Further tags

Χρησιμοποιείται για να δείξει πως κάποιος ή κάτι είναι φανταστικός ή πάρα πολύ καλό.

- Σ' αρέσει το καινούργιο αμάξι του Σάκη;
- Μόνο ρε; Γαμιστερό είναι το αυτοκινητάκι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση όταν συμβαίνει κάτι εξωπραγματικά ωραίο ή κάτι πολύ ακραίο γενικά.

  1. - Κοίτα ρε πού έχει ανέβει ο άλλος! - Καλά... δεν υπάρχει...

  2. Αυτός ο κώλος.. δεν υπάρχει...

Δες και δεν υπάρχει ούτε στο γκουγκλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο, ζώο ή πράγμα που αποδεικνύεται εκ των υστέρων αναξιόπιστο, αναληθές, ψεύτικο και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών.

  1. Ρε φιλαράκι, που με έστειλες; Πολύ σότο η ταινία ρε.

  2. Ρε φιλαράκι, που τον έστειλες; Πολύ μεγάλο σότο το γκομενάκι. Σωστό μουστάκι.

  3. Πω πω ρε ψηλέ, τι σότο είναι αυτός ο παίχτης που πήραμε;

Δες και μούφα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της γκιλοτίνας για τον αποκεφαλισμό των καταδίκων, που αποτελείται από δύο ορθοστάτες ανάμεσα στους οποίους κινείται μια τριγωνική λεπίδα. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για κάτι πολύ επικίνδυνο, που απειλεί ή αφαιρεί ζωές. Η ρίζα είναι από τα γαλλικά carmagnol(e) -α (χορός που χόρευε ο λαός κατά τη γαλλική επανάσταση) και δη όταν αποκεφάλιζε βασιλείς ή έκαιγε παλάτια.

Η Λεωφόρος Καβάλας είναι σκέτη καρμανιόλα, μέχρι στιγμής ο φόρος αίματος που έχει πληρωθεί είναι τεράστιος.

Κορίνθου-ΠΑτρών: Δε ρόουντ του Χελλ! (από Vrastaman, 10/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.

Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.

Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.

Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;

Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!

Δες και ξενέρωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, το ρημαδιό, το χάος.
Επίσης η δυσμενής, δυσάρεστη κατάσταση.

  1. - Πρόσεχε με την πορτοκαλάδα ρε Μήτσο, το έκανες το χαλί σκατέ ολέ.

  2. - Με πήρε χτες τηλέφωνο και είχα και τα νεύρα μου, της τα έχωσα και γίναμε σκατέ ολέ.

(από ironick, 22/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το οποίο έχει καταντήσει τόσο συνηθισμένο, που έχει ή κοντεύει να εξευτελιστεί, το κλισέ. Συνήθως στο ρηματικό τύπο γίνομαι σούπα.

  1. (από διαδικτυακό φόρουμ)
    Υπάρχουν τουλάχιστον άλλα 2 thread με το ίδιο ακριβώς κείμενο (που έχει γίνει σούπα πλέον).

  2. (Περί «Κωνσταντίνου και Ελένης» ο λόγος:)
    Αίσχος δε την αντέχω άλλο αυτή τη σειρά έχει γίνει σούπα 2-3 χρόνια παίζει ασταμάτητα 40-50 επεισόδια. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  3. (από διαδικτυακό φόρουμ)
    [...] δεν υπάρχει μεγαλύτερο ξενέρωμα την στιγμή που παίζεις και έχεις μπει στο παιχνίδι (βράδυ με μουσική υπόκρουση στο τέρμα με τα ακουστικά εννοώ) να βλέπεις την Lara να χάνει το ένα της πόδι μέσα στον τοίχο ή όταν πατάς το num 0, να βλέπεις στιγμιαία μέσα στο κεφάλι της, και όλα αυτά εν έτει 2003 όπου το 3d έχει γίνει σούπα...

  4. (από διαδικτυακό φόρουμ, για τη Μερσεντές Ε200)
    Το συγκεκριμένο αμάξι κατά την γνώμη μου, εκτός απ' το ότι έχει γίνει σούπα, έχει και μια απίστευτη έλλειψη χαρακτήρα. Εξωτερικά είναι ένα ωραίο(;) σύνολο που δεν έχει τίποτα ξεχωριστό, τίποτα που θα σε κάνει να σταθείς να το χαζέψεις λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί επιφωνήματος, χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που είναι τόσο ηλίθιες, ξεκάρφωτες, κουλές ή απλά παράλογες που κανείς δε μπορεί να σχολιάσει και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αναφωνήσει: «Ό,τι νά 'ναι!».

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν επίθετο.

- Ρε... καλά δε παίρνει γραμμή αυτός ο Γιάννης! Τού 'χουν βάλει κεφαλάκια από σπίρτα μέσα στα τσιγάρα, ανάβει, και το τσιγάρο γίνεται πυρανάλωμα, και αυτός όχι μόνο δεν το καταλαβαίνει αλλά γυρνάει και λέει ωΧμμ... Έχουν ένα παράξενο άρωμα αυτά τα τσιγάρα!»
- Αχαχαχά! Σοβαρά;;; Πώωω... ό,τι νά 'ναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνεισμα της αγγλικής λέξης pure (αγνό). Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται σε καταστάσεις, σε πρόσωπα, σε τόπους και αντικείμενα που είναι καθολικά αγνά.

-Πςς... Πήτερ Τος! Καλά, το κομμάτι αυτό είναι τρελή πιουρίλα.

-Η παραλία που πηγαίνω κάθε χρόνο έχει απίστευτη ομορφιά. Σκέτη πιουρίλα.

Βλ. και επικίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified