλογράψει στ’ αρχίδια του τον οιονεί πελάτη ιδίως όταν η υπόθεση ξεκινάει απλή και καταλήγει σε περικοκλάδα (εφετεία, ασφαλιστικά μέτρα, απρόοπτο τρέξιμο κ.α.), ο δε τελευταίος δίχως να διαθέτει συγγραφικές προδιαγραφές ενός Δουμά (έστω και υιού) μπορεί να θυμηθεί την υπόθεσή του «μετά 20 έτη» και να ζητήσει το λόγο κι απο πάνω, κι ας μην έδωσε μία. Λάβετε θέσεις: Η παράσταση αρχίζει...

Για κάθε ιδιώτη, η υπόθεσή του είναι προσωπική και την θυμάται πρωί-βράδι (και χαίρεται), ενώ ο δικηγόρος έχει πολλές σκοτούρες, εκτός κι αν η εκάστοτε αμοιβή φτάσει σε τέτοια ύψη ώστε και ο δικηγόρος να μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς και ν’ ασχοληθεί επισταμένως π.χ. με μια το μήνα (ναι αλλά το τί θεωρείται «αξιοπρεπής διαβίωση» ποικίλει)...

Όταν ο δικηγόρος λάβει την εντολή (δηλ. την αμοιβή) μπορεί αλλά και οφείλει να παρεμβαίνει σε κάθε εξώδικη και διαδικαστική πράξη υπέρ του εντολέα του, μέχρι την ρητή η έγγραφη ανάκληση της πληρεξουσιότητάς του, αν ο εντολέας δεν μείνει ευχαριστημένος απο τις υπηρεσίες του (ακόμα και επ’ ακροατηρίω).

Για την καίρια καμιά φορά συνδρομή του δικηγόρου στις υποθέσεις των ιδιωτών, ας παρατεθεί ένα νόστιμο περιστατικό:

Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα ποινικό δικαστήριο μιας πολύυυυ μακρινής χώρας, είχε αποφασίσει να πάει η κατηγορουμένη μόνη της στο δικαστήριο να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αφού την άκουσε η έδρα, η υπόθεση άρχισε να περιπλέκεται. Ενώ αρχικά φαινότανε απλή, μπήκανε στη μέση κάτι οικογενειακά, κάτι έγγραφα ασαφή, η κατηγορουμένη δεν ήξερε να τα εξηγήσει σωστά, η ώρα περνούσε και οι δικηγόροι των κατοπινών υποθέσεων είχαν αρχίσει να γκρινιάζουν, άλλη αναβολή δεν έπαιρνε και το δικαστήριο ήθελε να αθωώσει αλλά δεν ήξερε πού να στηριχτεί. Στο μεταξύ διάστημα, είχε πλησιάσει στην έδρα ένα καλοντυμένο γεροντάκι, που άκουγε τα διαμειβόμενα και περίμενε υπομονετικά. Κάποια στιγμή, τον τσακώνει με το βλέμμα της η πρόεδρος και τον ρωτάει:

[i]- Εσείς τί είστε;
- Δικηγόρος...
- Καλά και μας αφήνετε τόσην ώρα να βγάλουμε την κόρυζα (ή κάτι τέτοιο) και δε μιλάτε;
- Όχι, εγώ είμαι απο άλλη υπόθεση...[/i]

(Έπεσε το γέλιο της αρκούδας!)

Ο Ναστραδίν Χότζας, κάποτε, λέει, παρενέβη σ’ έναν καβγά δυο νεώτερών του, που κρατούσαν μαχαίρια, θεωρώντας οτι θα τους συνετίσει καθότι πρεσβύτερος και ιερωμένος (ότι «ειρήνη υμίν» και τα τέτοια - λόγω επαγγελματικής διαστροφής). Αντ’ αυτού εισέπραξε μια μαχαιριά στο κεφάλι. Οι παριστάμενοι έσπευσαν να τον βοηθήσουν και τον ρώτησαν αν ήταν επιπόλαιο τραύμα ή αν έφτασε το μαχαίρι βαθιά στο μυαλό, ώστε να φωνάξουν τον σπετσιέρη. Ο Χότζας τότε θυμοσόφησε λέγοντας: «Ποιό μυαλό; Αν είχα μυαλό δεν θ’ ανακατευόμουνα. Την επόμενη φορά θα ξέρω να’ χω το μυαλό μου και μια λίρα τουλάχιστον»! (Η προσθήκη «και του μπογιατζή ο κόπανος», είναι μεταγενέστερη και μάλλον δεν έχει καμία σχέση με τον μύθο και την παροιμιώδη έκφραση).

Όταν δυο κίναιδοι μαλώνουνε σε ξένο γαμιστρώνα, ο ιδιοκτήτης συνήθως δεν είναι ο δικηγόρος. Πολλές φορές αναγκάζεται ν’ ανακατεύεται με τα πίτουρα και καμιά φορά τον τρών κι οι κότες (μπλέκει κι ο ίδιος προσωπικά) και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει τουλάχιστον να αμείβεται.

Άλλωστε, όλοι οι επαγγελματίαι γνωστοποιούσιν εις κάθε επίδοξον μπαταξήν οτι ο κ. Βερεσές έχει απο μακρού αποδημήσει εις Κύριον κι ο υιός του μετώκησεν εις την Πόλιν.

Περισσότερα για τους δικηγόρους, σε λήμμα-ορισμό-σχόλια στο χασοδίκης του ερίτιμου Μπετατζή μας.

Σημειωτέον, εδώ η έννοια «δικηγόρος» έχει την χροιά της ιδιότητας του λειτουργού της δικαιοσύνης και όχι αυτήν της παλιάς λαχαναγορίτικης αργκό, που σημαίνει «κοκαΐνη» (Κύριος οίδε διατί)...

(Κόρη):
- Λοιπόν εγώ θα πάω πενταήμερη ο κόσμος να χαλάσει!
(Μάνα):
- Αμ δε σφάξανε! Για να γυρίσεις ξεμυαλισμένο και να χάσεις τις πανελλαδικές, να πληρώνω εγώ ξανά-μανά φροντιστήρια του χρόνου; Ούτε πάνω απ’ το πτώμα μου!
(Γιός-μούλος):
- Έχετε δίκιο μητέρα. Δεν είναι σωστό να αποσυντονισθεί η μελέτη της...
(Μάνα + Κόρη):
- Εσένα ποιός σου μίλησε; Ορίστε μας! Δικηγόρος απλήρωτος μιά! Άμε στο δωμάτιό σου κι ασε μας να τσακωθούμε με την ησυχία μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για άτομα που είναι τόσο κουρασμένα, κοινώς πτώματα, με αποτέλεσμα να συναγωνίζονται τους πεθαμένους. Ουσιαστικά, το μόνο που τους απομένει είναι το (κυριολεκτικό) θάψιμο.

«Γύρισε η κορούλα μου από τη δουλειά, πεθαμένη κι άθαφτη, είναι να την κλαις» έλεγε η σπασαρχίδω πεθερά στις νύφες της, για να τους δείξει ότι η κόρη της είναι άξια και εργατική, ενώ εκείνες και καλά δεν έκαναν τίποτα απολύτως.

(από electron, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν εμφανίστηκαν στην τέχνη οι μεγάλες τομές του 20ού αιώνα, δηλαδή η ματιά πάνω στην τρέλα, τον εφιάλτη και την απόγνωση της υπαρξιστικής μοναξιάς, η τέχνη στράφηκε ακόμα περισσότερο προς τον άνθρωπο και, παρόλο που τον «είδε» καλύτερα από ποτέ, έπαθε το εξής: έγινε -για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό- ακατανόητη για το ευρύ κοινό.

Δαιμονοποιήθηκε, παρέμεινε μη κατανοητή* (και ως εκ τούτου ενίοτε υπεραξιολογημένη), έγινε εύκολα καπηλεύσιμη. Έγινε must (πού να ζωγραφίσεις παραστατικά..., πού να συνθέσεις τονικά..., σε αφόρισε ο καλλιτεχνικός κόσμος, αυτό ήταν το μέγα δράμα των εξήνταζ ας πούμε), έγινε και ταμπού: ακόμα και τώρα, δεν τολμάς να πεις ότι κάτι που φαντάζει αφηρημένο (εικόνα) ή ατονάλ (μουσική) δεν είναι σπουδαίο.

Έτσι χάθηκε λοιπόν το μέτρο και το σταθμό, χάθηκαν τα κριτήρια αξιολόγησης, και για να επιβιώσει καλλιτεχνικά, κοινωνικά και συναισθηματικά ο καλλιτέχνης (αλλά και ο απλός κόσμος), τό' ριξε στο καλλιτεχνικό Δήθεν.

Ως εκ τούτου, όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε κάτι το πολύ δήθεν, ακαθόριστο, φλου, άποψη, που βασίζεται δηλαδή στον εντυπωσιασμό αλλά έχει συνάμα μια εσάνς καλλιτεχνική, το αποκαλούμε «φλου αρτιστίκ». Το «αρτιστίκ» προκύπτει από το γαλλικό artistique = καλλιτεχνικός, παραπέμπει δε στο Παρίσι κατευθείαν, καθότι αυτό ξέρει ο μέσος κόσμος ως κέντρο και επίκεντρο της τέχνης γενικά. Η έκφραση μάς φέρνει στο νου κυρίως ζωγράφους και πίνακες, και όχι τόσο γλυπτά, αρχιτεκτονήματα ή μουσικές. Πιθανόν γιατί η ζωγραφική είναι πιο κραυγαλέα και πανταχού παρούσα απ' ό,τι οι άλλες τέχνες.

«Φλου αρτιστίκ», βέβαια, είναι και η παπαρολογία επί παντός επιστητού. Είναι και ο άνθρωπος που τα κάνει ή τα λέει όλ' αυτά.

Την έκφραση την προφέρουμε όσο πιο αδερφίστικα γίνεται.


  • Ως προς το κατανοητό της υπόθεσης, έχω να πω ότι, σήμερα πια, ο μοντερνισμός έχει ενσωματωθεί και εφαρμοστεί πλήρως (με άξιο ή γελοίο τρόπο: δεν μας ενδιαφέρει) ακόμα και στην πιο καθημερινή καθημερινότητά μας. Τον ζούμε, αλλά νομίζουμε ακόμα ότι είναι κάτι το πρωτοποριακό και ακατανόητο και απρόσιτο. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό το θέμα.

- Και τελικά; Δεν έμαθες τι συνέβη;
- Πού να καταλάβω ρε Μανόλη μου, τον ρώτησα και μου άρχισε κάτι μισόλογα και κάτι φλου αρτιστίκ, ε, κατάλαβα ότι δεν θέλει να μου πει και τελείωσε η ιστορία.

  1. (από το λήμμα κάθε πικραμένος)

«Κάθε πικραμένος» λέγεται στις διαφημιστικές εταιρίες ο μέσος καταναλωτής, αυτός που δεν έχει τον χρόνο ή την διάθεση ή την καλλιέργεια να κατανοήσει τις φλου αρτιστίκ (ή όχι και τόσο φλου αρτιστίκ) ιδέες μερικών από τους δημιουργικούς της διαφήμισης.

(από electron, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published